Αυτός που αφορά spam, που έρχεται σε απρόσκλητη επικοινωνία, συνήθως με σκοπό τις πωλήσεις ή την προώθηση ιδεών. Ενοχλητικός, γλοιώδης, 80s απατεώνας.

Είναι Spamστικό να μου υποδεικνύει κάποιος τι να αγοράσω.

βλ. και σπαμστικός, σπαμαρχίδας, σπαμεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άπαιχτος, ο ασυναγώνιστος. Γκρηκλισμός από το άπαιχτος και την κατάληξη -able που δηλώνει στα αγγλικά ιδιότητα, π.χ. predictable σημαίνει προβλέψιμος από το predict (προβλέπω) και την κατάληξη -able, ή affordable=εφικτός κ.λπ.

Ανπαίκταμπλ ο τύπος. Ήξερε όλη τη βαθμολογία του καμπιονάτο!

Καλά, ο Σουμάχερ ανπαίκταμπλ. Τερμάτισε πρώτος με τη ρόδα φευγάτη!

Πήγαμε Λευκάδα φέτος. Ανπαίκταμπλ!

Δες και ανπαίζαπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «ρομαντικός» και «βρώμα». Ατάκα Καραγκιόζη από παλιά, αρχές του 20ου αιώνα, τουλάχιστον. Ήταν ιδανικό ο ρομαντισμός, στην αστική κοινωνία της Αθήνας, αλλά ο Καραγκιόζης ήταν η πικρή καθημερινότητα.

Καραγκιόζης: Έλα να κάτσουμε εδώ, δίπλα στην παράγκα, είναι πολύ βρωμαντικά!

Got a better definition? Add it!

Published

Εκείνος που έχει μικροσκοπικά μπαλάκια (αρχίδια).

- Ποιος κατούρησε στην λεκάνη;
- Ο γαταρχίδας ο Σιλβής που τα αρχίδια του είναι σαν κεράσια.

ε, όχι και μικρά μγμσ! Και μια ουρά να! (από BuBis, 04/10/09)(από Vrastaman, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οντολογικοσλάνγκ όρος αναφερόμενος σε πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις θεωρούμενες ως γεγονότα, ένεκα ψευδαίσθησης, αυθυποβολής, ή τυφλής πίστης του συλλογικού ασυνειδήτου, απορρέουσας από την έντεχνη και συνεχή προβολή τους ως πραγματικότητες.

Αναλυτικός ορισμός: Κάτι που γίνεται αποδεκτό σαν γεγονός παρά το ότι δεν είναι ή μπορεί να μην είναι, μία υπόθεση ή αυθαίρετος ισχυρισμός που αναφέρεται και επαναλαμβάνεται τόσο συχνά ώστε από τον πολύ λαό να εκλαμβάνεται ως αλήθεια.

Μετάφραση από το αγγλικό «factoid».

Αν αναρωτιέστε γιατί αυτό να μπει στο σλανγκ: διότι είναι ένας αδόκιμος, νεοεισηχθής «made-up» όρος, ακόμη κι αν επινοήθηκε από πανεπιστημιακούς κύκλους.

Θείος: Γεια σου, λαντ! Τι νέα από το λόγγο;

Ανιψιός: Γεια σου θείε ΜακΛήρ! Άσε, οι αγρότες σκιάχτηκαν το πρωί, αφού λένε πως αντίκρισαν τη Νέσυ, να έχει βγάλει το κεφάλι από τη λίμνη στην όχθη και να προσπαθεί να φάει ένα κοπάδι κατσίκες...

Θείος: Πφφφ, αυτό το «γεγονοειδές» της θέασης του τέρατος έχει επηρεάσει πολύ κόσμο και βλέπουν ό,τι θέλουνε, οι αγράμματοι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.

-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο: Χαρακτηρίζει μια πολύ κοντή φουστίτσα ή ένα ιδιαίτερα χαμηλοκάβαλο παντελόνι που αποκαλύπτει το μέρος του σώματος ανάμεσα στον μηρό και στο υπογάστριο.

Ουσιαστικό: Πρόκειται για το πιπινοειδές ον που φέρει το ως άνω ένδυμα.

- Και τώρα μια αποκλειστική είδηση του STAR: αδυνατεί η τροχαία να εξηγήσει την μυστήρια αύξηση ατυχημάτων που παρατηρούνται ....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύκωλοι αποκαλούνται με νόημα όσοι διαθέτουν κώλο αναφοράς.

Εκ των εὖ και κῶλος.

Πλάστηκε από τον Cunning Linguist σε διάλογό του με τον διακεκριμένο πλαθολόγο και ακτιβιστή Λύο Καλοβυρνά στο περιθώριο εαρινής συνάντας του σλανγκρρ (βλ. παράδειγμα).

Ασιστ: patsis, ironick. Δ.Π.: Khan.

Λύο: - Ψάχνω ρε παιδιά μια λέξη για τον άντρα που έχει ωραίο κώλο.
Ironick: - Χμμμ...
Cunning Linguist: - Εεε... [χαϊδεύει το μούσι - θυσία στον Ε.Σ. κι αυτό τεσπά...]
Patsis: - Κοίτα... Εεεε...
[και μετά του λέει ο] Cunning Linguist: - ΕΥΚΩΛΟΣ! [και μας έστειλε όλους!]

(Βλ. Πρακτικά Συνάντας Σλανγκρρ, Μάιος 2009)

Η Βραζιλιάνα Melanie Nunes Fronckowiak πρόσφατα ψηφίστηκε η πιο «Εύκωλη Γυναίκα του Κόσμου». (από Vrastaman, 01/12/09)Εύκωλοι, όπως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι! ("Τὸ δὲ εὔψυχον τὸ εὔκωλον κρίναντες"). (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη, η οποία γεννήθηκε, μεσ' στους κόλπους του σλανγκοσάιτ από λεξιπλαστική φρενίτιδα του γράφοντος και η οποία, ναι μεν ηχομιμείται θεσπέσια το θεσπέσιο, αλλά επιπλέον εμπεριέχει και το σπεκ. Μ' ένα σμπάρο, διολημμήδης!

πλεονάζει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το γένος φθείρας pthirus pubis η κοινή μουνόψειρα το οποίο ευδοκιμεί και αναπτύσσεται στο τρίχωμα της ήβης. Μεταδίδεται μέσω σεξουαλικής επαφής, ή από επαφή με μολυσμένα κλανοσκεπάσματα ή ρούχα.

Η καβουρογαμόψειρα οφείλει το όνομά της στην ομοιότητα που φέρει σε μικροσκοπικό κάβουρα. Αγγλιστί: crab louse.

Στην σλανγκική, καβουρογαμόψειρες επίσης αποκαλούνται οι πάσης φύσεως ενοχλητικές κολλιτσίδες, κυρίως εάν πρόκειται για πρώην γκόμενες που δύσκολα ξεφορτώνεσαι.

- Προδοσία λεβέντες! Έπεσα σε μια μουνοπαγίδα γιομάτη καβουρογαμόψειρες!

Καβουρογαμόψειρα η ηβική (από Vrastaman, 12/11/08)Εμείς στην Αμερική... (από Vrastaman, 24/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified