Further tags

Η στιγμή όπου η αύρα του σώματος αντιλαμβάνεται πως κάτω από τα μπούτια μας περιμένει ένα παγωμένο στεφάνι λεκάνης. Ο επιστημονικός όρος είναι προχεσαλγία. Οι Ιάπωνες ως πρωτοπόροι στην τεχνολογία έχουνε βγάλει θερμαινόμενα στεφάνια για την καταπολέμηση αυτής της μάστιγας του 21ου αιώνα.

Τα καλοριφέρ στις τουαλέτες είναι χαλασμένα. Καλή προχεσόπικρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μη μπερδεύεστε δεν πρόκειται για τη βιομηχανική κλέμα. Πρόκειται για σαρδάμ με νόημα.

Είναι σύνθετη λέξη και απαρτίζεται από τις λέξεις κλέψιμο και ψέμα. Θα ειπωθεί κυρίως υπό εκνευρισμό, σε διαδικασίες η καταστάσεις ανταγωνιστικές μεταξύ ατόμων.

Κοινωνικές ομάδες που πιθανόν να την εκστομίσουν, είναι οπαδοί φίλαθλοι και στοιχηματίες, χαρτόμουτρα γκέυμερς και όχι μόνο. Χαρακτηριστικό δε της λέξης αυτής, ακριβώς επειδή το 99,9% των φορών θα προκύψει απο σαρδάμ παρά από λογική σκέψη, είναι ότι την πρώτη φορά που θα ειπωθεί, θα ακολουθήσει μια μικρή παύση ξαφνιασμού του στυλ τι είπα τώρα ο μαλάκας, που τη σειρά της όμως θα κλέψει η συνειδητοποίηση της κατάστασης επιβεβαιώνοντας έτσι στον αδικημένο ότι ναι, έχει πέσει θύμα πλεκτάνης, τον έκλεψαν και το αποτέλεσμα ή η διαδικασία αυτή καθ'αυτή είναι ψεύτικη.

Με άλλα λόγια ο ηττημένος επικαλείται την μη εγκυρότητα της διαδικασίας στην οποία συμμετείχε κηρύσσοντας έτσι την ήττα του ψεύτικη. Το κλέμμα διαπιστώνεται κυρίως κατά τη διάρκεια διαδικτυακού παιχνιδιού που λόγω κακής σύνδεσης ο παίχτης χάνει κάποια φρέιμς απ' το παιχνίδι, και μη βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο έχασε αρχίζει να ωρύεται πως το παιχνίδι τον κλέβει και πως έχασε με ψεύτικο τρόπο.

  1. - Καλα ρε μαλακα Γιώργο τόσο άσχετος ήσουν στο DragonBall δε το ήξερα...
    - Είσαι μπινές που θα με πεις και άσχετο, δε βλέπεις ότι το παιχνίδι είναι κλέμμα ρε μαλάκα;!

-2. - Α ρε κωλοβαζελίνες, σας πεθάναμε μέσα στο γαβροτίγανο τη κυριακή...
- Τι μιλάτε ρε γαύροι λαγοί να πούμε, αφού και η διαιτησία πουλημένη ήτανε, κλέμμα το παιχνίδι κλέμμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονοκέφαλος γενικά, χρησιμοποιείται όμως κυρίως αντί του χανγκόβερ.

Εκ του αγγλικού headache.

  1. Πω, τι χέντακας είναι αυτός!

  2. - Μέρα, τι λέει;
    - Τι να λέει, έχω ένα χέντακα, λες και με χτύπησε τρένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταζόμαστε ένα παραδείσιο δέντρο που έχει λεφτά αντί για καρπούς και οι άνθρωποι το μόνο που χρειάζεται να κάνουν είναι να σηκώσουν το χέρι τους και να τα πάρουν. Δεν χρειάζεται ούτε να δουλέψουν, ούτε να σπάζουν το κεφάλι τους πώς θα ζήσουν.

Στην Ελλάδα της κρίσης ο όρος λεφτόδεντρο χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο ενός κυρίαρχου ντίσκουρς που ασκεί κριτική για έλλειψη υπευθυνότητας. Λ.χ. για τις δεκαετίες της μεταπολίτευσης που (υποτίθεται ότι) τρώγαμε δανεικά που δεν έβγαιναν από παραγωγικές διαδικασίες και όλοι ζούσαμε σε μια εδεμική αφέλεια. Ή μπορεί αντιστρόφως να καυτηριάζονται και οι πολιτικοί του σήμερα που νομίζουν ότι έχουν βρει λεφτόδεντρο φορολογώντας τους ίδιους πάντα μισθωτούς, συνταξιούχους, επιχειρήσεις, χωρίς να προωθείται αποτελεσματικά η ανάπτυξη. Επίσης, για λεφτόδεντρο μιλάμε σε περιπτώσεις τύπωσης πληθωριστικού χρήματος. Ή όταν περιμένουμε να βγάλουμε χρήμα από μία μοναδική πηγή την οποία υπερεκμεταλλευόμαστε, όπως λ.χ. ο τουρισμός, αδιαφορώντας να βρούμε άλλες. Γενικά, σε αυτές και άλλες περιπτώσεις ο σκοπός είναι να θιγεί η έλλειψη υπευθυνότητας και η παιδικότητα με την οποία κάποιος νομίζει ότι θα έχει λεφτά χωρίς να δουλεύει, παράγει κ.ο.κ. (Τα παραπάνω δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο συμπολίτες μας να ονειρεύονται ειλικρινώς και χωρίς διάθεση (αυτο)ειρωνείας την ύπαρξη λεφτόδεντρων).

1. Σκέφτεστε να υπήρχε ένα λεφτόδεντρο και να μαζεύαμε όλοι κάμποσα; Η μήπως Χαβάη όλη μερα μασάζ, αχαλίνωτο κλάμπινγκ και ύπνο;

2. Προσοχή! Το νέο λεφτόδεντρο ονομάζεται «ανείσπρακτοι φόροι»
Ακούσατε και εσείς στις ειδήσεις για τα 58 δις ανείσπρακτων φόρων; [...] Δεν μου λέτε και ΠΟΙΟΣ θα τους πληρώσει; Ή μάλλον ΠΩΣ;;; Οι εταιρείες που έκλεισαν; Οι εταιρείες που έχουν στεγνώσει από μετρητά; Δεν καταλαβαίνετε ότι και να υπήρχαν μεγαλοοφειλέτες, θα προτιμούσαν να πάνε σε άλλη χώρα; Ή μήπως νομίζετε ότι βάζοντας φυλακή όποιους χρωστάνε και δεν έχουν πλέον ούτε ευρώ στην τσέπη τους, θα αλλάξει κάτι; Θα τους ταΐζουμε και με έξοδα του κράτους, γατάκια …

3. Όμως, θα καρποφορούν τα λεφτόδεντρα, θα κόβουμε χρηματόφυλλα απ’ αυτά, και θα κάνουμε τις δουλειές μας. Με ταχύτητα θα ανοίξουν οι θέσεις εργασίας, και όλα θα δουλεύουν πάλι:
-Τουρισμός,
-Αγροτικός τομέας,
-Μικρομεσαίες επιχειρήσεις (που θα ανακτήσουν την εσωτερική αγορά που έχασαν, π.χ. θα φύγουν τα ΙΚΕΑ και θα ξανανοίξει ο κυρ Βαγγέλης που έφτιανε έπιπλα στο υπόγειο του, θα φύγει το Carrefour και θα ξανανοίξουν οι μπακάληδες της γειτονιάς, θα φύγουν τα Starbucks και θα ξανανοίξουν τα καφενεία με την πρέφα που ο καφές έκανε 2,50 δραχμές (και όχι 4,50 ευρώ), θα κλείσουν τα ναυπηγεία στην Κορέα και θα ξανανοίξει ο Σκαραμαγκάς και η ζώνη του Περάματος, θα κλείσουν τα Village τα Odeon και τα Ster που ούτε διάλειμμα δεν κάνουν, και θα ξανανοίξουν το Αττικόν, το ΡαδιοΣίτυ, το Έμπασσυ, το Σινεάκ, όλο τέτοια θα γίνουν).
-Δημόσια έργα.
Όλα καλά θα πάνε. Αυτό το κωλοευρώ φταίει.

(από Khan, 20/10/13)(από Khan, 20/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Συν + ηδονή, συνολική-συλλογική ασυνείδητη ηδονή, κοινωνική ηδονή, δείκτης κοινωνικής αυταρέσκειας.

- Η συνηδονή της Θεσσαλονίκης είναι στα ύψη...
- Λέτε να πέσει ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ'το χέζω, χέσιμο, σκατό, σκατίλα, χεσίλα.
Ακούγεται λίγο πιο αηδιαστικό, ίσως και λίγο πιο υγρό. Μάλλον κοντεύει περισσότερο στο τσιρλιό.

  1. Έριξα μια χεσίλα, άλλο πράγμα.

  2. Μ' έπιασε μια χεσίλα... κάτσε καλά!

(από bright, 21/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παίρνω στην κράνα με μαλακία που έχει κάνει άλλος. Ο όρος προέρχεται από ελληνικό σατιρικό κόμικ.

- Ρε συ, ο Μπάμπης βάζει λόγια για σένα στη Νίκη!
- Α το σκουλήκι! Τώρα μπουτζαγκλαντίστηκα για τα καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του θέματος κόπρ(ο)- και της παραγωγικής κατάληξης -άρω (βλέπε και browsάρω, τσεκάρω, ρετάρω).

Το ρήμα που περιγράφει την περιήγηση στην ζωή δίκην άεργου κυνός.

Συνώνυμα: αράζω, τεμπελιάζω, τεμπελχανιάζω, χαζεύω, μαλακίζομαι.

- Πού 'σαι, ρε μαν; Θα κάνουμε τίποτες την Παρασκευή το βράδυ;
- Ρε Κώτσο, πότε θα στρώσεις την κωλάθρα σου να διαβάσεις; Πάλι θα κοπράρουμε;
- [...]
- Πάμε κάναν Ερυθρό Λέοντα για καμιά μπυρωίνη;
- Μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε συνήθως για τον καιρό υποδηλώνοντας τις μέρες εκείνες της Άνοιξης ή του Φθινοπώρου που όταν πρόκειται κάποιος να παραγγείλει καφέ, διστάζει για το αν θα πιει κάτι ζεστό ή θα προτιμήσει παγωμένο φραπεδάκι.

Τα credits στον Νίκο Ζαχαριάδη (Athens Voice)

- Άσε φίλε, κόλλησα το πρωί στο φούρνο. Με ρώτησε η τύπισσα τι καφεδάκι να φτιάξει και το σκεφτόμουν μια ώρα...
- Με τέτοια ζέστη που κάνει Οκτώβρη μήνα, με το δίκιο σου! Πολύ αμφίφραπος ο καιρός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο δριμύτρελος σε φόρουμ στο ιντερνέτι, και κάνει μια δυναμική επιστροφή στην παρέα που την έχει κουφάνει με τις παπαρολογίες του, καθότι ξερόλας και προφέσορας:

- Χαιρετώ τους αγαπητούς και φίλτατους συνδαιτυμόνες, σας έλειψα; Λοιπόν...με βάση την ετεροχρονισμένη δομική αντιπαλότητα του λαϊκού προτσές, μπλα, μπλα..

Επέστρεψε δυναμικά, θέλοντας να κατατροπώσει τα πλήθη, επέστρεψε δριμύτρελος.

Δες και δημήτριος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified