Further tags

Είναι αυτός που λέει μπούρδες με τέτοια δεινότητα και ευφράδεια, ώστε να το έχει αναγάγει όχι μόνο σε επιστήμη, αλλά πολλές φορές και σε επάγγελμα.

Το άτομο αυτό λοιπόν παύει να λέει μπούρδες και λέει πλέον μπουρδολογίες, δηλαδή μπούρδες που λέγονται με ψευδοεπιστημονικό τρόπο.

  1. - Πώω, μισή ώρα με ζάλιζε ο Θανάσης με τις βλακείες του!
    - Ατύχησες φίλε, έπεσες σε μπουρδολόγο από τους λίγους... Την επόμενη φορά να κάνεις ότι χτυπάει το κινητό σου και να φεύγεις!

  2. - Κλείσε ρε μάνα την τηλεόραση! Τόσες μπουρδολογίες πια δεν αντέχονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι λαχταριστή σαν μπαρμπούνι, ενω παράλληλα είναι παραπονιάρα.

- Πω πω καλά τι μπαρμπουνοκόμματο κυκλοφοράς ρε φίλε;
- Κι όμως είναι μπαρμπουνομουρμούρα.
- Γιατί το λες αυτό;
- Γιατί ρε φίλε μου ψήνει το ψάρι στα χείλη.

Μπαρμπούνι (από GATZMAN, 22/01/09)Μουρμούρα (από GATZMAN, 22/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και το υποκοριστικό, κλανοβαλβιδάκι.
Ανάλογα από τον ήχο που παράγει.

Μετά από μιά υγρή πορδή:

Να ρυθμίσεις το avance στο κλανοβαλβιδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Σκοπιανός.

Μας ζαλίσανε τα αρχίδια οι φυροματσεντόνες.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τύπος που διατηρεί δωμάτια προς ενοικίαση ή αλλιώς rooms-to-let σε ακτίνα 10 χλμ από οποιαδήποτε παραλία.

- Φίλε σε έφτιαξα φέτος, θα πάμε διακοπές Καλλιθέα σε έναν γνωστό που έχει δωμάτια. Θα μας κάνει καλή τιμή.
- Τι λες ρε που θα πάμε στον θείο σου τον γδάρτη πάλι! Σιγά μη δουλεύω 3 μήνες για να μου τα φάει ο ρουμλετάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως μαρτυρά η κατάληξη -ιμος/ -ιμη, το ρηματικό αυτό επίθετο εκφράζει πρόσωπο (στην περίπτωση μας θήλυ), ικανό να του εφαρμόσουμε αυτό που δηλώνει το ρήμα. Το πρόθεμα ευ- δηλώνει ότι θα το κάναμε ευχαρίστως.

- Πώς σου φάνηκε η καινούρια καθηγήτρια των Αγγλικών;
- Μια χαρά γυναίκα. Ευγαμήσιμη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σούπερ, ο σπέσιαλ, ο number one, ο κολοφτιαγμένος μαλάκας.
Η τελευταία λέξη της τεχνολογίας, ο high tech. Αφού απορεί και η NASA.

Ανάλυση:

1) Αρχιμάλακας
2) Διπλομάλακας (ή δυο φορές μαλάκας)
3) Τριπλομάλακας (ή τρεις φορές μαλάκας)
4) Τετραμάλακας
5) Πενταμάλακας
6) Εξαμάλακας
7) Εφταμάλακας

- Ρε αρχιμάλακα, πιάσε μια κοακόλα απ' το ψυγείο ναουμ...
- Τι λε ρε διπλομάλακα, γιατί δεν την πιάνεις μόνος σου να μου τη πιάσεις και μένα;
- Άσε ρε τριπλομάλακα, δηλάδη τι... σηκωθήκανε τ' αγγούρια να γαμήσουν τον μανάβη...; Πώς την είδες τη δουλειά;
(μπαίνει στο σπίτι κι ένας τρίτος)
- Καλώς τ' αρχίδια μας ναουμ!
- Τι έγινε ρε τετραμάλακες, τι κάνετε εδώ; -Περιμένουμε ν' ρχίσει το ματς...
- Σσσσωραίος...
- Άραξε...
(Αρχίζει το ματς)
- Δεξιάαα, δεξιά δώσε ρε πενταμάλακααααα!! Στον Γιαγκουλόφσκι ρεεε!!
- Φτου, πάει το όβερ!
- Δεν αφήνετε τα ποδόσφαιρα να ανάψουμε κάνα μπάφο;
- Ναι ρε εξαμάλακα... σωστόοοοοοςςςςς.
(Ψάχνει τις τσέπες του)
- Φτούουουουου!!
- Τι ρε;
- Ξέχασα το σακουλάκι με το μαύρο σπίτι... ΟΧΙΙΙΙ!!
(Και οι άλλοι δύο απαντούν με μια φωνή)
- ΕΦΤΑΜΑΛΑΚΑ!!!

(από prasas, 08/06/08)(από prasas, 08/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει σε εταιρείες που λειτουργούν χαοτικά, είναι πλήρως αποδιοργανωμένες και οι παραγωγικές διαδικασίες τους, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τους είναι για κλάματα.

Ο όρος βρίσκεται σε αντιδιαστολή προς τον όρο quality assurance (= διασφάλιση ποιότητας).

- Την εταιρεία που δουλεύεις τώρα δεν την έχω ακουστά. Τα προϊόντα τους είναι ποιοτικών προδιαγραφών;
- Πολύ χάλια και τα προϊόντα και οι υπηρεσίες... Απορώ πως μπορούν και επιβιώνουν. Quality masturance στον μέγιστο βαθμό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο από τράπεζα της τάξεως των 1500-2000 ευρώ, για έξοδο στα μπουζούκια.

- Πω πω, ρε συ Μιχάλη, κοίτα να δεις! Μείναμε από ρευστό, και πώς θα κυκλοφορήσουμε τα μπουζουκομούνια το Σάββατο;
- Μην ανησυχείς φίλε μου Γιώργο, θα χτυπήσω εγώ ένα μπουζουκοδάνειο αυτή τη φορά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπυρολαμόγιο είναι το άτομο αυτό που γλυκοκοιτάζει την μπύρα σου και με το που θα γυρίσεις το βλέμμα σου θα βάλει χέρι στο πολύτιμο ποτό σου και θα κατεβάσει όσες περισσότερες γουλιές μπορεί.

Ένα μπυρολαμόγιο υπάρχει σε κάθε παρέα που σέβεται το αλκοόλ και συνήθως πρόκειται για κάφρο αρσενικού γένους. Ασχέτως αν έχει λεφτά να πληρώσει την δική του μπύρα το μπυρολαμόγιο πιστεύει πως η μπύρα του πλησίον του έχει πάντα καλύτερη γεύση. Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να γίνει και η χρήση της λέξης «ποτολαμόγιο».

- Πώ ρε φίλε, κοίτα τι μπήκε μες το μαγαζί.
- Πάω, πάω.
- Κάτσε ρε μαλάκα να πιούμε την μπύρα μας πρώτα και μέτα πάμε να κεράσουμε σφηνάκι.
- Ρε συ, ποιός ήπιε την μπύρα μου; Ούτε στην μέση δεν την είχα φτάσει. Μαλάκα Βαγγέλη εσύ την ήπιες πάλι; Τι μπυρολαμόγιο είσαι αδερφέ μου.
- Όχι εγώ ρε, στ'ορκίζομαι ο Κώστας ήταν.
- Ποιός Κώστας ρε φιδέμπορα που το μουστάκι σου απο τον αφρό είναι σαν του Παπαφλέσσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified