Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.
Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.
Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα που πάει με ΑΠΑΝΤΕΣ.
-Φίλε, εχθές γάμησα τη Μαρία. Εντωμεταξύ αυτή, έχει πάει με τον Πέτρο, τον Κώστα, το Δημήτρη, τον Αντρέα, τον Τάσο, ακόμα κι ο μανάβης της γειτονιάς την έχει πηδήξει.
-Ποια Μαρία λες ρε; Αυτή που της είχα ξεσκίσει τα βάρδουλα προχθές και την ίδια ώρα έπαιρνε τσιμπούκια από το Μιχάλη; Σου λέω είναι τσουτσουνοπαίρνοβα η γκόμενα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πεηντάρ (εκ των πέος και ραντάρ) αποκαλείται η ενορατική ικανότητα κάποιας ή κάποιου να ραβδοσκοπεί το μέγεθος του πέους οιουδήποτε βάσει ευρετικών και μόνο ενδείξεων, όπως πχ. το μήκος του αντίχειρά του, την διάμετρο των αυτιών του, την υποτείνουσα της μύτης του, κ.ο.κ.
Το αντίστοιχο χάρισμα για την ανίχνευση ομοφυλόφιλων αποκαλείται γκειντάρ.
(Η Ironick παρουσιάζει, αλλά με γρίφους, τα μυστικά του πεηντάρ εδώ)
- poniroskylo: Ρε πστ, πάντα την είχα την απορία αυτά τα παλουκάρια που λένε ότι ο άλφα είναι μικροτσούτσουνος και ο βήτα μπάμιας ... πώς στον πούτσο το ξέρουν;
- ironick: από τα δάχτυλα
- Mes: Μύθος, μύθος...
- ironick: μπα μην το λές μες. εμένα μου έχει πετύχει 100 στα 100. αλλά θα σου εξηγήσω στο αυτάκι, μη γίνουμε ρόμπες
- Vrastaman: Και οι 100 ήταν μικροτσούτσουνοι ;!;!
- ironick: χεχεχεεεεε! όχι ρε ούφο!
Got a better definition? Add it!
Φαλλοκρατικός χαρακτηρισμός γυναίκας που κάνει τα πάντα, απλώς και μόνο για να εξασφαλίσει τη συνουσία. Η γενική πτώση του ανδρικού μορίου δεν χρησιμοποιείται υπό μορφή γενικής της ιδιότητας (π.χ. λόγια του κώλου, υπηρεσία της πούτσας), αλλά ως αντικείμενο.
Ο χαρακτηρισμός «ζητιάνα» τονίζει την έντονη ανάγκη απόκτησης του ζητούμενου. Εναλλακτικά συναντάται και ως «ζητιάνα του πέους».
Συγγενής έκφραση, βλ. λήμμα τσιμπουκοζητιάνα, η.
Σχόλιο καβλιάρη χρήστη του διαδικτύου:
Τέτοια ζητιάνα του πέους δεν έχει ξαναγνωρίσει η Σαντορίνη. Στην αρχή της έβαλα δαχτυλάκι στο υγρό και καθόλου αφιλόξενο μουνάκι της.
Σχόλιο από διαδικτυακή συζήτηση:
Πόσο σόκ μπορείς να πάθεις όταν ανακαλύπτεις ότι ο μέχρι πρότεινος αγαπημένος σου είναι μια φτηνή και άχρηστη ζητιάνα της πούτσας;
Got a better definition? Add it!
Ο μαλακοκαύλης.
- Ρε Τάκη, αυτός εκεί με τη γκόμενά σου τι κάνει;
- Ποιος ρε; Αυτός; Αυτόν δεν τον φοβάμαι μη μου φάει τη γκόμενα... είναι μούφα και κάμα σούπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που δεν μπορεί να γαμήσει. Που έχει κράμπα στην πούτσα.
- Ρε, ο Δημήτρης να γαμήσει;
- Ναι ρε, αυτός. Τον είδα χθες.
- Σώπα ρε, αυτός είναι τσουτσουνόκραμπος.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Κάτι μεταξύ του «επιτέλους οι δυο μας» και του α να σε γαμήσω....
Πηγή: Ιωνάς.
Επιτέλους πηδυό μας είπε ο Τζύμπριος γερομπινές στον Πέρι κι έπεσαν οι τίτλοι τέλους με happy ending. (Τουλάχιστον μέχρι το επόμενο επεισόδιο, που κατέφτασε το Λίλιαν).
Got a better definition? Add it!
Published
Είναι η μέτρηση του μήκους του ανδρικού γεννητικού οργάνου με τη βοήθεια του στόματος. Λέγεται αλλιώς και πιπομέτρηση.
- Και τί έγινε χθες βράδυ;
- Ε, της λέω θες να κάνεις μία στομομέτρηση στον πουροσωλήνα μου;
- Και τί σου είπε;
- Δε μου είπε, με μέτρησε ακριβώς!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.
Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.
Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified