Βουτάω το ψωμάκι μου.
- Μη την πάρεις τη σαλάτα, γκαρσόν. Έχει μείνει λίγο λαδάκι να ζουμίξουμε.
Βουτάω το ψωμάκι μου.
- Μη την πάρεις τη σαλάτα, γκαρσόν. Έχει μείνει λίγο λαδάκι να ζουμίξουμε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έχω κολλήσει με τις γκόμενες και το σεξ, σε βαθμό που δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο. Εξαιτίας αυτού φέρομαι προκλητικά, ίσως και πρόστυχα, στις γυναίκες.
- Άσε, από τότε που έγινε εκείνο το σκηνικό με τα δύο πιπινάκια στο πάρτι, έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως!
- Ρε μαλάκα, πώς μιλάς έτσι στα γκομενάκια στη δουλειά; Όλο βρώμικα υπονοούμενα τους πετάς! - Δεν μπορώ ρε φίλε, έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως, μ' έχει τρελάνει το μουνί! - Κοίτα μόνο μη φας καμιά απόλυση στο τέλος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκ του αγγλικού manager, το οποίο σημαίνει διευθυντής. Ο μανατζαραίος είναι η ένωση δυο συνόλων: αφενός του manager με την αγγλοσαξονική έννοια του όρου, που υποδηλώνει επαγγελματική κατάρτιση, αυξημένο επίπεδο ευθύνης, διοικητικές ικανότητες και σχετικό ακαδημαϊκό background, και αφετέρου της νεοελληνικής εκδοχής της συγκεκριμένης επαγγελματικής ιδιότητας, που εκτός του ότι δεν έχει κανένα από τα προαναφερθέντα στοιχεία, θεωρεί εαυτόν γκουρού και τρεις κλάσεις πάνω από τους ξένους ομολόγους του.
Κλίνεται όπως ο νοματαίος.
- Έχουμε γεμίσει μανατζαραίους και δουλειά δεν βλέπω να γίνεται.
- 48ωρες κυλιόμενες απεργίες ανακοίνωσε το συντονιστικό όργανο των απανταχού της επικρατείας σωματείων της συμπαθούς τάξης των μανατζαραίων, σε μια προσπάθεια προώθησης των εργασιακών, θεσμικών και οικονομικών αιτημάτων του κλάδου.
Got a better definition? Add it!
Ελεύθερη μεταφορά του fucktard.
- Ο Μπάοκ έχει μεγαλύτερη ιστορία απτόν Ολυμπιακό.
- Τι λες βρε ΓΑΜΗΛΙΘΙΕ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο γκαντέμης, ο κατσικοπόδαρος. Εμφανώς επηρεασμένο από τον Stiffmeister.
Μην πας γήπεδο με τον Σάββα, είναι τρελός γκαντεμάιστερ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που «γεμίζει» ή «γεμίζεται» από πίσω, ο πούστης.
Ο Τάκης είναι τελικά πισωγιομίδης;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στρατιωτικά πουλιά, γνωστά μόνο σε όσους έχουν υπηρετήσει.
Χαρακτηριστική η κραυγή τους «Λελε, λελε, λελε».
Ακούς ρε νέο τα λελεδόνια;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified