Συνώνυμο του πουτσοχώραφο.

Μέρος γεμάτο με άντρες.

- Έχετε γυναίκες στη σχολή σου;
- Μπα φίλε, πουτσολίβαδο είμαστε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκδηλωτικός gay, που προσπαθεί να δείξει ότι είναι πούστης λες και δεν το καταλάβαμε.

- Πάρε ρε μια θρασόπουστα που περνάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατώτερος υπάλληλος φτηνού και αμφιβόλου φήμης ξενοδοχείου, επιφορτισμένος με το στρώσιμο («που στρώνει») των κρεβατιών. Συνήθως ατημέλητος, βραδύνους και «πιο αργός κι απ' τον θάνατο» όσον αφορά τη δουλειά του.

Γαμώτο! Πριν μια ώρα φώναξα το πουστρώνι να έρθει να σουλουπώσει τα κρεβάτια. Τί διάολο...; Μαζούτ καίει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που γουστάρει πολύ κάθε είδους πούτσο.

- Μάντεψε ποια συνάντησα σήμερα με τον νέο της γκόμενο αγκαλιά: την Πιπίτσα.
- Α, την κυρία Χατζηπούτσογλου θες να πεις; Τι νέο γκόμενο μωρέ, ξεπέτα κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτή που ρουφάει ψωλές.

Μεγάλη ψωλορουφήχτρα αυτή η γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.

«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»

(από την Μαύρη Φατρία)

αποτυχυμένη (από Marco De Sade, 30/09/10)Αθάνατες λαϊκές επιτυχίες! (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρθενοξεκωλίδι = η κοπέλα που ενώ δείχνει παρθένα και μαζεμένη, είναι μεγάλο ξέκωλο.

Ποια είναι παρθένα;;; Η Ρίτσα;; Ρε αυτή είναι μεγάλο παρθενοξεκωλίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χύνει σε 2 δευτερόλεπτα. Και αν όχι σε δύο, το πολύ σε μισό λεπτό.

Ο Νίκος είναι δευτερολεπτοχύσης. Χύνει σε χρόνο dt!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified