Further tags

Χαριτωμενιά που συνδυάζει το ψυλλιάζομαι με το υποψιάζομαι για μάξιμουμ λουλζ.

Βάγγος: Πώς αποφάσισες να επισκεφτείς την μακρινή Μπουζουμπούρα;
Πέρι: Συνέδεσα το πεηντάρ μου με GPS.
Βάγγος: Το υποψυλλιάστηκα!

Φραπέ Slangossip: Σε ερωτώ ευθαρσώς: έχεις ψύλλους;
Poniroskylo: Που και που!
Φραπέ Slangossip: Καλά το υποψυλλιαστήκαμε!

- σου είπα να κοιτάξεις το σιφώνι στο μπαλκόνι. Υποψυλλιάζομαι πως κάποιος κουρεύει το σκυλί στη βεράντα...
(από εδώ)

- Κι έτσι, όπως έκρυβες τη φατσούλα σου στην κουκούλα σου και τα τσουλούφια σου στη σκούφια σου, υποψυλλιάζομαι πως δεν θα έχεις αντίρρηση και την οδό Σκουφά που ρήμαξες να τη λέμε οδό Σκουφιά.
(από εδώ)

(από Khan, 14/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως τέτοιος χαρακτηρίζεται ο τύπος που το παίζει λεφτάς ενώ δεν έχει μία!

- Ο Μήτσος την έπεσε στην Χριστίνα και έφαγε το πήλινο.
- Λογικό ρε, αφού είναι ξεφτιλομπατιρόπουστας!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται από τους κυνηγούς η μπεκάτσα. Εξαιτίας της διαύγειας των ματιών της.

Εχθές ο σκύλος φέρμαρε 2 βελουδομάτες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη, η οποία γεννήθηκε, μεσ' στους κόλπους του σλανγκοσάιτ από λεξιπλαστική φρενίτιδα του γράφοντος και η οποία, ναι μεν ηχομιμείται θεσπέσια το θεσπέσιο, αλλά επιπλέον εμπεριέχει και το σπεκ. Μ' ένα σμπάρο, διολημμήδης!

πλεονάζει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγνώστου προελεύσεως σύνθετη λέξη που υποδηλώνει ταν ηλίθιο και τον κακεντρεχή.

Τι παπαροζούμης είσαι ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει τις ρίζες του από την χρυσή εποχή των πόκεμον. Το αναφέρουμε συνήθως όταν θέλουμε να θίξουμε κάποιον για τις βλακείες που λέει γιατί τον θεωρούμε στόκο (ή και είναι).

- Πάμε αύριο να δούμε ταινία;
- Πω...! Τι Στόκεμον είναι αυτός, μια εβδομάδα δεν κανονίζουμε να πάμε αύριο για χορό με τον Τάκη και τον Μάκη;

Pokemon (από jetbeth, 16/08/09)

Βλ. και ελ στοκαδόρ, στοκαμπίλιτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλαστικές σακούλες με χερούλια από σκληρό πλαστικό, ειδικά κατασκευασμένο να σου κόβει τα χέρια όπως κι αν προσπαθήσεις να τις πιάσεις. Οι σακούλες αυτές είναι συνήθως μεγάλου μεγέθους ώστε να βάζεις πολλά και βαριά πράγματα και έτσι να διευκολύνεται η κατακρεούργηση του χεριού σου.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

«Αχ, μόνο χερουλομάχαιρα έχετε; Αφήστε, θα το πάρω αγκαλιά.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τηλεφωνική συσκευή που είναι προγραμματισμένη να χτυπά ακριβώς δύο λεπτά αφότου μπεις να κάνεις μπάνιο. Το υδρολέφωνο είναι επίσης προγραμματισμένο να σταματήσει να χτυπά μόλις το σηκώσεις, ενώ στάζεις νερά παντού και κινδυνεύεις από πνευμονία.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

- Προσπαθούσα όλο το απόγευμα να σε βρω και δεν μπορούσα!
- Α, εσύ ήσουν στο υδρολέφωνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απώλεια του ενδιαφέροντός σου για ένα παιχνίδι ταβλιού όταν σου καθίσταται πλέον πρόδηλο ότι χάνεις.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

Επέμενε ο σπασαρχίδης να συνεχίσουμε το παιχνίδι, παρόλο που μου είχε πιάσει την παραμάνα. Ταβλαρέθηκα την ζωή μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε δημόσιους χώρους δυσπιστώ αν τα φυτά που κοσμούν τον χώρο είναι αληθινά ή όχι και προσέχοντας μη με πάρει κανείς μάτι τα ζουλάω για να το επιβεβαιώσω. Συνεκδοχικά: Αναρωτιέμαι αν κάποιος είναι πραγματικά τόσο ηλίθιος ή το παίζει.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

- Μην δυσφυταπιστείς, αληθινό είναι το τριαντάφυλλο. Ορίστε βλέπεις το κοτσάνι πώς σπάει;
- Ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified