Cartoon των 90's. Χρησιμοποιείται ώς αντίστοιχη λέξη του χοντράδια όταν κάποιος ψάχνει ό,τι να 'ναι φάση με κοπέλα για να φύγουν απο κάτω οι flintstones να ξεβουλώσει η χοάνη.

- Μαλάκα, καλά που έκατσε η Σούλα κι έδιωξα τους flintstones γιατί είχα πρηστεί σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν δεν κλάνεις.

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε μουνί της λάσπης.

Χρησιμοποιείται από παρμένους ακαδημαϊκού επιπέδου.

Το αρχίδι, το μουνόπανο, ο γλοιώδης, ο τρικάριολος καρακαριώλης, ο που δεν τον πιάνεις στο στόμα σου γιατί πρέπει να το πλένεις τρεις μέρες.

Μου χρωστάει έξι μηνιάτικα και ποιεί την νήσσα, το αιδοίο του έλους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά για να περιγραφεί η απίστευτη μπόχα όσων μπίχλερμαν (εξαιρούνται πάντα οι κυριες) δεν ασχολούνται με την σωματική τους υγιεινή. Φονικός αρωματικός συνδιασμός που περιλαμβάνει σκατίλα και ουρδεσάνς.

Χρησιμοποιείται ενίοτε και μεταφορικά για να χαρακτηρίσει άτομα (συμπεριλαμβάνονται και οι κυρίες) που δρούν χωρίς ηθικούς ή αξιακούς φραγμούς.

  1. Α! τον πούστη πως βρωμάει και ζέχνει... μας ξεπάτωσε, αρμάνι χαρμάνι δικέ μου!
  2. Παπαπαπα...πολύ βρώμα η προϊσταμένη, αρμάνι χαρμάνι σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν γουγλίζεται και δε γκζέρω αν λέγεται ακόμα, αλλά εκεί στα έρλjυ ενενήνταζ εμείς μιά φορά το λέγαμε για τις μπόμπες.

Πράγμα που μου θυμίζει τον άλλονε που είχε γράψει ότι το χριστουγεννιάτικο δέντρο το στολίσναγιαν όλη μαζί η οικογένεια. Ε, πώς να μη μαραθεί το τσαμένο...

- Πω ρε πούστη μου, τι μαζούτ ήταν αυτό που μας πότισε ο δικός σου χτες το βράδυ; Ακόμα έχω τσουκνίδες στον εγκέφαλο.
- Όχι και μαζούτ ρε μαλάκα, αυθεντική βότκα ξέρναγια ήτανε, και με ταινία γνησιότητας μάλιστα. Έχει την αντιπροσωπεία ο άθρωπας σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυάλινο-τζαμένιο άγαλμα με το όνομα «Δρομέας», που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας έξω από το Hilton. Λέγεται έτσι εξαιτίας της βρώμας που συγκεντρώνει και της ουσιαστικής αδυναμίας καθαρισμού του, λόγω της μορφολογίας του (χιλιάδες πτυχώσεις).

Κανονικά το άγαλμα δεν θα έπρεπε να λέγεται «Δρομέας», αλλά «Βρωμέας»!

Το εν λόγω άγαλμα. (από terry, 22/01/11)(από terry, 22/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς: συναλλαγματική.

Γραμμάτιο λέγεται και η καθημερινή (για τους υγιείς γράφω και εννοώ) δόση προς την μητέρα φύση.

Βεβαίως λόγω γραφειοκρατίας της σούφρας βγήκε και το γνωμικό «τα κακά κόποις κτώνται».

- Μάγκες πάω να πληρώσω το γραμμάτιο και έρχομαι
- Καλά ρε, τι λέει... αυτός πηγαίνει στην χέστρα!!!

Στο 3:23 έρχεται η εξόφληση!! (από Cunning Linguist, 07/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μη βιαστείτε να με κρίνετε ότι έχω κάνει ορθογραφικά λάθη στη λέξη: εκ + πίσω + κρότος.

Eίναι το κλανίδι με τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  • Μεγάλη πίεση, 3 bar (που παράγει τον χαρακτηριστικό ήχο).
  • Μικρή διάρκεια, ίσα που φτάνει το 1 δευτερόλεπτο.
  • Μηδαμινή μυρωδιά, δόξα τον Θεό.
  • Προκαλεί πόνο συνήθως στον δράστη και γέλιο στους γύρω (αν είναι φίλοι, αλλιώς ο δράστης το κλαίει).
  • Στο 80% των περιπτώσεων είναι ακούσια και απλά ξέφυγε.

Το όνομα της το παίρνει από τον κοφτό, δυνατό ήχο που θυμίζει εκπυρσοκρότηση όπλου.

  1. (η παρέα παίζει Pro Evolution Soccer στο PS)
    — ...πρρρατς... Σόρρυ παιδιά, εκπισωκρότησα.
    — ΧΑΧΑΧΑ και νόμιζα ότι μας την πέσανε οι μπάτσοι!

  2. Άσε ρε Μαρία μου... Εκεί που τον είχα από πάνω μου να μου αλλάζει τα φώτα, εκπισωκροτεί ξαφνικά και πετάει ένα κλανίδι και με ρωτάει: «σ' άρεσε μωρή βρομιάρα μπαλότσα;!»... Να γιατί τον χώρισα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «ευαίσθητη χορδή», «αγγίζω την ευαίσθητη πορδή» κάποιου. Είναι η κλαψιάρικη, παραπονεμένη πορδή, ή η ντροπαλή πορδή.

- Πολύ ωραία η φασολάδα, που έφτιαξες σήμερα, Μαρίκα! Άγγιξε τις ευαίσθητες πορδές μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά Παπαζέκα, ζόχα είναι η δυσάρεστη οσμή που επέρχεται από τα βρασμένα λάχανα, τα ζόχια.

Ρε μαλάκα, τι βρωμάει έτσι;
– Είναι τα λάχανα που βράζει η μάνα μου στην κουζίνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified