Τζιτζιλόνι, πολύ καλό, ανακαινισμένο, καθαρισμένο, γενικά σε καλύτερη κατάσταση από πριν.
Στην αρχή αναφερόταν μόνο για αυτοκίνητα αλλά αργότερα επεκτάθηκε η σημασία. Πάντως πρόκειται για λεξιπλασία που προέρχεται από τον Πινινφαρίνα.
- Πού ήσουν ρε;
- Πήγα έπλυνα το αμάξι, έγινε πετιφαρίνα/πετιφαρινάτο.
Καλά, πήγα κομμωτήριο και τα μαλλιά μου έγιναν πετιφαρινάτα.
Κάποιος που είναι γκέι και σαδομαζοχιστής ταυτόχρονα.
- Τά 'μαθες, ο Γιώργος είναι γκεϊστάπο!!!
- Έλα ρε από πότε;
- Από τότε που τον γάμησα κανονικά και μετά τον γάμησα και στο ξύλο.
- Εμ τα ήθελε ο κώλος του.
Ο παχουλός και ταυτόχρονα βουλιμικός άνθρωπος. Αυτός που δεν μπορεί να βάλει φερμουάρ στη μπούκα του και η κοιλιά του είναι σαν βόθρος, λόγω της κατανάλωσης μη υγιεινών τροφών.
(Τσιμπουκλού ετοιμάζεται να απολαύσει το τσιμπούκι της)
- Έλα παιδαρά μου δώσ' μου το σορόπι σου να γιάνω η έρμη!
- Ποιο σορόπι μωρή άρρωστη; Ζιγκολό είμαι. Δεν είμαι ντόκτορας!
- Ντόκτορας είσαι και δεν το ξέρεις. Άντε κόψε τη συζήτηση τώρα και δωσ' μου μια καλή δόση τσουτσού σορόπ.
- ΟΚ αλλά να ξέρεις πως πρέπει να παίρνεις τη δόση σου μετά το φαγητό...
- Έφαγα. Κι αν συνεχίσεις τα κουλά σου θα φάω και το εργοστάσιο παπαροπαρασκευής του τσουτσουσορόπ σου και μετά θα φάω και εσένα.
- Πάρτο τότε μωρή άρρωστη!
(Σε κατάστημα πώλησης δίσκων κλασσικής μουσικής μπαίνει χαβαλετζής πελάτης)
- Περικαλώ πιάσε το παπί χαβούζ εφέντημ Τσαϊκόφσκι.
- Τι εννοείτε;
- Α καλά. Ρε μεγάλε πιάσε τη λίμνη των κύκνων του μπάρμπα-Τσαϊκόφσκι και δώστο στα γρήγορα. Το πάω δώρο σε ένα γκομενάκι που κάνει κρα για τέτοιου είδους άσματα.
- Εσάς δε σας αρέσουν αυτά τα άσματα;
- Ποσώς. Εγώ να την ασπαστώ θέλω. Και από εκεί και πέρα αναλαμβάνει ο φούφουτος. Και μη ρωτήσεις ποιος είναι ο φούφουτος.
(Κάποιος βασανισμένος περνά έξω από ένα νεκροταφείο και συλλογιέται)
- Ε ρε...Τι σφαλιάρες έχω φάει στη ζωή; Πότε θα ΄ρθει η ώρα να 'ρθω να αράξω σε ενα ραχάτ μπαξέ;