Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.
«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»
(από την Μαύρη Φατρία)
Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.
«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»
(από την Μαύρη Φατρία)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέσχη της απάτης. Η 11η πληγή του Φαραώ. Ο Αρμαγεδδών της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα. Το βαθύτερο νόημα της αρπαχτής. Η εκδίκηση της γυφτιάς. Η απόλυτη καταπίεση με προοδευτικό προσωπείο. Η κατάρα των Θεών.
Προέρχεται από τις λέξεις πλαστός + στοκ. Μιλάμε για ολική αστοχία υλικού/παραγγελίας.
Όπως λέει και το τραγούδι:
«παίζω και χιπ παίζω και ρόκ
μεσ' στο σαλόνι το μπαρόκ
την έχω κάτσει απ' το σόκ
γιατί όλο το στόκ ήταν πλαστόκ»
Τα μέλη του αποκαλούνται πλαστόκοι (<πλαστόκος, ο). Καμία σχέση με τον απλό και φερέγγυο στόκο με τον οποίο κάνεις τη δουλειά σου. Ο πλαστόκος θα σε ρίξει σίγουρα. Όταν τον έχουν διορίσει στον ΟΤΕ ή στην ΕΥΠ λέγεται και πλαστοκοριός.
Κάθε ομοιότητα με γνωστά κόμματα είναι απολύτως συμπτωματική. Βέβαια υπάρχουν και άλλες εκδοχές του, όπως θασόκ, μπατσόκ, σκατόκ, κ.α.
«...Το “λασπολόγησε και κυβέρνα” του Πλαστόκ πάει γαμημένα καλά...»
(Από πού αλλού; ...Μαύρη Φατρία)
Μπατσόκ... τρεχάτε ποδαράκια μου (από Marco De Sade, 30/09/10)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Επίθετο)
Φιλική επευφημία, ευρέως αναφερόμενη εντός νωχελικών παρεών επιδιδόμενων εις το αρχαιότατον πάρεργον «τάβλι», που αναφέρεται όταν στον έναν εκ των παιχτών έχει ανοίξει ο κώλος και τους έχει πάρει όλους σερί...
Χρησιμοποιείται επειδή συνδέει το τάβλι με την επευφημία καυλιάρης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο όρος αναφέρεται σε πιπίνια λυκειακής ηλικίας, απαραιτήτως ενδεδυμένα με σταράκια ανεξαρτήτως χρώματος, που εντυπωσιάζουν με την γλουτιαία περιοχή τους και κάνουν τον ανδρικό πληθυσμό να τις παρατηρεί από τη μέση και κάτω...
- Μαλάκα τσέκαρε ένα σταράκι που περνάει...
- Πωπω, σκέτο κωλ σταρ!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λογοπαίγνιο του όρου «ο καθ' ύλην αρμόδιος».
Το λέμε για κάποιον συνήθως δημόσιο υπάλληλο που μας έκανε να πούμε το δεσπότη Παναγιώτη και μας οδήγησε «πιο πέρα κι απ΄εκεί που συχνάζ' η Φλέσσα», τις περισσότερες φορές επειδή είχε μαύρα μεσάνυχτα επί του θέματος.
Για να τονιστεί το τελευταίο, λέγεται και το ο καθίκης αναρμόδιος σαν υπερθετικός του ο καθ' ύλην αναρμόδιος.
Το ο και γαμώ το καντήλι(ν) του αναρμόδιος το αφήνω στη φαντασία του καθενός σας και σας εύχομαι να μη σας τύχει.
- Ρε μπαγάσα, εσύ που 'σε παθός και μαθιός, τι κάνουμε για μια άδεια για μπουγατσατζίδικο;
- Ά!! Χέσε τον Μαλακόπουλο που 'ναι ο καθίκης αρμόδιος και μίλα με τον Μπάμπη το χοντρό στη γραμματεία να σε ξεστραβώσει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τερατώδης μαύρος body builder, που η εμφάνισή του παραπέμπει στον πασίγνωστο Arnold, κυβερνήτη της California.
Got a better definition? Add it!
Υψηλόβαθμο στέλεχος εταιρείας. Ο Project Manager πιο συγκεκριμένα.
Προέρχεται από το «Run τα plan» («τρέχω» / καταστρώνω πλάνο). Χρησιμοποιείται υπονομευτικά και με μειωτική διάθεση.
- Τι έγινε στο meeting;
- Άσε... ο Ραντανπλάν νομίζει ότι απασχολούμε 100 άτομα. Ούτε του χρόνου δεν θα τελειώσει αυτό το project!
Got a better definition? Add it!
Σύμφωνα με τις αναπτύξεις στρατιωτικών αρκτικολέξων, είναι ο φαντάρος που πρέπει να πάει στο ΚΕΦ (Κέντρο Ελέγχου Φρουράς) για να πάρει όπλο και να πάει στο σκοπέτο. Το κεφάτος ευφημισμός βέβαια.
- Πού πάει ο μίκυ;
- Είναι κεφάτος.
Got a better definition? Add it!
Την ερώτηση αυτή την χρησιμοποιούμε για να δείξουμε ότι κάποιος είναι και πολύ μαλάκας. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως συνώνυμο του παπούστης.
βλ. και (όχι ρε) πού στηρίζεται η Ακρόπολη, μια που τ΄αναφέραμε, ο πους της καθέτου ας γίνει αρχή δια το μάθημα, Ω ξειν αγγέλειν γονεύσι ότι τήδε κοιμώμεθα τοις κείνων χρήμασι τρεφόμενοι
Got a better definition? Add it!
Ο υπέρμαχος του σχεδίου Ανάν για την Κύπρο. Ανήκει και στην δεξιά ιδιόλεκτο στην οποία συνηθίζεται να παρατίθεται παρατακτικώς μετά άλλων ύβρεων, λ.χ. «είσαι γνωστός θολοκουλτουριάρης, εθνομηδενιστής, ευρωλιγούρης, αποδομιστής και ανανιστής», αλλά όχι μόνο, λέγεται και από άλλους επικριτές του αμφιλεγόμενου σχεδίου Ανάν. Επίσης χρησιμοποιείται αρκετά στην μαρτυριάρικη, λ.χ. για να χαρακτηρίσει μερίδα του πολιτικού κόσμου. Προφ λογοπαίγνιο με τον αυνάνα, βλ. και κόφι αυνάν.
Συνώνυμο: μάρτυρας του Αυνάν (πλάκα κάνω!, ξένε μεταφραστή).
Ακόμη και σήμερα, ένα βήμα πριν την επιβολή, απ’ τη Νέα Τάξη, της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης, την ανάγκη της οποίας τονίζει και ο ανανιστής πρωθυπουργός της κατεχόμενης Ελλάδας και πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, οι ιδέες παραμένουν το μεγαλύτερο όπλο της ανθρωπότητας. (Εδώ).
είναι σταθερός, συνεπής και στοχοπροσηλωμένος στο 2004. Είναι ένας αδιόρθωτος «Ανανιστής» και όλα όσα λέγει περιστρέφονται γύρω από το Σχέδιο Ανάν. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!