Further tags

Όνομα παλιού ποδοσφαιριστή, επικράτησε ως επίθετο που χαρακτηρίζει τον ορμητικό, ασυγκράτητο.

Έμπαινε γιούτσο, μην μασάς σε παίρνει!

Από το 1968 (από poniroskylo, 03/06/08)Από το 1973 (από poniroskylo, 03/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάζο, καθώς και η αξύριστη.

Κόψε ρε μαγκίτη τον βαμβακούλα;! Μαλωμένη με το ξυράφι, κουμούνα και φεμινίστρια!

(από Khan, 23/09/10)Πνίχτε Λούγκρες τα Κουνέλια - Βαμβακούλας (από Cunning Linguist, 23/03/12)

Από τον υπερ-cult 80s ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Βαμβακούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μοιάζει με κινέζο.

Χθες το απόγευμα είδα έναν κινέζο που νόμιζα ότι ήταν αδελφός του Σημίτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Από το Μητσοτάκης και Δράκουλας = Μητσοτάκουλας.) Αυτός που προκαλεί υπερβολική ατυχία στους άλλους, ο υπερβολικά γκαντέμης. Λέγεται και σκέτο Μητσοτάκης.

  1. - Ρε Μητσοτάκουλα, ήρθες και όλο ασσόδυα φέρνω! Φτου, φτου σκόρδα, ξορκισμένος με τον απήγανο!

  2. - Είμαι τελείως Μητσοτάκης, μόλις έφτασε η σειρά μου τελείωσαν τα εισιτήρια!

(από GATZMAN, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναχικός οδηγός street μηχανής, συνήθως ευτραφής, με άσπρη κάλτσα, βλαχολαϊκής εμφάνισης, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να εξαντλήσει τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας του. Όρος που προέρχεται από τις ταινίες του Στάθη Ψάλτη της δεκαετίας του '80.

- Αμάν, μας πήρε τα αυτιά αυτός με την χαγιαμπούσα!
- Ε, τι περιμένεις; Δεν τον βλέπεις τι Στάθης είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος. Προέρχεται από τον μεγάλο αθλητη Δ. Τόφαλο, παγκόσμιο πρωταθλητή της άρσης βαρών στις αρχές του αιώνα και μετέπειτα παλαιστή του κατς.

- Πω-πω πώς πάχυνε έτσι ο Νικολάκης, σαν τόφαλος έγινε!

(από perkins, 29/05/10)Δημήτριος Τόφαλος (από joe909, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει πολλές ελιές στο πρόσωπο.

- Ήταν μπροστά στην ουρά μαλάκα μια γκόμενα με απίστευτο κώλο, αλλά μόλις γύρισε, ξενέρωσα... Tίγκα στις θρούμπες, ίδιος Σημίτης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τάχας / ο μονίμως παριστάνων κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι. Από το αγγλικό pretender.

- Δεν τον γαμάς τον πρετεντέρη! Την είδε πλούσιος...

(από Khan, 02/06/13)

Από το αγγλικό pretender (=αυτός που προσποιείται), το οποίο στα ελληνικά ταυτίζεται απόλυτα με το επώνυμο γλοιώδους δημοσιογράφου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που του ρίχνουν σφαλιάρες. Ο σφαλιαροεισπράκτορας. Έκφραση εμνευσμένη από τον αγαπημένο κωμικό των παλιών ελληνικών ταινιών Αλέκο Τζανετάκο.

- Πέταξε μια βλακεία και τον κάνανε τζανετάκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση-φόρος τιμής στον γνωστό ποδοσφαιριστή. Χαρακτηρίζει τις κοπέλες οι οποίες είναι εμφανίσιμες αλλά συνήθως είναι βαμμένες σαν κλόουν και ντυμένες λες και πάνε στην «κλινική live». Τα άτομα αυτά προσπαθούν να τραβήξουν τα ανδρικά βλέμματα περπατώντας συνεχώς πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, οριζιντίως-καθέτως, κάνοντας δηλαδή πολλά χιλιόμετρα. Ο δικός τους αγωνιστικός χώρος είναι πανεπιστημιακοί χώροι και κυρίως τα αναγνωστήρια όπου επικρατεί μια σχετική ησυχία και ο χτύπος των τακουνιών τους ταράζει τα λιμνάζοντα νερά.

-Πωωωω ρε Μπάμπη τι μωρό είναι αυτό;
(2 λεπτά μετά)
-Ρε Μπάμπη η κουκλάρα ξαναπέρασε. κοίτα!
(2 λεπτά μετά)
-Μπάμπη Μπάμπη, πάλι πάλι!
(2 λεπτά μετά)
(Μπάμπης): Ξέρω ρε μαλάκα, τον είδα τον Καραγκούνη, με τόσα χιλιόμετρα που 'χει κάνει, σκάσε και διάβαζε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified