Further tags

Όλοι τους ξέρετε! Μπαρμπόιλ είναι οι τύποι μεγάλης ηλικίας (μπάρμπες) άνω των 40 ή απλά βλάχοι που κάνουν παρέα με μεγαλύτερους. Το λήμμα συνδυάζει άριστα το μπάρμπας με το αγγλικό gargoyle.

Τους χαρακτηρίζουν διάφορες ιδιαιτερότητες όπως η ομιλία, οι συνήθειες κλπ. Φράσεις όπως «φέρε το κουμπιούτερ», «πάλι μικιμάου βλέπεις», «βάλε την ΕΡΤ2», «βάλε το 5» (και εννοούν το κανάλι που είναι στην 5η θέση της τηλεόρασης, τί σκατά είναι το 5;), «θα πάμε με την κούρσα στο χωριό», «Τουότα», «Ο Θάντερκατς» και άλλες τέτοιες μαλακίες χαρακτηρίζουν απόλυτα το μπαρμπόιλ. Επίσης κάνουν και μπαρμποϊλίστικα αστεία που μόνο αυτοί καταλαβαίνουν. Οι γνώμες διχάζονται στο εάν ο πληθυντικός είναι μπαρμπόιλ ή μπαρμπόιλς.

- Εάν σε είχα γιο θα σε... (διάφορες δικές τους μπαρμποϊλίστικες αηδίες)
- Είσαι μπαρμπόιλ.

ο μπάρμπας μπεν με το (μ)παρμποιλ\'ντ ρύζι (από vanias, 23/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι ο Μπαμπινιώτης, (δεν είναι ο κροταλίας), αλλά μία επικίνδυνη μεταλλαγμένη παραλλαγή του, βγαλμένη μέσα από λάθος πειράματα που πραγματοποιήθηκαν σε φρικτά ναζιστικά εργαστήρια γενετικών ερευνώνε, και ο οποίος κάποια στιγμή το έσκασε και ανέλαβε να κατακρεουργήσει τον πλούτο της γλώσσης ήν μας έδωκαν Ελληνικήν. Πρόκειται για τερατώδες όν, κάτι μεταξύ μπαμπουίνου και Μπαμπινιώτη, που κυκλοφορεί ελεύθερο και πυροβολεί αδιακρίτως, σκορπίζοντας τον τρόμο και το σύστριγγλο. Ά, κόντεψα να το ξεχάσω, είναι και μέλος του slang!

Μεταξύ φίλων :
- Άσε ρε μεγάλε που θα μου πεις ότι η Ελενίτσα ξέρει Γαλλικά...
- Ναι ρε μαλάκα σου λέω, αφού έχει πάρει το Μπακαβλορεά...
- Ωοοοο, μεγάλε έγραψες! Για πάρτε ρε ένα μπαμπουινιώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(συνέχεια των παραπάνω) Πέρα απ' τη διάλεκτό τους, το βασικότερο χαρακτηριστικό των barboyle είναι ο τσαμπουκάς τους. Πιο εύκολα ξεκινάς καυγά με μπαρμπόιλ, παρά με οξύθυμο πιτσιρικά που μπλέκει με φασαρίες και κουβαλάει μαχαίρι. Πηγαίνουν στις δημόσιες υπηρεσίες με σκοπό να κάνουν φασαρία με το καλημέρα σας, το παίζουν ξερόλες γενικά κλπ. Αναφέρονται συχνά στο πόσο διαφορετικά και καλύτερα είναι στην Γερμανία, με συνεχή παραδείγματα και υψηλό τόνο φωνής -σαν τους ζουλού ένα πράμα, παρόλα αυτά όταν ήταν εκεί πεθυμούσαν την Ελλάδα. Επόμενο στάδιο μετά τα μπαρμπόιλ είναι τα παππούδια.

Βλέπεις ξένη ταινία και σου πετάνε την super ατάκα «χαμήλωσέ το, αφού έχει γράμματα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ταρίφα-ταρίφα. Προέρχεται από παραφθορά γνωστού νησιώτικου τραγουδιού. Λέγεται κυρίως όταν μια νηοπομπή ταρίφηδων περνά από κομβικά σημεία αλιεύσεως πελατών.

- Τάρι Τάρι Τάρι Τάρι, γέμισε ο τόπος Τάρι. Τάρι Τάρι Τάρι Τάρι να μας παίρνανε μακάρι
- Βγήκαν οι Τάρι παγανιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάχος που κατέβηκε απο το χωριό του και (προσπαθώντας αποτυχημένα να κρύψει την καταγωγή του) το παίζει γαμπρός, γκομενιάζει, ντύνεται σαν το καρναβάλι κλπ.

Παντού υπάρχει ένας κλαρινογαμπρός.

Βίκτορ από Ατίθασα Νιάτα, ένδοξος κλαρινογαμπρός της έρλι ναϊντίλας. (από Khan, 28/12/12)Κι ο Ιππότης της Ασφάλτου από την ακόμη πιο ένδοξη εϊτίλα! (από Khan, 28/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απο το γαμώ και το πούστης. Χωρίς ιδιαίτερη ερμηνεία, αυτή η λέξη απλά υπάρχει. Λίγο η εξύβριση, λίγο το πουστριλίκι, κάνει τη δουλειά της. Λέγεται ευχάριστα απο μικρούς και μεγάλους. Το καλύτερο είναι στην κλητική όπου μπορείς να το μεταμορφώσεις σε γαμόπουστε.

Στην οδήγηση:
- Κοίτα τον γαμόπουστα μας πήρε το πάρκινγκ.
- Ώχ, κοίτα ένα γκομενάκι αριστερά!

Στο γήπεδο
- ΓΑΜΟΠΟΥΣΤΕ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που εμφανίστηκε μαζί με τους αγώνες του 2004, ενάντια στη διαφημιστική εκστρατεία και το κίνημα του εθελοντισμού. Κάποια ρεμάλια/αναρχικά στοιχεία αποφάσισαν πως δεν ήθελαν να προσφέρουν αφιλοκερδώς, ώστε οι καημένοι οι επιχειρηματίες να ελαχιστοποιήσουν τις δαπάνες και να αυξήσουν το κεφάλαιό τους. Αντιθέτως έκραζαν όχι μόνο το κίνημα του εθελοντισμού, αλλά και τον ίδιο τον ιερό (αν και ντοπαρισμένο) θεσμό των Ολυμπιακών Αγώνων... Τι να πει κανείς...

Το κίνημα αυτό των δεθελοντών ονομάστηκε βέβαια δεθελοντισμός, και εκδόθηκε και το σχετικό του μανιφέστο.

- Εγώ φίλε ήμουν εθελοντής το 2004 και μου δώσανε δώρο και καπελάκι! Άλλο πράγμα... Είμαι πολύ περήφανος που βοήθησα!
- Μπράβο μαλάκα! Εγώ πάλι που ήμουν δεθελοντής τι φταίω που ακόμα πληρώνω τα έξοδα γι' αυτήν την παπαριά;

Το μανιφέστο του δεθελοντισμού (από Cunning Linguist, 01/06/08)Αρχαία κόκα αθάνατη! (από Cunning Linguist, 01/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που λέει μπούρδες με τέτοια δεινότητα και ευφράδεια, ώστε να το έχει αναγάγει όχι μόνο σε επιστήμη, αλλά πολλές φορές και σε επάγγελμα.

Το άτομο αυτό λοιπόν παύει να λέει μπούρδες και λέει πλέον μπουρδολογίες, δηλαδή μπούρδες που λέγονται με ψευδοεπιστημονικό τρόπο.

  1. - Πώω, μισή ώρα με ζάλιζε ο Θανάσης με τις βλακείες του!
    - Ατύχησες φίλε, έπεσες σε μπουρδολόγο από τους λίγους... Την επόμενη φορά να κάνεις ότι χτυπάει το κινητό σου και να φεύγεις!

  2. - Κλείσε ρε μάνα την τηλεόραση! Τόσες μπουρδολογίες πια δεν αντέχονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι λαχταριστή σαν μπαρμπούνι, ενω παράλληλα είναι παραπονιάρα.

- Πω πω καλά τι μπαρμπουνοκόμματο κυκλοφοράς ρε φίλε;
- Κι όμως είναι μπαρμπουνομουρμούρα.
- Γιατί το λες αυτό;
- Γιατί ρε φίλε μου ψήνει το ψάρι στα χείλη.

Μπαρμπούνι (από GATZMAN, 22/01/09)Μουρμούρα (από GATZMAN, 22/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Σκοπιανός.

Μας ζαλίσανε τα αρχίδια οι φυροματσεντόνες.

Got a better definition? Add it!

Published