Further tags

Τζιτζιλόνι, πολύ καλό, ανακαινισμένο, καθαρισμένο, γενικά σε καλύτερη κατάσταση από πριν.
Στην αρχή αναφερόταν μόνο για αυτοκίνητα αλλά αργότερα επεκτάθηκε η σημασία. Πάντως πρόκειται για λεξιπλασία που προέρχεται από τον Πινινφαρίνα.

  1. - Πού ήσουν ρε;
    - Πήγα έπλυνα το αμάξι, έγινε πετιφαρίνα/πετιφαρινάτο.

  2. Καλά, πήγα κομμωτήριο και τα μαλλιά μου έγιναν πετιφαρινάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιβραδυντικά, δηλαδή ουσίες που σου κρατάνε το πουλί χαμηλά (βλέπε παπαροκτόνο).

Προέρχεται από το αντικούκου, όμως σε ένα περιβάλλον που οι άλλοι δε θέλεις να καταλάβουν το καμουφλάρεις και το λες αντικουκουρούκου.

- Ρε συ, έφαγα ρυζόγαλο και δε μου σηκώνεται.
- Αφού βρε άσχετε η κανέλα είναι αντικουκουρούκου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που είναι γκέι και σαδομαζοχιστής ταυτόχρονα.

- Τά 'μαθες, ο Γιώργος είναι γκεϊστάπο!!!
- Έλα ρε από πότε;
- Από τότε που τον γάμησα κανονικά και μετά τον γάμησα και στο ξύλο.
- Εμ τα ήθελε ο κώλος του.

(από Khan, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοιτητής γεωλογίας σε προχωρημένο έτος, συνήθως μεγαλύτερο/ίσο με 7 χρόνια. Τυπικό παράδειγμα «γεωhumor».

- Καλά, ποιοι είναι όλοι αυτοί που ήρθαν να δώσουν;
- Άσ' τα, με τους πτυχιόσαυρους θα γράψουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γελάω με τα ανέκδοτα των ανωτέρων μου, έστω και αν είναι κρύα, με σκοπό να τους γλείψω.

- Ο διευθυντής είπε ένα σαχλό ανέκδοτο και όλοι οι υπάλληλοι γελογλείφανε δυνατά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παχουλός και ταυτόχρονα βουλιμικός άνθρωπος. Αυτός που δεν μπορεί να βάλει φερμουάρ στη μπούκα του και η κοιλιά του είναι σαν βόθρος, λόγω της κατανάλωσης μη υγιεινών τροφών.

- Πάλι τρως ρε βοθροκοίλη; Έλεος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα στα τούρκικα.

(Τσιμπουκλού ετοιμάζεται να απολαύσει το τσιμπούκι της)
- Έλα παιδαρά μου δώσ' μου το σορόπι σου να γιάνω η έρμη!
- Ποιο σορόπι μωρή άρρωστη; Ζιγκολό είμαι. Δεν είμαι ντόκτορας!
- Ντόκτορας είσαι και δεν το ξέρεις. Άντε κόψε τη συζήτηση τώρα και δωσ' μου μια καλή δόση τσουτσού σορόπ.
- ΟΚ αλλά να ξέρεις πως πρέπει να παίρνεις τη δόση σου μετά το φαγητό...
- Έφαγα. Κι αν συνεχίσεις τα κουλά σου θα φάω και το εργοστάσιο παπαροπαρασκευής του τσουτσουσορόπ σου και μετά θα φάω και εσένα.
- Πάρτο τότε μωρή άρρωστη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λίμνη των κύκνων στα τούρκικα.

(Σε κατάστημα πώλησης δίσκων κλασσικής μουσικής μπαίνει χαβαλετζής πελάτης)
- Περικαλώ πιάσε το παπί χαβούζ εφέντημ Τσαϊκόφσκι.
- Τι εννοείτε;
- Α καλά. Ρε μεγάλε πιάσε τη λίμνη των κύκνων του μπάρμπα-Τσαϊκόφσκι και δώστο στα γρήγορα. Το πάω δώρο σε ένα γκομενάκι που κάνει κρα για τέτοιου είδους άσματα.
- Εσάς δε σας αρέσουν αυτά τα άσματα;
- Ποσώς. Εγώ να την ασπαστώ θέλω. Και από εκεί και πέρα αναλαμβάνει ο φούφουτος. Και μη ρωτήσεις ποιος είναι ο φούφουτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιβλιάριο απόρων κορασίδων στα τούρκικα.

No comments

Βλ. και σακάτ αραμπά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νεκροταφείο στα τούρκικα.

(Κάποιος βασανισμένος περνά έξω από ένα νεκροταφείο και συλλογιέται)
- Ε ρε...Τι σφαλιάρες έχω φάει στη ζωή; Πότε θα ΄ρθει η ώρα να 'ρθω να αράξω σε ενα ραχάτ μπαξέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified