Further tags

Αμάλγαμα των λέξεων μπύρα και του μυθικού ήρωα Ηρακλέους. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή μίας συγκεκριμένης κατηγορίας μπυρόβιων, οι οποίοι υπό κανονικές συνθήκες είναι εσωστρεφείς φλώροι αλλά μετά την πόση του θαυμαστού αυτού ποτού γίνονται θαρραλέοι μπήχτες και επιτυγχάνουν λαμπρά κατορθώματα.

- Λοιπόν τη βλέπεις αυτή εκεί στο απέναντι τραπέζι; Τόση ώρα που μιλάμε με καρφώνει με τα μάτια. Θα πάω να της μιλήσω!
- Άσε ρε Μπυρακλή να πούμε, που πριν πιεις τις Franziskaner έλεγες ότι όλες σε έχουν χεσμένο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλοιώδης απόδοση του αγγλικουρέζικου όρου superstar που αναφέρεται σε ένα πρόσωπο στο οποίο η δραστηριοποίηση στους τομείς λ.χ της ζώου μπίζνας ή του αθλητισμού, προσφέρει μεγάλη αναγνωρισιμότητα.

« Η πανσυμπαντική πρεμιέρα της ταινίας του Τζουζέπε Λουγκρατόρε »Bésame Βutzo« στελεχώθηκε από πολυάριθμους υπεραστέρες των καλών τεχνών όπως τον Schaquis Roewas και την Effie Θώδη»

Από το περιοδικό «Ιλ Πουστίνο» - 2007, τεύχος 69

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοβερή εξελληνισμένη σύντηξη-συνήχηση της γνωστής αμερικάνικης λαϊκής ύβρεως «motherfucker», ενώ συγχρόνως συμπεριλαμβάνεται γραφικότατα ο ελληνοπρεπέστατος και διεθνούς εμβέλειας όρος-χαρακτηρισμός «μαλάκας».

Η έκφραση «πατάει» σε διαφορετικό εννοιολογικό επίπεδο, ανάλογα με την μητρική γλώσσα εκείνου στον οποίον απευθύνεται.

- Καλά ρε συ, μ' αυτά που λες και κάνεις, είσαι ή δεν είσαι μαλαφάκας!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγόρια στην ηλικία της πρώιμης εφηβείας. Είναι το αντίστοιχο με το «πιπίνι» σε συνδυασμό με αυτό που ανακαλύπτει ότι έχει στο βρακί του ένας έφηβος, το λιλί του. Τα λιλίνια φέρουνε τρέντυ κόμμωση αχτενισιάς, έχουνε ζόρικο ύφος κι απλανές βλέμμα, επειδή την έχουνε κάνει σφεντόνα από τη μια και από την άλλη επειδή έχουνε κάψει σχεδόν όλα τους τα εγκεφαλικά κύτταρα στα βίντεο γκέημς. Αλλά η γενετήσια ορμή, τα αναγκάζει να συγκροτούνε παρέες 3-7 ατόμων, και να συχνάζουνε στα νυμφοπάζαρα. Είναι συνώνυμο του «τραγάκια».

Ωχ, πλακώσανε τα λιλίνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο από πολλών ετών φανατικός και αποκλειστικός καταναλωτής μπύρας, ο οποίος φέρει με υπερηφάνεια το μπυροκοίλι του.

Ο Μήτσος και ο Γιώργος, μεγάλοι μπυροπατέρες! Ένα καφάσι μπύρες ο καθένας για το καλημέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των ψυχαναλυτής / ψυχανάλας και γλυκανάλατος. Υπονοεί ότι η ψυχανάλυση είναι μια φλώρικη, γλυκερή, καραμελοδραματική διαδικασία, οπότε χρησιμοποιείται για να μειώσει τον κάθε επίδοξο ψυχανάλα / γιαλόμα / σρίνκη / ψι.

Πάσα: Χότζας.

  1. Τι να μας πει τώρα κι ο ψυχανάλατος;

  2. ΡΕ ΟΛΟΙ ΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΧΟΛΙΑΣΑΤΕ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ «ΘΩΔΗ» ΣΑΣ ΒΓΑΖΩ ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΜΟΥ...ΑΝ ΕΙΧΑ! ΞΕΦΤΙΛΙΣΑΤΕ ΟΛΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΥΛΟΛΟϊ, ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΜΟΡΦΟΥΣ (ΑΕΙ ΣΙΧΤΙΡ) ΚΟΣΜΟΥΣ, ΤΙΣ ΜΙΣΟΤΡΙΒΕΣ-ΣΤΡΙΓΚΟ-ΣΤΡΑΒΟΠΟΔΟΥΣΕΣ- ΓΛΑΣΤΡΕΣ, ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΟΦΥΛΛΑ, ΤΑ ΠΑΝΕΛ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΘΕ ΜΛΚΟΠΙΤΟΥΡΕΣ ΚΑΚΟ-ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΔΕΣ, ΚΥΝΗΓΟΥΣ ΧΑΖΟΚΟΥΤΟΘΕΑΣΗΣ.
    ΛΥΣΣΑΞΑΝΕ ΝΑ ΤΗΝ ΤΡΕΛΑΝΟΥΝΕ! ΤΩΡΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΝΕΛΑΤΖΗΔΕΣ. ΕΙΔΙΚΑ ΟΙ ΨΥΧΑΝΑΛΑΤΟΙ ΨΥΧΙΑΤΡΟΙ.
    ΘΑ ΤΗ ΣΠΑΣΩ ΤΗΝ...42άρα LSD ΜΟΥ. (Φωνακλάς εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που προέρχεται απο το συνδυασμό των λέξεων τρόμπας + ρόμποκοπ.

Δηλώνει τον υπέρτατο βαθμό ηλιθιότητας και μαλακίας (βλ. και τρομπάρω). Συχνά υποψήφιος για το πολυπόθητο βραβείο Τρόμπελ.

  1. - Πήγε κι έπεσε μέσα στην πισίνα ο μαλάκας..
    - Ναι, και;
    - Ήταν άδεια..
    - Ρέ τον τρόμποκοπ

  2. (σε φανάρι πολυσύχναστου δρόμου)
    - Ρε τρόμποκοπ ξεκίνα επιτέλους! άναψε πράσινο εδώ και δύο λεπτά!

"THIS IS A PICTURE OF ROBOCOP ON A UNICORN. YOUR ARGUMENT IS INVALID." (από patsis, 06/08/11)(από patsis, 06/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστειατόρικη έκφραση που σημαίνει «είσαι ωραίος» ή σωραίος. Λέγεται επιβραβευτικά όταν κάποιος έχει κάνει ή πει ή εξιστορήσει κάτι ωραίο. Δηλαδή από τον χαρακτηρισμό ναζωραίος για τον Χριστό κρατάμε μόνο το τέλος «ωραίος». Πιθανότατα επέδρασε και αυτό το ανέκδοτο για την έκφραση, η οποία πάντως είναι, νομίζω, λιγότερο συχνή από τα ζαγωραίος και Ζαγοράκης.

  1. - Παιδιά αφήστε θα κεράσω εγώ, αύριο είναι τα γενέθλιά μου!
    - Ναζωραίος!

  2. Ο παλιός είναι ωραίος, κι ο νέος είναι Ναζωραίος (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Συνδυασμός τηε λέξης ψωλή και σολάριουμ. Αργκό που χρησιμοποιείται για τις ωραίες γκόμενες που εμφανίζονται κατάμαυρες στις παραλίες από το πρώτο μπάνιο γιατί: «τα σοκαλατένια δέρματα τραβάνε τα βλέματα». Πρόκειται για ψωνάρες που παραμένουν όμως πολύ ορεκτικές για τον αντρικό πληθυσμό. Συχνά το παρακάνουν και μοιάζουν με καμμένο κρέας. Το όλο concept του ψωλάριουμ είναι η εν λόγω γκόμενα να κάνει έντονο contrast με όλους τους υπόλοιπους που διατηρούν τα πάχη και το ασπρουλιάρικο χρώμα του χειμώνα.

(σε παραλία)
- Η Μαίρη έχει αναδειχθεί από πέρσυ..
- Κωλάρα έκανε και ωραίο χρώμα... Επίσημα ψωλάριουμ!

(από dimitrakis199, 30/01/12)Σαν Σοκολατένια κουράδα (από alamo, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξερόλας, από το «I-know-it-all» + κατάληξη -ας.

Φυσικά το μεταχειριζόμαστε με περιπαικτική διάθεση έναντι κάποιου σπασοκλαμπάνια που το παίζει παντογνώστης. Άλλωστε το λήμμα έχει ενσωματωμένη και την έννοια του «ανοήτου» ανθρώπου: ανοϊτό-λας.

- ...και γυρίζοντας στη δραχμή, θα διαγράψουμε μονομερώς το εξωτερικό χρέος, οπότε θα αυξηθεί το ποσοστό του ΑΕΠ που θα διατίθεται για προνοιακή πολιτική.
- Πήξαμε στους ανοϊτόλες εσχάτως, ρπμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified