Το γνωστό σε όλους σάντουιτς, μετά από ξενύχτι και ξίδια, όταν δεν μπορεί κανείς να αρθρώσει λέξη.
Πα να φάμε κάνα σαν ντουί; Πείνασα...
Το γνωστό σε όλους σάντουιτς, μετά από ξενύχτι και ξίδια, όταν δεν μπορεί κανείς να αρθρώσει λέξη.
Πα να φάμε κάνα σαν ντουί; Πείνασα...
Got a better definition? Add it!
Καθώς σήμερα είναι η Παγκόσμιος Ημέρα Φραπέ, ήτοι η δεύτερη επέτειος από όταν ο Γιάννης Μίχας(φραπερνιστής με ονοματεπώνυμο, όχι disclaimers και μαλακίες) ανέρτησε το λήμμα φραπεδιά στο σλανγκρ (μια μικρή παλινδρόμηση για τον Σλάνγκο, μια μεγάλη ονείρωξη για το σλανγκεπώνυμον πλήρωμα), θα μου επιτρέψετε ένα φραπελήμμα οπισθοφυλακής, for old times' shake.
Γιατί το φραπέ; Θα διερωτώμην αν ήμουν η Ζακλίν ή η Ελένη Αρβυλέρ. Μα επειδή συνθέτει τα δύο θεμελιωδέστερα στοιχεία του Νεοέλληνα, την φραπεδούμπα και την μαλακία. Δηλώνει την ανάγκη του Νεοέλληνα να μην μαλακιστεί στην μοναξιά της κατά μόνας αμαρτίας, αλλά να την κοινωνήσει, να την μοιραστεί κατά το καλή κι η μαλακία, αλλά με το φραπέ γνωρίζεις κόσμο, να την συνδυάσει με παρακμιακή γκλαμουριά, να δώσει 50+ γιούρια για να πανηγυρίσει το γεγονός ότι είναι μαλάκας, (με παράπλευρη απώλεια την τενοντίτιδα των κοριτσιών, που δεν φταίνε τα καημένα σε τίποτα).
Ντεφραπεϊνέ, λοιπόν, είναι η ντεκαφεϊνέ κορασίς στριπτητζάδικου, κωλάδικου, μασατζίδικου και λοιπών τελειωμενάδικων, η οποία δεν περιέχει το φραπέ μεταξύ των υπηρεσιών της. Ο όρος υπονοεί ότι το φραπέ είναι ο ειδοποιός σκοπός της λικνιτζούς, που άμα δεν τον πραγματοποιεί είναι ελλιπής, λάιτ, σαν καφέ που δεν περιέχει καφεΐνη, προοριζόμενος για ανέραστους.
Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες ντεφραπεϊνέ:
Η ντεφραπεϊνέ που είναι ντεφράπ, γιατί μπορεί. Είναι η ντίβα του φραπεδομάγαζου, η σταρ στον μικρόκοσμο της γκλαμουροφτήνιας, που όταν την βλέπεις, «νιώθεις σαν τον Cagney μπροστά στην Rita Hayworth μες στην τσίκνα μιας υπόγειας ζωής». Πιθανότατα αυτή η αιδοία έχει κάνει το αγροτικό της σερβίροντας φραπέ προς πάντα ενδιαφερόμενο στην αρχή της καριέρας της, και εφόσον έχει χτίσει το όνομά της, και έχει εξασφαλίσει τους τακτικούς της, απλά δεν έχει ανάγκη από το φραπέ για να βγάλει το νυχτοκάματο. Δηλαδή δεν είναι εγγενώς αντίθετη στο ενδεχόμενο του φραπέ, απλά δεν το χρειάζεται. Είναι η πιο όμορφη μες στον φραπενέ, και η σχέση αγάπης- μίσους του κωλομπαρικού πληρώματος προς αυτήν αποτυπώνεται στον χαρακτηρισμό της ως περσόνα νον φράπα (persona non frappa).
Η ντεφραπεϊνέ από ιδεολογία. Κι αυτή έχει ποικίλες υποκατηγορίες.
Λ.χ. μπορεί να είναι η αθλητική would be χορεύτρια των μπολσόι, η οποία ασπαίρει να χωρέσει δύο καριέρες σε μία: Την καριέρα που θα έκανε στο καλλιτεχνικό πατινάζ ή στο χορόδραμα σε κάποια πρώην Σοβιετία, και την, φευ, μοίρα όπου την έχει ρίξει η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η τοιαύτη λικνιτζού κάνει ασκήσεις ενόργανης γυμναστικής επί του πέοντος, υπερκινητικές φιγούρες, γενικά μεριμνά και τυρβάζεται περί πολλά, πλην επιμένει να παρακάμπτει το εν ου εστί χρεία. Ωστόσο, είναι ιδεώδης για ποδοφραπέ, αν καταφέρει να την ψήσει ο ψαγμένος μαλάκας.
Συναφώς, μπορεί να είναι η Μάρθα Βούρτση του φραπενείου, που στο πλαίσιο του πουτού-χουρού αναλογίζεται όλα όσα της έκανε η ζωή και η κενωνία. Όταν την στρατολογούσαν οι επιτήδειοι του trafficking, της είχαν υποσχεθεί ότι θα δουλεύει ως σερβιτόρα σε καφετέρια και θα σερβίρει καφέδες, και όταν έφτασε στο Ελλαδιστάν διαπίστωσε προς έκπληξίν της, ότι η δουλειά της είναι να δουλεύει σε καφετέρια και να σερβίρει καφέδες, κυριολεκτικά όμως. Με ύφος σαράντα γιακουμήδων νοσταλγεί πως το μαγαζί ήταν κάποτε τρε κομιλφό, ερχόντουσαν ηθοποιοί, τραγουδιστές και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Όμως, από όταν άρχισαν κάποιες συνάδελφοι να δίνουν κυριολεκτικά χτυπήματα κάτω από την μέση, το μαγαζί έχει γίνει μαλακομαγνήτης. Το χειρότερο είναι ότι ο αθέμιτος ανταγωνισμός επιβραβεύεται από την διεύθυνση του ευαγούς ιδρύματος, το οποίο ασκεί frappé-friendly policy καθώς το target group του είναι κυριολεκτικά ο κλασσικός ο μαλάκας ο Έλληνας. Έτσι η ντεφραπεϊνέ αδειάζεται και δεν έχει να επιστρατεύσει παρά τα γουτσιστικά της θέλγητρα.
Αντιστρόφως, στους ανθρωπότυπους της φραπεδιάρας ανήκουν: α) η τελειωμένη midlf mother I DON'T like to fuck, losing her looks, β) το φτωχό πλην τίμιο κορίτσι που προβάλλει ένα ίματζ βιοπαλαίστριας στο στυλ «καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή», γ) η ντίβα όταν κάνει το αγροτικό της και άλλες. Το καίριο είναι ότι στο φαντασιακό τουλάχιστον επίπεδο, το φραπέ ανήκει στο βασίλειο της ενδεχομενικότητας, ενώ το αντίθετο παράδειγμα, το γαμήσι στο ντέλο, στο βασίλειο της αναγκαιότητας.
Αυτοαναφορικώς, είναι το σλανγκρ στην μετά-φραπέ εποχή, όταν οι εύκολες λεξιπλασίες είναι καταδικασμένες στην συνείδηση του λαού.
- Θυμάστε ρε την Τζέσικα όταν περιμένανε στην ουρά για να τους φραπεδιάσει; Τώρα μας το παίζει μη μου άπτου ντεφράπ κι αυτή. Εμπάργκο που της χρειάζεται!
Got a better definition? Add it!
Όπως μπορείτε να δείτε και μόνοι σας με τη βοήθεια του γκουγκλ (άντε, και του κνάσου), το τζακούζι που, στο συλλογικό υποσυνείδητο έχει περάσει σαν η θερμαινόμενη μπανιέρα, είναι τρέιντμαρκ συγκεκριμένης εταιρείας. Όμως εδώ μας ενδιαφέρει η σλανγκ έννοια της κάθε λέξης. Πάντα.
Ως τζακούζι λοιπόν, στην διάλεκτο της νύχτας, ονομάζεται το σφηνάκι-θάνατος, αποτελούμενο από μισό μέρος ούζο και μισό μέρος απόσταξη από το Τενεσίι των απογόνων του Τζακ του Ντάνιελ, που «αποστάζουν» όταν δεν παίζουν το χαριτωμένο παιχνιδάκι με τους φελλούς και τα βαρέλια. Όποιος έχει πιει σκέτο σφηνάκι ούζου και σκέτο σφηνάκι Τζακ Ντάνιελς και γνωρίζει βασικά μαθηματικά, θα προσθέσει τις 2 επιδράσεις για να βρει την επίδραση του συνδυασμού τους. Και θα κάνει λάθος. Γιατί η επίδραση τους όταν συνδυάζονται ανεβαίνει εκθετικά και γι' αυτό δεν χρειάζονται βασικά μαθηματικά. Μόνο 2 γεια μας.
Αν ακούσετε από φίλο, που δεν είναι μπέκρα, την έκφραση «Να κεράσω τζακούζι;», καλό θα ήταν να θυμηθείτε τι πουστιά του έχετε παίξει, γιατί το χανγκόβερ δυσκολεύει πολύ τη μνήμη. Αν, δε, ακούσετε την έκφραση «Να κεράσω τζακούζι υποβρύχιο;», σημαίνει πως αυτός που προσφέρεται να κεράσει γνωρίζει ότι του πηδάτε τη γκόμενα και πως τις καπότες που θα βρείτε το πρωί στο πάτωμα τις βγάλατε κλάνοντας.
- Τί έγινε προψέ ρε και εξαφανίστηκες από το μπαρ;
- Άσε, μεγάλη περιπέτεια. Μου την έπεσε κανονικά η ξανθιά που με κοιτούσε! Κέρασα δύο τζακούζια και σε '5 έχει γίνει η γκόμενα! Μετά με πήγε σπίτι της και έγινε το έλα να δεις.
- Ε και τι περιπέτεια;
- Την άλλη μέρα ξύπνησα σε μπανιέρα με παγάκια!
- Τί; Σου πήρε κανα όργανο;
- Μόνο; 5 λίτρα σωματικά υγρά! Με στέγνωσε!
- Άντε ρε μαλάκα και με κοψοχόλιασες.
Βλ. και τζακούζο
Got a better definition? Add it!
Λογοπαίγνιο μεταξύ του αγγλικού hostess = οικοδέσποινα, και του ελληνικού χώσ' τες, το οποίο καθιερώθηκε από την αείμνηστη Μαλβίνα Κάραλη στην εκπομπή της Malvina Hostess, με την έννοια ότι η Μαλβίνα τα έχωνε στους πολιτικούς, στα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας κ.ο.κ.
Το ρήμα χώνω, όπως φαίνεται στο σάιτ μας, έχει τουλάστιχον τρεις σλανγκ σημασίες: α) βρίζω, ρίχνω μπινελίκια (τα χώνω είς τινα), β) γαμώ (τον χώνω είς τινα), γ) αγγαρεύω (χώνω τινά). Αναλόγως και το χώστες, το οποίο χρησιμοποιείται και ως υπονοούμενο στην κωλομπαρική διάλεκτο, για την κορασίδα, που αναλαμβάνει ρόλο hostess σε οίκον της απωλείας (αν και η ελληνική κουλτούρα δεν έχει φτάσει ούτε καν σε αυτό το επίπεδο φεμινισμού, ήτοι να αναγνωρίζει σε γυναίκα ευαγούς ιδρύματος οποιονδήποτε άλλο ρόλο πέραν του αντικειμένου, οπότε πρόκειται μάλλον για γκρηκλισμό).
Μας υποδέχτηκε η χώστες και άρχισε την επίδειξη των κορασίδων, αν και μεταξύ μας, η χώστες ήταν πιο χώστες από τις άλλες...
Got a better definition? Add it!
Ούτε κρητική, ούτε ποντιακή, ούτε Χρήστος Δάντης. Το κομμάτι που χορεύεται, που θα «πάει» καλά στα κλαμπ.
Από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006, άρθρο Μαρίας Μαρκουλή, εδώ
- Αυτό; Σούστα, σου λέω, θα με θυμηθείς!
Προφανώς επειδή η σούστα είναι πολύ ζωηρός χορός, ταιριάζει καλύτερα για παρομοίωση με κλαμπίσιο κομμάτι.
Got a better definition? Add it!
Σε πολλά νυκτερινά καταστήματα διασκεδάσεως παρατηρείται το φαινόμενο της ακατάσχετης οινοπνευματοποσίας (και άλλων... μεθυστικών ουσιών...!), τόσο εκ μέρους των πελατών, όσο και των υπαλλήλων του καταστήματος και βέβαια των τραπεζοκόμων.
Αυτό το φαινόμενο καθιστά την συνεννόηση δύσκολη. Στην περίπτωση δε, κατά την οποία ο τραπεζοκόμος έχει κάμει χρήση των άλλων... πιο μεθυστικών ουσιών, ε, τότε μιλάμε για τραπρεζοκόμο και η συνεννόηση καθίσταται αδύνατη αλλά και διασκεδαστική!
Καυλαγόρας (πελάτης): «Θα μπορούσα να έχω ένα ουίσκι με πάγο παρακαλώ;»
Μήτρουλας (τραπρεζοκόμος): «Χε χε χε! Ιγώ δηλαδίς... Δε γίνιεται φλαράκιε, χε χε, ετελείωshε το Ντραμπούιε...»
Καυλαγόρας: «Μα περί ποίου Ντραμπούι ομιλείτε;»
Μήτρουλας: «Ούι ούι ούι, τελείωshε το Ντραμπούι! Χα χα χα»
Καυλαγόρας: «Ωχ... εις τραπρεζοκόμο ήπεσα...»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πολύ πριν το φραπέ γίνει σάγκα του σάιτ, το καπουτσίνο ήταν το στάνταρ υπονοούμενο για τον πέοντα. Όπως και οι μοναχοί Καπουτσίνοι, που οι καημένοι δεν μπορούσαν να φανταστούν τι σλανγκομοίρα τους περίμενε στην Ελλάδα.
Στην μετά φραπέ εποχή, ευλόγως ο καφές καπουτσίνο γίνεται φραπουτσίνο, για να δηλώσει το φραπέ με την γνωστή σύσταση, που προκαλεί αηδία σε πολλές Σλανγκοφοριάζουσες και τις κάνει να μην θέλουν να πιουν/ παραγγείλουν ούτε τον κανονικό καπουτσίνο. Παρομοίως έχουμε τα:
- Φραπουτσίνο φρέντο: Το φραπουτσίνο που σερβίρει παγομούνα.
- Φραπουτσίνο κάλντο: Το φραπουτσίνο με την καλή έννοια από καυτή φραπαιδοιάρα.
- Εσπρέσο: Το αγχωμένο φραπέ από φραπεδιάρα που επιδιώκει μεγιστοποίηση κέρδους με ξεπέτα.
- Εσπρέσο Φρέντο: Ό,τι χειρότερο! Βιαστικό ΚΑΙ από παγομούνα! Μακριά!
- Μοκατσίνο: Φραπουτσίνο από Αφροξυλάνθη, δηλ. Αφρογενή κορασίδα.
- Πουτσοτσίνο: Το γνωστό. Επίσης από τα ονόματα των κοριτσιών, βλ. λήμμα ντεκαφεϊνέ. Λ.χ. Λιλιαντσίνο, Μαρινοτσίνο κ.ο.κ.
Χύνω, χύνω με φραπουτσίνο!
(Τραγούδι τελειωμένου φραπεοκράτορα).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο όρος προκύπτει εκ των όρων, Φάληρο και Λυρική Σκηνή (Εθνική Λυρική Σκήνη. Δες και εδώ).
Εξετάζουμε δυο βασικές περιπτώσεις:
Σε αυτή την περίπτωση αναφερόμαστε χιουμοριστικά στη Λυρική Σκηνή, έχοντας χιουμοριστικό τόνο στη φωνή μας (βλ. παρ. 1).
Η λέξη, Φάληρο, παραπέμπει στη λέξη φαλιρίζω, που σημαίνει: χρεοκοπώ, πτωχεύω. Η εκφορά του όρου στις ακόλουθες υποπεριπτώσεις εκφέρεται σε συνδυασμό, με κατάλληλο απαξιωτικό μορφασμό, συμβάλλοντας σε κοροϊδευτικό αποτέλεσμα. Διακρίνουμε δυο υποπεριπτώσεις:
α) Μπορούμε να αναφερθούμε κοροϊδευτικά στα μουσικά ακούσματα της Λυρικής Σκηνής (όπερα), στην περίπτωση που δεν τη βρίσκουμε με τη μουσική αυτή (βλ. παρ. 2).
β) Θεωρώντας τη μουσική που παίζεται στη Λυρική σκηνή μουσική υψηλού επιπέδου και, κατ' επέκταση, τους τραγουδιστές που εμφανίζονται εκεί τραγουδιστές κλάσης, η εκφορά του όρου παραπέμπει έμμεσα σε κάποιον υποτιθέμενο τραγουδιστή, που έχει μουσικό ταλέντο gtp προδιαγραφών, αφού τραγουδάει και καλά στη Φαληρική σκηνή (μουσικός χώρος gtp προδιαγραφών).
Πολλές φορές μιλάμε για ψώνια που νομίζουν πως έχουν το... μουσικό ταλέντο.
Βλ. Γαργάρα με ξυλόπροκες, Στη σκάλα του Ωρωπού τραγουδάει;
Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 3.
- Πάμε Φαληρική σκηνή το Σάββατο;
- Εγώ έχω γαλουχηθεί από τα μικράτα μου με αργκό και τουμπερλέκι και έπεται πως θεωρώ εντελώς ξενερουά, τη μουσική που παίζεται στη Φαληρική σκηνή.
- O Καρύδης είναι τραγουδιστής της πλάκας.
- Πού τραγουδάει;
- Ε που θες μωρέ να τραγουδάει; Σε καμιά Φαληρική σκηνή, θα παίζει ο έρμος.
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητική φράση που απευθύνεται με έντονο απαξιωτικό μορφασμό, για κάποιον τραγουδιστή, ή για κάποια τραγουδίστρια τελευταίας κλάσης (βασικά για κλάσιμο είναι). Για κάποιο άτομο που θεωρεί πως είναι το... μουσικό ταλέντο.
Μιλάμε για κάποιο ψώνιο, για κάποιο άτομο συμβατών προδιαγραφών με το Ανίτα show (δες και γαργάρα με ξυλόπροκες), για κάποιον Κακοφωνίξ, για κάποιο εντελώς ατάλαντο μουσικά άτομο, που ωστόσο όμως μπορεί να διακρίνεται για άλλα ταλέντα (π.χ: μπορεί να μιλάμε για κάποια με φωνητικές δυνατότητες α λα Μαρία Κάβλας, για κάποια φραπεδιάρα, για κάποια χορεύτρια, κλπ).
Πολλά απ' αυτά τα άτομα τραγουδούν σε κέντρα ftpπροδιαγραφών. Πάντως όποιος πάει για να ακούσει ποιοτικό άσμα εκεί, τα 'πιασε τα λεφτά του. Όπως λέει κι η Σαπφώ: Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες. Και στη φάση αυτή, μιλάμε για κακαρίσματα.
Το υποτιμητικό της φάσης βγαίνει από το γεγονός, πως ενώ η φράση θυμίζει σκάλα του Μιλάνου (που παραπέμπει σε όπερα και σε μουσική υψηλού επιπέδου), γίνεται η ανατροπή μιλώντας για Σκάλα του Ωρωπού (δεν μιλάμε δηλαδή για σκάλα με όπερα, αλλά για λιμάνι).
Μιλάμε δηλαδή για κάτι άσχετο. Και επομένως παραπέμπουμε έτσι σε κάποιον ατάλαντο στο τραγούδι.
Όσο πιο χάλια αντίληψη έχουμε για την περιοχή του αναφερόμενου λιμανιού, τόσο πιο μεγάλη γίνεται η απαξίωση.
Σημείωση:
1) Μπορούμε να κάνουμε παύση μεταξύ της λέξης σκάλας και της λέξης Ωρωπού, για να δημιουργηθεί εντονότερη η εντύπωση περί σκάλας του Μιλάνου στο μυαλό του συνομιλητή μας, πριν την ανατροπή που θα ακολουθήσει.
2) Αντί για σκάλα Ωρωπού θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για σκάλα Πολυχνίτου, Καλλονής και γενικότερα για οποιαδήποτε σκάλα λιμανιού.
- Αυτή την τραγουδίστρια που μου σύστησες χθες στο σπίτι σου, δεν την έχω ξανακούσει. Καλή είναι; Πού τραγουδάει;
- Καλή;... Μόνο καλή; Να φανταστείς... τραγουδάει στη σκάλα...
- Σκάλα;... Σκάλα του Μιλάνου;
- Περίπου. Σε σκάλα τραγουδάει κι αυτή, αλλά όχι στη σκάλα του Μιλάνου. Στη σκάλα... του Ωρωπού τραγουδάει βρε! Πού να τραγουδάει μωρέ; Στο κέντρο «Τα κακαρίσματα», στην εθνική οδό. Αλλά, δεν μπορείς να πεις; Από μουνί... φωνάρα η τύπισσα. Μιλάμε για... βιρτουόζο στον χειρισμό πουλόφωνου. Όχι αστεία!
Got a better definition? Add it!
Φράση που χρησιμοποιείται κυρίως από ομοφυλόφιλους άνδρες, προκειμένου να προσεγγίσουν άγνωστους, με πρόστυχο αλλά συνάμα συγκαλυμμένο τρόπο.
«Γεια σου. Σε κοιτάζω εδώ και πολύ ώρα. Θέλεις να πάμε στην τουαλέτα να σου παίξω μια μαλακία με τον κώλο μου;»
Got a better definition? Add it!