Further tags

Μονάδα μέτρησης (υπό ένταξη ακόμα στα διεθνή συστήματα MKS και CGS, λόγω γραφειοκρατίας του κράτους των Βρυξελλών) της σεξουαλικής δραστηριότητας του υπό εξέταση υποκειμένου σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η μαθηματική του περιγραφή είναι ΠΧΛΜ.

Υπολογίζεται βάσει του μαθηματικού τύπου (μπ * f) / 100.000, όπου:

μπ είναι το μέγεθος πέους (κατ' άλλους προκύπτει από το «μπούτσος»), εκπεφρασμένο σε εκατοστά, δυνάμενο να πάρει τιμές από 1 εκ. έως 50 εκ., (1 ≤ μπ ≤ 50) για να μην το ξεφτιλίσουμε κιόλας...

f η συχνότητα των σεξουαλικών συνευρέσεων σε απόλυτα νούμερα, δυνάμενη να πάρει τιμές από 0 έως το άπειρο, (0 ≤ f < ∞).

Απαραίτητες διευκρινίσεις: (α) η μαλακία ΔΕΝ μετράει, παρά τις επίμονες προσπάθειες και έντονο lobbying των απανταχού της υψηλίου παιχτών, (β) όπως και με τα καλοκαιρινά μπάνια, ΝΑΙ, μετράνε και τα απογευματινά ως ξεχωριστά, δηλαδή όσες φορές τη μέρα πέσει ο πήδος, γράφει το κοντέρ και (γ) δεν χρειάζεται μεν να υπάρξει απτό προϊόν της πράξης, αλλά πρέπει αυτή να διαρκέσει τουλάχιστον 5 λεπτα ώστε να καταγραφεί ως κανονική και όχι απλά ως προσπάθεια χακεύματος του συστήματος.

Βλέπε και πεοχιλιόμετρα για μία περιφραστική περιγραφή του όρου.

  1. (απλό)
    Έστω πέος εν στύσει μεγέθους 22 εκατοστών, το οποίο έχει συνευρεθεί σεξουαλικώς το 2009 265 φορές. Να υπολογισθεί ο δείκτης των πουτσοχιλιομέτρων ΠΧΛΜ.

Λύση: Αν μπ=22 και f=265, τότε ΠΧΛΜ = (22 * 265) / 100.000 = 0.0583, ήτοι 58,3 πουτσόμετρα.

  1. (σύνθετο)
    Έστω πέος του οποίου το μέγεθος εν στύσει έχει πάρει τιμές από 18 εκατοστά έως 23 εκατοστά κατά τη διάρκεια της σεξουαλικά ενεργής ζωής (ΣΕΖ) του κατόχου του, η οποία για τις ανάγκες της παρούσας άσκησης υπολογίζεται σε 52 έτη. Κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας ΣΕΖ, ο κάτοχος του πέους συνευρέθη σεξουαλικώς άπαξ όλες τις εργάσιμες ημέρες (πλην ΣΚ). Να υπολογισθεί προσεγγιστικά ο δείκτης πουτσοχιλιομέτρων ΠΧΛΜ.

Λύση: Με την παραδοχή ότι η διαφορά Δ του μεγέθους του πέους προέκυψε γραμμικά κατά τη διάρκεια της ΣΕΖ, υπολογίζουμε τον μέσο όρο του μεγέθους χωρίς στάθμιση για τα έτη. Έτσι το μέσο μέγεθος μπ διαμορφώνεται σε 20,50 εκατοστά. Σ' ότι αφορά το f, υπολογίζεται ότι το υποκείμενο ήταν σεξουαλικά ανενεργό για 104 ημέρες κατ' έτος (52 εβδομάδες * 2 ημέρες του ΣΚ), άρα ήταν σεξουαλικά ενεργό για 261 ημέρες, χωρίς να υπολογίζονται τα δίσεκτα έτη, δεδομένης της εκφώνησης για προσεγγιστική λύση. Συνεπάγεται ότι το f διαμορφώνεται σε 13.572 (52 έτη * 261 ημέρες).
Έτσι, ο δείκτης ΠΧΛΜ ισούται με (20,50 * 13.572) / 100.000, δηλαδή με 2,7823 πουτσοχιλιόμετρα.

Μεχρι το απειρο κι ακομα παραπεραααααα (από Vrastaman, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετος όρος που αποτελείται από το πρόθεμα πουτσο- (με την κυριολεκτική έννοια αλλά και με την -για τον πούτσο- έννοια), και την σλανγκ, όπως απεικονίζεται στο σλανγκρ.

Ο όρος ομπρέλα αναφέρεται:

α) σε όλα εκείνα τα πιπεράτα λήμματα που ανθούν στο σλανγκρ, τύπου αδημουνώ, αχλαδομουνοπατσαβούρα, εθελοντής πουτσοδότης, πουτσομεζές κ.λ.π., τα οποία αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο των λημμάτων.

β) στα ίου λήμματα, τα οποία ακροβατούν μεταξύ σεξουαλικού και εμετικού περιεχομένου. Ο λόγος είναι ότι στα ιταλικά, πούτσα (puzza) σημαίνει βρώμα (ουσιαστικό αλλά και ρήμα στο γ' ενικό).

Παράγωγo: πουτσοσλανγκιστής (ο σλάνγκος με έφεση στα πουτσολήμματα και όχι ο σλάνγκος για τον πούτσο)

Άμα περπατήσει ο όρος, θα βάλω και παραδείγματα!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ρήματος φασώνω. Η κοπέλα η οποία συμμετέχει ενεργά σε φάσωμα. Παραπέμπει ηχητικά στο «μαθητευόμενη», το οποίο συμβολίζει τη διάθεση για μάθηση / φάσωμα.

- Η Τούλα, παρότι ντροπαλή, πλέον έχει γίνει αστέρι!
- Ε τι περίμενες; Τόσα χρόνια φασητευόμενη κάτι έμαθε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη λέξη για τις βρισιές: σχηματίζεται από τις βωμολοχίες και τα βρωμόλογα, έτσι για να δώσει περισσότερη ένταση στο μπινελίκι. Ενίοτε υπονοούν τη σεξουαλική απόχρωση που μπορεί να έχουν τα βρωμόλογα (βλ. παράδειγμα)...

  1. (τις ευχαριστίες για την ασίστ στον φίλο μου Νίκο!)
    - [...] και την βάζω στα τέσσερα και μου αρχίζει τα «σκίσε με καύλαρε» και κάτι τέτοια... Ε μου γυρνάει το μάτι και την αρχίζω σε κάτι βωμόλοχα και κωλοσκάμπιλα που έγινε κόλαση!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιθανότατα προέρχεται από το αγγλικό cockblocked που δηλώνει την διακοπή της σεξουαλικής πράξης από τρίτο πρόσωπο, από αμέλεια ή δόλο.

- Και πάνω στην ώρα που είμαι έτοιμος να μπω, χτυπάει η πόρτα και είναι η ξαδέρφη της που έχουν να μιλήσουν από πέρσι και έπαθα κοκομπλόκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο πάρσιμο, γαμήσιμος, φακάμπλ.

- Γιατί δε βγαίνεις με το Βαγγέλη ρε Πόπη;
- Δεν ξέρω, είναι λίγο κάγκουρας...
- Ναι αλλά είναι πάρταμπλ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχεις υπόψη σου τον καταρράχτη Νιαγάρα; Φσντάσου τώρα ένα κολοσσιαίο αιδοίο στη θέση του... That's right!

Με άλλα λόγια το αιδοίο που έχει υγρανθεί τόσο πολύ που νομίζεις ότι αν τον κόψεις και το βάλεις στόχο από μακριά, θα μπει τόσο εύκολα όσο έβαζε τα τρίποντα ο Μάικλ Τζόρνταν.

Και για να με νιώσεις περισσότερο, άσκηση για το «σπίτι» (ναι με «» γιατί μπορεί να μη σας εμπνέει το σπίτι σου βρε αδερφέ): Παρατήρησε πόσο έχει υγρανθεί το μουνί της γυναίκας σου 5 λεπτά αφού της τον βάλεις! Δε γαμιέστε, απλά γλυστράτε! Δεν γαμάς γυναίκα, αλλά θάλασσα!

- Για πες ρε κολλητέ, τί λέει η μικρή στο κρεβάτι;
-Τ α πάμε πολύ καλά, μουνιαγάρας γίνεται όταν το κάνουμε!

Παγωμένος Νιαγάρας (από Khan, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλητάμπουρας + γαμώ! Ο ξέμπαρκος που γαμεί ό,τι βρει, εφόσον χαρακτηρίζεται από έλλειψη προτύπων γυναικείας ομορφιάς. Είναι η «ευτελής» έκδοση του γαμίκουλα.

Στο μυαλό μου, είναι ο τέλειος τύπος για τσόντα... Ο Γκουσγκούνης!!

- Πωπω ρε δικέ μου! Τι κάνει αυτός ο Βασίλης και γαμάει συνέχεια;
- Σιγά ρε μαλάκα. Τέτοιος αληγάμουρας που είναι, τί περίμενες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλιγάτορας + γαμώ!

Το πρώτο συνθετικό αλιγάτορας, έχει σκοπό να αποδώσει με όσο το δυνατόν εκφραστικότερο και ζωντανότερο τρόπο, την προσήλωση και την ψύχωση προς στο αντικείμενο που αρεσκόμεθα να καλούμε... «μουνί».

Όπως ο αδίστακτος αλιγάτορας, ένας πραγματικός δολοφόνος της φύσης, θανατώνει το θήραμά του, έτσι κι ο αληγάμουρας γαμάει το θήραμά του.

Είναι, με άλλα λόγια, ο τύπος που όχι απλώς γαμάει, αλλά σαρώνει στην κυριολεξία. Ο τύπος ανδρός για τον οποίο το μουνί δεν είναι πλέον διασκέδαση, αναπαραγωγή ή έστω και χόμπι. Είναι αντικείμενο σπουδών, τροφή και στη χειρότερη...; ΠΡΡΡΕΖΑΑΑΑΑΑ!

Φυσικά τέτοιου είδους όντα καταντάνε να καταλάβουν γύρω στα 50 τους ότι δεν έκαναν τίποτε το χρήσιμο και αξιοσημείωτο στη ζωή τους, αφού αναλώθηκαν εκεί, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στην ψυχολογική τους κατάρρευση.

ΕΓΩ!
PS: ΒΟΗΘΕΙΑ...

(από Vrastaman, 19/09/10)Κι ο Αλή Πασάς, ως αλη γάμουρας πηδούσε τα πάντα (*.*) (από GATZMAN, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που περιγράφει νεαρό, καλοσχηματισμένο και κοντό κοπελάκι. Όχι όμορφο αλλά ναζιάρικο. Σα τη Κοκκινοσκουφίτσα αλλά στην πουτανί εκδοχή της. Κάτι σαν το καβλοράπανο αλλά στο πιο πρόστυχο. Στην τελειότερη εκδοχή της, η πουτανοσκουφίτσα διαθέτει αθώα φατσούλα που παραπέμπει σε σαδομαζοχιστικά όνειρα.

Συνήθως χώνεται σε μια παρέα, την πέφτει σε όποιον τον έχει φάει η μαλακία περισσότερο απ' τους άλλους, πηδιούνται για μία και μοναδική φορά, και μετά την πέφτει κάθε μέρα και σε άλλον απ' την παρέα. Εννοείται ότι στον επόμενο λέει ότι ο προηγούμενος τον είπε «μαλάκα» προκειμένου αυτοί να τσακωθούν και αυτή να καλύψει τα ίχνη της. Αυτό το βιολί συνεχίζεται μέχρι να κάνει όλη την αντροπαρέα ένα μάτσο χάλια ή και μουνί καπέλο. Εξαφανίζεται το ίδιο αιφνιδιαστικά όπως εμφανίστηκε.

Η αναφορά στην Κοκκινοσκουφίτσα δεν είναι τυχαία. Η παραμυθένια ηρωίδα εμφανίζεται ως αθώα παιδούλα στην αρχή, αλλά στο τέλος τον λύκο τον ξεφυτίλιασε (όρος που θα προστεθεί στο μέλλον).

Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και τα λήμματα πουστρόλυκος και πουστρογυριστούλης.

- Τι έγινε ρε μαλάκα; Πού χάθηκες;
- Εγώ πού χάθηκα; Εσύ έχεις να πάρεις τηλέφωνο από πέρσι. Και δε μου λες μπάϊ δε γουέι, με κείνη τη ψιψινέλ τη Μαρία τα έχεις ακόμα;
- Όχι ρε. Χωρίσαμε σχεδόν την ίδια μέρα. Εξαφανίστηκε, ούτε που κατάλαβα τι έγινε. Εγώ νόμιζα ξαναγύρισε σε εσένα.
- Παπάρια γύρισε σε εμένα. Μας έκανε όλους άνω κάτω και εξαφανίστηκε η πουτανοσκουφίτσα.

Πού είναι ο λύκος να του ρίξω ένα μουνί; (από Khan, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified