Further tags

Ενοχλητικό αντικείμενο με την μοναδική ιδιότητα να βρίσκεται πάντα στην απολύτως λάθος θέση. Η χρησιμότητά του είναι συνήθως αντιστρόφως ανάλογη του όγκου του και αποτελεί μόνιμο εμπόδιο σ' αυτό που θέλουμε να κάνουμε βιαστικά ή με ακρίβεια, με αποτέλεσμα να τα κάνουμε γιάμπαλα ή να αγοράζουμε οικόπεδο.

Φυσικός εχθρός του οποιουδήποτε μπόρδοκλα είναι η μίνιμαλ τάση στην εσωτερική διακόσμηση, ενώ το κιτς, το μπαρόκ, το ρουστίκ, το κλασικό και γενικά όλα τα υπόλοιπα στυλ διακόσμησης αποτελούν το φυσικό του περιβάλλον.

1
- Μεγάλος μπόρδοκλας αυτός ο μπουφές της θείας σου της Μερόπης...
- Μετρημένα τα λόγια σου για τη θεία μου αχαΐρευτε. Είχες δει εσύ στο χωριό σου τέτοιο μπουφέ...

2
- Και κάνω μία έτσι να πιάσω το τηλεσβηστρόλ από το πάσο και δίνω μία σ' αυτή τη μαλακία το λαμπατέρ που έβαλε η γυναίκα μου (και πλήρωσε ο μαλάκας βέβαια...) και φεύγει στο πάτωμα και γίνεται γιάμπαλα. Και της το 'χα πει ότι είναι μέγας μπόρδοκλας κι εκείνη μου 'πε ότι εγώ είμαι ατσούμπαλος και το λαμπατέρ είναι λέει αντικείμενο τέχνης, αλλά πού να ξέρω εγώ από τέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που είναι απίστευτα μακάβριος. Η ετυμολογία είναι αυτονόητη.
Copyright: Παναγιώτης Μαυριώτης. (Εναλλακτική ορθογραφία: μακμεθαύριος).

- Πώωω ρε συ...καλά και τού 'κοψε το κεφάλι στην ψύχρα; Τι ταινίες μακάβριες είναι αυτές που βλέπεις;
- Άσ' τα, μη σου πω και μακμεθάβριες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά βάση, ο ζιγκολό. Νεότερος, συνήθως, σε ηλικία άνδρας ο οποίος εξυπηρετεί σε σταθερή βάση τις ερωτικές ανάγκες ώριμης σχετικά κυρίας αντί οικονομικού ή άλλου ανταλλάγματος - λέγεται και επαγγελματίας ή επ' αμοιβή πουτσοδότης.

Καταχρηστικά, και ειρωνικά, ο όρος χαρακτηρίζει και το σπυριάρικο πιτσιρίκι που του έκατσαν το καλοκαίρι δυο σταφιδιασμένες τουρίστριες και έκτοτε το έχει δει και οι πρώτος γαμίκουλας.

Εθελοντής πουτσοδότης, αντιθέτως, λέγεται ο καλός φίλος - πολλές φορές, παιδικός φίλος - στον οποίον μια γυναίκα προστρέχει για έναν πούτσο μια στις τόσες, χωρίς προκαταρκτικά και χωρίς περαιτέρω, όταν η παρατεταμένη αγαμία αρχίζει να την ενοχλεί. Το αντίστοιχο του αγγλικού fuck buddy.

  1. - Καλά ρε, πού τη βρήκε τη Χάρλεϊ ο Κωνσταντίνος; Φιλόλογος είναι ...
    - Καλά, πού ζεις ρε ούφο; Το άτομο έχει κάνει καριέρα πλέον ως επαγγελματίας πουτσοδότης - έχει τώρα την κυρία Χατζημπαρμπούτσαλου, την ταΐζει, την ποτίζει και αυτή τα στάζει κανονικά ...
    - Ναζωραίος ο Κωνσταντίνος ...

  2. - Το Πάσχα πάω Στοκχόλμη Ιντερέιλ - πάω να δω την Ίνγκα και θέλει, λέει, να με γνωρίσει και σε μια φίλη της και προβλέπω φάση χοντρή τριφασική ...
    - Μπράβο, ρε Τζόνι, πουτσοδότη ... διότι και τι θα έκανε ο γυναικείος πληθυσμός της Σκανδιναβίας χωρίς εσένα ...

  3. - Α, η Ειρήνη είναι πολύ ανεξάρτητη κοπέλα. Μένει μόνη της, έχει την ησυχία της, καλή δουλίτσα, δικό της αυτοκίνητο ... έχει και τον προσωπικό της εθελοντή πουτσοδότη ... δεν την βλέπω να θέλει να μπλέκει με σχέσεις και με τέτοια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δίνει πόντους.

Σύνθετη λέξη από το «ποντοπόρος» και το «πουτσοδότης» - λέμε τώρα, μπορεί και να πιάσει.

Στο πλαίσιο του slang.gr, καλός άνθρωπος. Απλόχερα μοιράζει πόντους σε ό,τι καλό δει. Δίνει πράσινα τικ χαλαρά, αν:

  1. το λήμμα είναι μια καινούργια λέξη που δεν την ξέρει κι έχει πλάκα ή γλωσσικό ενδιαφέρον, ή/και
  2. ο ορισμός είναι καλογραμμένος, ή/και
  3. το παραδειγματάκι είναι πετυχημένο.

Ο ποντοδότης δεν περιμένει να είναι όλα τέλεια για να δώσει τικ - ένα απ' αυτά να είναι εντάξει, φτάνει.

Ο ποντοδότης διαβάζει προσεκτικά τα όσα ανεβάζουν οι άλλοι και προσπαθεί να μοιράσει κάποια τικ κάθε φορά που μπαίνει στο site - ένα είναι καλύτερο από κανένα και πέντε τικ τη μέρα το γιατρό τον κάνουν πέρα - λέμε τώρα πάλι. Διότι ο ποντοδότης γνωρίζει ότι αυτή η επιδοκιμασία είναι η μόνη ανταμοιβή του καλλιτέχνη λεξιπλάστη και αργκολεξικογράφου - και όσο πιο ευτυχείς είναι οι καλλιτέχνες τόσο πιο πολλά λήμματα θα ανεβάζουν και τόσο μεγαλύτερη πλάκα θα κάνουμε όλοι μας.

Και για όσους δεν κατάλαβαν, βάλτε κάνα-δυο τικ, όπου νά 'ναι. Έτσι κι αλλιώς, τζάμπα είναι.

- Ρε μάστορα, έχω προσέξει ένα μυστήριο πράμα στο slang...
- Ορίστε να μου πεις.
- Ρε, ανεβαίνουν κορυφαία πράματα - και γαμώ τα λήμματα, δηλαδή - και με το ζόρι κάνουν διψήφιο νούμερο ... κανείς δεν ψηφίζει, ρε πούστη μου; Χάθηκαν οι ποντοδότες; Όλοι γράφουνε μόνο;
- Τι να σου πω, δίκιο έχεις ... και τα top, σχεδόν όλα είναι από πιο παλιά ... Νομίζω ότι πιο παλιά οι ορισμοί ήταν λιγότεροι κι ο κόσμος τους διάβαζε πιο πολύ ... ε, και βέβαια τα πιο παλιά λήμματα έχουν μείνει ανεβασμένα και πιο πολύ καιρό ...
- Έτσι είναι, αλλά κρίμα ... διότι υπάρχουν χρήστες που γράφουν τις κάλτσες τουςκαι δεν αμείβονται δεόντως ... ονόματα δε λέμε ...
- Ονόματα μπορεί να μη λέμε αλλά εσύ poniroskylo δεν είσαι βέβαια ένας απ'αυτούς και, συνεπώς, μην ψαρεύεις πόντους ...
- Καλά, είσαι μαλάκας ... δεν εννοούσα εμένα ρε ... εγώ, η τελευταία τρύπα του ζουρνά και γουστάρω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επιδειξίας, ο αυτάρεσκος. Αυτός που πουλάει μούρη όποτε του δοθεί η ευκαιρία, που κυνήγα συνεχώς το να επιδεικνύεται.

- Γνώρισες τον νέο φίλο της Τζόρτζιας χτες;
- Άσε ρε ο τύπος ήταν πολύ πούλ μούρ. Μας έπρηζε μια ώρα να μας λέει για τα νησιά που πήγε το καλοκαίρι και το νέο του αυτοκίνητο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός κοινός χάχας! Χαζογελάει με όλους και με όλα, χαίρεται τη ζωή του στον μάταιο τούτο κόσμο!... Δεν ξεχωρίζει στιγμές, καταστάσεις αστείες ή σοβαρές, πρόσωπα χαρούμενα ή λυπημένα...
Σε κάθε περίπτωση, άκακος και ήσυχος...

Νομίζω ότι κάθε παράδειγμα περιττεύει.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαρκαστικό χαμόγελο ή γέλιο του λαμόγιου. Αποτελεί το φυσικό επακόλουθο της πετυχημένης κομπίνας/πλάκας και συνήθως συνοδεύεται από υποτιμητικές φράσεις ή (ακόμα χειρότερα) από πλήρη σιωπή.

Ο ηλίθιος ο Παπαδόπουλος ακόμα περιμένει να του δώσω τα 50.000 ευρώ που μου έδωσε για να ηχογραφήσω CD της γυναίκας του... (λαμόγελο). Που να ήξερε ότι τα έφαγα μαζί της στα μπουζούκια... (ηχηρό λαμόγελο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μεγάλο βλήμα! Ο πανηλίθιος, ο πανύβλακας. Προσοχή! Όχι ο μαλάκας. Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει!....

Κλίνεται κατά το σήμαντρο, το σκάφανδρο κλπ.

- Τρυφωνάκο μου, είπα στον Φώντα ότι βγαίνεις με την αδερφή του και ότι μάλλον χώνεις κιόλας!... Ξέρεις μωρέ, πάνω στην κουβέντα, στην παρέα... Ετσι αγόρι μου; Να το ξέρεις!...
- Τί να ξέρω ρε βλήμαντρο! Πώς θα τον κοιτάξω τώρα τον άνθρωπο στη δουλειά;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νήπιο, γένους θηλυκού, που φωνάζει συνεχώς με διαπεραστική φωνή σε στάθμες που ξεπερνούν (κατά μέσο όρο) τα 100db.
Σπάνια, μπορεί να αναφέρεται και σε γυναίκες με τάσεις παλιμπαιδισμού που το θεωρούν χαριτωμένο να φωνάζουν χωρίς λόγο.

- Ρε Μαρία, δεν μαζεύεις λίγο την πιτσιρίχτρα σου που έχει ξεσηκώσει τη γειτονία μεσημεριάτικα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κάμερα κλειστού κυκλώματος, σαν κι αυτές που υπάρχουν για να κόβουν κίνηση στα αεροδρόμια, έξω από επαύλεις, στις ρεσεψιόν μεγάλων ξενοδοχείων, στα mall, σε διασταυρώσεις, στην Εθνική Οδό - βασικά, παντού.

- Ρε μαλάκα, ξέρεις τι διάβασα; Στην Αγγλία, λέει, βγάλανε κάτι μπανιστηροκάμερες που βλέπουν μέσα απ' τα ρούχα ... μη τυχόν και κρύβεις κάτι ...
- Εμ, κάτι ήξερε η γιαγιά μου που έλεγε "παιδάκι μου, καθαρό σώβρακο κάθε πρωί γιατί δεν ξέρεις ποιος μπορεί να το δει ..."

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified