Further tags

Σκηνικό κατά το οποίο λαμβάνει χώρα ένα ατυχές μικροπεριστατικό. Μπορεί να αναφέρεται σε μικροκαβγάδες, λογομαχίες, διαφωνίες. Σε περίπτωση που το σκηνικό έχει μεγαλύτερη ένταση τότε χρησιμοποιούμε την λέξη σοτοτό, προκειμένου να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση.

  1. Έγινε ένα σότο της προάλλες με τη μάνα μου επειδή τα λεφτά που μου έδωσε για το σουπερ μαρκετ τα έπαιξα στοίχημα...

  2. Οι γονείς του Δημήτρη ανακάλυψαν ότι χρωστάει καμιά 15αριά μαθήματα στη σχολή και έγινε τρελό σοτοτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτικό βοήθημα για τον κώλο. Αποτελείται από ένα φουσκωτήρι και ένα μακρόστενου τύπου μπαλονάκι το οποίο μπαίνει στον πρωκτό και φουσκώνει μέχρι εκεί που θέλετε. Βοηθά να ξεπεραστούν οι όποιοι ενδοιασμοί και ανησυχίες σχετικά με το πρωκτικό σεξ.

- Ο Μάνος με είχε φάει να το κάνουμε από πίσω κι επειδή εγώ φοβόμουν μην πονέσω πήγε και πήρε μια πρωκτοτρόμπα και από τότε του δίνουμε και καταλαβαίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκατά του ποντικιού.

Μίνυ: Έλα Μίκυ, αγάπη μου...
Μίκυ: Τώρα, αφήνω την ποντικοσφραγίδα μου κι έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τάδε, ο δείνα, ο άγνωστος, ο οποιοσδήποτε, ο δενξερωγώ... Συνήθως ειρωνικά.

- Και ποιος λες να τα έχει τώρα με την Τιτίκα;
- Ο Φούφουτος... Πού θες να ξέρω;

- Τοκ τοκ
- Ποιος είναι παρακαλώ;
- Ο Φούφουτος... Τι ποιος είναι ρε μαλάκα; Έφερα τα σουβλάκια...

- Αλήθεια σου λέω, δεν της το είπα εγώ!
- Ποιος τότε; Ο Φούφουτος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν βαριέμαι υπερβολικά σαν τα σκυλιά.

- Καλά εσύ δεν κάνεις όλη μέρα και τίποτα... κάθεσαι και τεμπελοσκυλάς!

Got a better definition? Add it!

Published

Το φαγητό που αηδιάζει και μόνο σαν σκέψη.

- Τι έχει για φαγητό; Ελπίζω να μην έφτιαξε πάλι καμιά κωλοτρυπιδόσουπα..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που έχει προσληφθεί απο νυχτερινό κέντρο για να θεωρείται ως (περιστασιακά) υπέυθυνο. Σε περίπτωση ελέγχου απο την αστυνομία, πάει στο αυτόφωρο.

- Και αν έρθει η αστυνομία τι γίνεται;
- Κάθε μαγαζί έχει και τον αυτοφωράκια του... Μην ανησυχείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το remote control της TV όταν για κάποιο λόγο (πτώση, εξάντληση μπαταριών) το μόνο που κάνει ειναι να απενεργοποιεί την TV, ή απλά το remote control στα coolίστικα.

- Ρε μαλάκα έχει «Lost», πιάσε το TV-σβηστρόλ να το δούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκάβακας + ericcson. Στον στρατό, ο νέος φαντάρος που είναι όλη την ώρα μ' ένα κινητό και κλαίγεται στην κοπέλα ή την οικογένειά του.

Κοίτα ρε τον γκάβακσον, όλη την ώρα με 1 κινητό στο χέρι είναι και ρωτάει μαλακίες. Δεν τον βλέπω να βγάζει τον μήνα το τυπάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παλιά κινητά (συνήθως της Αλκατέλ) που είναι παντόφλες, μπαχατέλες.

- Τι μάρκα κινητό έχεις ρε;
- Μπαχατέλ, δε βλέπεις; Όλη την ώρα μου σβήνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified