Further tags

(ουσ.)
αγγλ. alter + εραστής

Ο πρωταγωνιστής σε soft αισθησιακές (κατά κύριο λόγο που εκπέμπει το γνωστό κανάλι) ταινίες ο οποίος κατέχει τη μοναδική ικανότητα να συνουσιάζεται με τη συμπρωταγωνίστρια, ενώ το πέος του βρίσκεται σε κατάσταση μηδαμινής στύσης σύμφωνα με τα ελάχιστα καρέ που διαφεύγουν από τον σκηνοθέτη.

Φίλε, είδα τις προάλλες την Εμανουέλλα ΙV αλλά πολύ αλτεραστής ο τύπος ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νησί της άγονης γραμμής. Έχει φανταστικές παραλίες, 0.4 κατοίκους, ένα γαϊδούρι, έναν πάγκο που πουλάει μόνο μπαταρίες, λεμονάδες Κλιάφα και προφυλακτικά, και μια ελιά στη μέση. Πρόκειται για τον ιδανικό προορισμό για τους εντεχνindie, τα μέλη της νεολαίας συνασπισμού και νεανίες βορείων προαστίων σε κρίση επαναστατικότητας, διότι εκτός από τα παραπάνω έχει τουλάχιστον τρεις συλλαβές όπως κάθε σχετικό νησί που σέβεται τον εαυτό του.

Όλα αυτά θα ήταν ωραία αν η Ίφκινθος (if + κινθος) υπήρχε. Στην πραγματικότητα αποτελεί ιδανική απάντηση στον μονόλογο ενός από τους παραπάνω ενώ κοκορεύεται για το πόσο ωραία πέρασε στην Κάσο, την Ελαφόνησο, ή την Οινούσα. Εκεί ο αναφέρων την Ίφκινθο απολαμβάνει την έκφραση των συνομιλητών του που τολμούν να μην γνωρίζουν αυτόν τον επίγειο μικρό παράδεισο.

- Που λες Μάκη, άλλο πράμα η Μακρόνησος... Παραλίες, σκηνές δίπλα στην θάλασσα, κάτι ψαρούκλες ναα (μετά συγχωρήσεως), μόνο 4 κάτοικοι και μια καντίνα... Ιστορικό υποόβαθρο... Αυτές ήταν διακοπές...
- Νταξ... Μακρόνησος... Λαστ Γίαρ... Εγώ φιλαράκι πήγα Ίφκινθο... Τι να μου πεις και συ...
- Ίφκινθο; Τι είναι αυτό ρε Μάκη;
- Καλά τίποτα δεν ξέρεις; Εκεί ήταν εξόριστος τον 15ο αιώνα ο Ολλανδός πρωτοαναρχικός Φαν Μπρόικελεν... Άλλη φάση αγόρι μου, τι να κλάσει η Μακρόνησος...

Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ.)
[πορδή + σαμπάνια]

Ένα είδος αφόδευσης κατά την οποία τα κόπρανα αποβάλλονται σε υγρή μορφή και με έντονη ορμή συνοδευόμενα από μεγάλες δόσεις αερίων. Έχει σαν αποτέλεσμα τα κόπρανα να διασκορπίζονται σε όλη την περιφέρεια της λεκάνης.

Ήπια γάλα και καφέ το πρωί και μόλις κάπνισα έτρεξα στην τουαλέτα οπου ακολούθησε τρελλή πορδοσαμπάνια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνεχής επιθυμία για μπύρα.

- Κώστα, τι θα πιείς ρε φίλε;

- Μπυρωίνη κλασικά, αφού ξέρεις ότι δεν αντέχω!

Got a better definition? Add it!

Published

Η οικονομική κατάσταση ασθενούς που επισκέπτεται έναν γιατρό.

Παράφραση του αιματοκρίτη που είναι αιματολογικός δείκτης.

-Θα τον στείλω να χειρουργηθεί σε δημόσιο νοσοκομείο. Δεν κάνει για το ιδιωτικό, έχει χαμηλό χρηματοκρίτη.

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του μπάτσ -ος και -μαν (bat-man, super-man κλπ) Ο και πολύ μπάτσος, ο σερίφης με τα εξάσφαιρα, ο αυτοπροσδιοριζόμενος και Κάλλαχαν make my day.

- Φύγαμε από Γλυφάδα με τα μηχανάκια και μας την έπεσε ένας μπάτσμαν, τι να λέμε, μας έσκισε στην κλήση.

Τώρα και σε Barbie... (από MXΣ, 25/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απρόσμενη χαρά όταν κάποιος σου σερβίρει το αγαπημένο σου κομμάτι από το κοτόπουλο. Στα νεότερα χρόνια χρησιμοποιείται για να εκφράσει την απρόσμενη χαρά γενικότερα, τη στιγμή που η μοίρα κοιτάει κάτω και αποφασίζει να σου φερθεί καλά.

- Βρήκα ένα ξεχασμένο 20ευρω στην τσέπη μου το πρωί.
- Κοτοχαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πλαστικό φυτό που βρίσκεται σε κάποια γωνία δημόσιας υπηρεσίας και υποτίθεται πως κάνει πιο ευχάριστο τον χώρο. Τις περισσότερες φορές συνυπάρχει με μια μεγάλη αφίσα από το ναυάγιο' στη Ζάκυνθο ή κάποια παραλία της Λευκάδας.

- Βρήκα ένα αθλιόφυτο καταπληκτικό χτες, καιρός να πετάξουμε αυτό και να πάρουμε ένα καινούργιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που την κάνει, που φεύγει. Μεταφορικά και ο γρήγορος, αυτός που εξαφανίζεται σε dt. Καμία σχέση με το Γάλλο παίκτη και προπονητή τώρα, Ζαν Αναντού Τιγκανά.

- Ο Γιωργάκης είναι μεγάλος τιγκανά. Δεν προλάβαμε να σχολάσουμε κι αυτός βρίσκονταν ήδη στο internet cafe.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιπομωρό.

- Τι ώρα παίρνεις πίπες φανουρομωρό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified