Further tags

Απόπειρα μετακένωσης στην ελληνική σλανγκ του αγγλικού gay pride. Δηλώνει τον ομοφυλόφιλο, που είναι gay and proud of it, έχει βγει απ' την ντουλάπα προ πολλού, είναι συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και το πανηγυρίζει. Η λεξιπλασία σχηματίζεται κατά το «πτωχαλαζών». Και, όπως η λέξη πτωχαλαζών έχει προσληφθεί από τους προλετάριους για να υπονομεύσει την κυρίαρχη αντίληψη της αστικής τάξης γι' αυτούς, πιστεύω ότι έτσι και η λέξη πουσταλαζών μπορεί να προσληφθεί από τους γκέι στα πλαίσια ενός gender-undermining (λέμε τώρα).

Η κρεψινιά της ημέρας: Οι Αλαζώνεςήταν μια αρχαία θρακική φυλή, που κατοικούσε στις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου. Από αυτήν την εθνική ονομασία βγήκε ήδη στα αρχαία ελληνικά η λέξη αλαζών για να δηλώσει την αντίστοιχη συμπεριφορά.

Αυτί της γης: Τελικά, ο Πέρι μας έγινε πουσταλαζών. Λέει ότι έχει συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, είναι περήφανος για τις επιλογές του, κι αρχίζει μια νέα φάση στην σχέση του με το Λίλιαν και την Λάουρα. Τώρα πάνε όλες μαζί για χοντοθεραπεία, αλλά περήφανα πλέον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογία: ψωλή + άγω.

Σέρνω έναν άντρα από το μόριό του.

Προφανώς, ο όρος είναι μεταφορικός και σημαίνει το να χειραγωγώ έναν άντρα και να τον μετατρέπω σε σκυλάκι μου επειδή του κάνω κόλπα στο κρεβάτι, παίρνω καλές πίπες και έχω μεγάλα βυζιά.

Ο ψωλαγωγημένος άντρας ή είναι απελπιστικά άσχημος και κάνει ό,τι θέλει η σκύλα γκόμενά του για να μη τη χάσει, ή απελπιστικά βλάκας και άβουλος, ή έχει τη πιο όμορφη και γκαβλιάρα γκόμενα του κόσμου, η οποία έχει καταλάβει τα ατού της και το εκμεταλλεύεται.

Η γυναίκα που ψωλαγωγεί είναι σκύλα, στριμμένη, γκρινιάρα και επιδέξια στο κρεβάτι.

Ο ψωλαγωγημένος, εναλλακτικά, ονομάζεται και μουνόδουλος, η διαφορά τους όμως έγκειται στο ότι ο μουνόδουλος τρέχει πίσω από μουνιά για να τα γαμήσει, ενώ ο ψωλαγωγημένος τρέχει πίσω από ένα μουνί που το γαμάει για κάμποσο καιρό, και ευελπιστεί να το παντρευτεί.

Σιγά μην έρθει ο Μήτσος διακοπές μαζί μας... Αυτόν τον ψωλαγωγεί η Μαρία κάργα και θα τον πάει με τις μπεμπέκες τις φίλες της στο Παρίσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικός ελληνικός γυναικότυπος που θυμίζει αχλάδι. Οι αχλαδομούνες διαθέτουν δυσανάλογα μεγάλη περιφέρεια, ενώ ο κώλος και τα μπούτια τους λειτουργούν ως αποθήκες λίπους και κυτταρίτιδας. Το πρόσωπο, ο κορμός και η κοιλιά τους παραδόξως διατηρούν λεπτά και ντελικάτα χαρακτηριστικά. Από βυζί: στη καλύτερη περίπτωση μπανανόβυζα και στην χειρότερη θηλές-ξεροσφύρι. H πιο διαδεδομένη εγχώρια ποικιλία αχλαδομούνας είναι η λεγόμενη κοντούλα.

Τα καλά νέα είναι ότι, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, οι αχλαδομούνες αντιμετωπίζουν λιγότερους κίνδυνους καρδιοαγγειακών νόσων τόσο από τις μηλαρούδες όσο και από τις φραντζολίνες. Τα κακά νέα είναι ότι δεν υπάρχουν άλλα καλά νέα.

Ενώ η αρχέτυπη αχλαδομούνα είναι ξεπλένω, υπάρχουν πολλές με εκθαμβωτικά πρόσωπα. Όσες δεν το βάζουν κάτω βαλαντώνουν νυχθημερόν με σισύφειο ζήλο στα γυμναστήρια προσπαθώντας σκληρά αλλά επί ματαίω να υπερνικήσουν την γεννητική τους τροχοπέδη. Οι έξυπνες αχλαδομούνες, όπως μας πληροφορεί στα σχόλια το poniroskylo «δεν παιδεύονται να μειώσουν τις περιφέρειες - όπερ ανέφικτο - αλλά να ανοίξουν/φαρδύνουν τις πλάτες».

Οι χειρότεροι εχθροί της αχλαδομούνας είναι το ίδιο τους το DNA καθώς και η μάσα. Η δίαιτα απλώς αποτρέπει τον πλήρη εκφακλανισμό τους, χωρίς να τους χαρίζει την επιθυμητή σιλουέτα

Ο πιστότερος φίλος της είναι η κωλόκρυψη, που πείθει μόνο τους πλέον αγαθομούνηδες. Στην δε προσπάθειά τους να αποκαταστήσουν αναλογίες – Fibonacci, πολλές καταφεύγουν σε εμφυτεύσεις σιλικόνης και λιποαναρρόφηση.

Ινδάλματα κάθε αχλαδομούνας είναι φυσικά οι Jennifer Lopez, η Βeyoncé, η Shakira το ψωλαρμενάκιKim Kardashian και η Κατερίνα Γκαγκάκη.

- Λίλιαν: Θεόμουνό μου εσύ, if I told you had a beautiful body, would you hold it against me;

- Λαόυρα: 'φχαριστώ βρε φιλενάδα, αλλά δεν ήμουν πάντα έτσι. Γεννήθηκα – σνιφ-σνιφ- κλαψ-κλαψ! – αχλαδομούνα!

- Λίλιαν: Δεν το πιστεύω! Και πως έγινες τέτοια κλεψυδρομούνα;

- Λαόυρα: Το κερασάκι στη τούρτα ήταν όταν το slang.gr ανάρτησε μύδι μου με λεζάντα «εκτο-ενδομορφική αχλαδομουνοπατσαβούρα» στο λήμμα σαβουρογαμόσαυρος. Την έκανα αμέσως για San Diego όπου έβαλα ψεύτικες βυζούμπες, έκανα λιποαναρρόφηση, φόρεσα πεοχειλουδάκια και προσέλαβα τον ΡΤΠ για πέρσοναλ τρέηνερ!

- Λίλιαν: Tom Pοusti!!

Βλ. και αχλαδομουνοπατσαβούρα, αχλάδω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ελληνική απόδοση του όρου sexting, της μόδας που θέλει την νεολέρα να ανταλλάσσει γυμνές φωτογραφίες τους μέσω των κινητών τους. Εκ των γυμνό και μήνυμα.

Η υπέροχη αυτή πρακτική έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας, καθώς σύμφωνα με έρευνα του Teenage Research Unlimited, το 22% των έφηβων κοριτσιών και 18% των αγοριών έχουν ανταλλάξει γυμνύματα.

Ένα εγγενές ρίσκο που ενέχει ο γυμνυματισμός είναι ότι, μετά τον χωρισμό, ορισμένοι τσόγλανοι διοχετευτούν εκδικητικά τα γυμνύματα των πρώην στο ευρύ κοινό είτε μέσω κινητού είτε μέσω συσιφονίου. Η πρακτική αυτή αποκαλείται αποστολή μπαγαποντογυμνυμάτων.

Λίλιαν: Ακόμα δεν το πιστεύω, ο Πέρι με τον γερομπινέ Μπρίλιο από την μαρτυρική μεγαλόνησο... Λάουρα: Νομίζω ήρθε η ώρα να διαρρεύσουν τα γυμνύματά του! Λίλιαν: Μ.Α.Ο.– Μ.Α.Ο.!

Δες και μούνυμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο αρχιπαλιόπουστας. Ο πούστης με τριπλό λειρί. Ο αρχηγός του πουστροκοτετσιού. Το πάνθεον της πουστιάς. Ο πούστης με τα πολλά ένσημα. Ο πουστοπατέρας.

  2. Ο άνθρωπος του οποίου ο λόγος αξίζει λιγότερο κι από το σκατό μιας κάμπιας.

Μιλάμε γιά μεγάλο πούστη. Για πούστη με λειρί. Για τριλειρόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά εκ του αγγλικού post-op, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από σύντμηση του post-operation, δηλαδή μετά την εχγείρηση. Όπου βέβαια «εγχείρηση» δεν είναι ούτε σκωληκοειδής απόφυση, ούτε αμυγδαλές, αλλά η αφαίρεση του κάτω συστήματος, της οικογένειας ολόκληρης, μπαργαλάτσου και αρχιδόμπαλων συμπεριλαμβανομένων. Στην θέση τους προφανώς προστίθεται ψωλότσεπη, η επονομαζόμενη και χοάνη, για τους μη μυημένους μουνί.

Το τραβέλι που έχει κάνει το μεγάλο βήμα είναι πλέον ποστόπι, ενώ οι άλλες οι κραγμένες είναι απλά pre-op και άρα έχουν ακόμη ένα στάδιο μέχρι να χαρακτηρισθούν εντελώς τελειωμένες.

Η έκφραση χρησιμοποιείται τόσο για να περιγράψει κυριολεκτικά άτομο της κατηγορίας Αναΐς από το Παναής, όσο και για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά κάποιον που είναι εντελώς φλωρόκουπας και συμπεριφέρεται σαν να μην έχει αρχίδια και τσαγανό.

Το ποστόπι μόνο καταχρηστικά μπορεί πλέον να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως ζμπούτσαμ, στον πούτσο μου λουλούδια και θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, μπορεί όμως θαυμάσια να λέει στο μουνί μου το ιδιότροπο και, αν είναι της περιοχής, μουνί απ' τα Καλάβρυτα.

Απαντάται ενίοτε και στην εισέτι υποτιμητικότερη εκδοχή η ποστόπα, οπότε και συντάσσεται αποκλειστικά με το «ου μωρή».

Προσοχή: Να μη συγχέεται με το τυφλοκόπι. Καμμία σχέση...

  1. - Τι θεόμουνο είναι αυτή η Τζίλντα ρε μεγάλε...
    - Νννναι... Τώρα που είναι ποστόπι εννοείς, διότι πριν από λίγο καιρό ήταν ψωλαρέος με βυζιά.
    - Τι λες τώρα;!!

  2. - Και πώς να της το πω δηλαδή; Θα πάω έτσι εκεί και θα της το ξεφουρνίσω; Θα με πάρει με τις πέτρες. Πώς να το κάνω; Φοβάμαι...
    - Πω πω ρ' αδερφάκι μου, τι ποστόπι είσαι 'συ; Grow some balls ρε μαλάκα! Κι άμα σου πει και τίποτα, ρίξε και κανά δυό ψιλές να κουλάρει το μουνί της λάσπης και του αγρού...

  3. - Σιγά μην πάω να του κάνω θέμα του κυρίου Σκορδοπούτσογλου. Δεκαπέντε τοις εκατό μείωση μισθού δεν είναι και τόσο άσχημα υπό αυτές τις συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης και...
    - Ου μωρή ποστόπα! Ου ρε! Χεζμεντέν έτσι; Νταξ ρε μαλάκα, θα πάω μόνος μου να καθαρίσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «εργατοπατέρας», ο πούστης, κατά κανόνα γερομπινές (με την καλή έννοια) που είναι πούσταρχος και διατηρεί ολόκληρη πουστωδία από νεαρότερα στην ηλικία πουστράκια, τα οποία ενισχύει, επιβοηθεί, προωθεί και γενικά παγιώνει στην δέσμευση και στράτευσή τους στο πουστρηλίκι.

Ίσως και ο πούστης που υιοθετεί παιδί (στο εξωτερικό πιο πολύ συμβαίνει μέχρι αποδείξεως του εναντίου).

Ασίστ: Μάρκο ντε Σαντ.

Ύστερα από τον γάμο στην Τήλο μαζευτήκανε όλοι οι πουστοπατεράδες και συνεδριάζανε πώς να ενισχύσουν τον Τήλιο δήμαρχο που βάλλεται.

Ψηλά τις σημαίες, κορίτσια ! (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κορασίς, που συνδυάζει τις ιδιότητες της σλανγκ, του φραπέ, του χταποδιού και της λιμπιντιάρας, όλα τα παραπάνω με την καλή έννοια βεβαίως βεβαίως! Παραμένει ανοικτό ζήτημα αν η ως άνω κορασίς είναι υπαρκτό πρόσωπο ή αποτελεί μυθοπλασία. Σε κάθε περίπτωση παραμένει η ονείρωξη των Σλάνγκων Δράκων.

Πηγή: Vrastaman. (Ποιος άλλος;).

Σλάνγκος: Φοβερή σλανγκοφραπολιμπιδιάρα σου λέω!
Σλανγκαρχίδης φίλος: Ξέχασες ένα -χταπο.
Σλ.: Οκ, πάμε πάλι: Φοβερή σλανγκοφραποχταποδολιμπιδιάρα σου λέω!
Σλ.αρχ.: -χταπό τό 'χει ο Βράστα, όχι -χταποδό.
Σλ: Ωχ, δεν αντέχεσαι ρε φίλε! Πάμε πάλι: Φοβερή σλανγκοφραποχταπολιμπιδιάρα! (Ουφ, τό 'πα!). Μου έκανε φραπέ και ταυτόχρονα με καύλωνε χρησιμοποιώντας εκατοντάδες λήμματα του slang.edu. Να φανταστείς ούτε μια φορά δεν μου τον είπε «πούτσο», αλλά τον έλεγε με τις εκατοντάδες ονομασίες του σάιτ, τη μια μπαργαλάτσο, την άλλη μούτσος, την παράλλη μαστραλέκο! Μιλάμε για γούστα!

Το μασκοτ (από Vrastaman, 20/03/09)Στην άγνωστη σλανγκοφραποχταπολιμπιδιάρα !!! (από Vrastaman, 21/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα, η οποία δεν έχει ουδεμία σχέση με ξυραφάκια, κερί αποτρίχωσης και γενικότερα με όλα τα αποτριχωτικά μέσα!

Ο ορισμός έχει προέλευση από την γεωπονική-γεωγραφία όπου τούνδρα ονoμάζεται η χαμηλή βλάστηση που επικρατεί σε βορειότερες περιοχές.

Πως είσαι έτσι, μωρή τούνδρα;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;

Δες και μπαγαποντοξούρα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαρά των μπάρμεν και των μπουζουκο-ιδιοκτητών. Πιες-πιες, έχεις γίνει κουδούνι και το πολύ-πολύ να καταφέρεις να τσιμπήσεις κανά βυζί αν είσαι γρήγορος. Γίνεσαι ρόμπα χωρίς να αποκομίσεις τίποτα. Άσε που αυτοί που ξέρουν, γελάνε πίσω από την πλάτη σου.

Το συγκεκριμένο είδος γκόμενας έχει επικηρυχτεί από τους ταξιτζήδες γιατί προκαλεί αθέμιτο ανταγωνισμό.

- Έχεις εκατό ευρώπουλα να με δανείσεις; - Τί έπαθες; - Τίποτα. Επένδυσα σε τζαμπακαβλώστρα.

Φάτε μάτια ψάρια... (από Marco De Sade, 21/03/09)

Βλ. και ανάφτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified