Further tags

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε με κόσμιο τρόπο -συνήθως μεταξύ άλλων- ότι δεχθήκαμε παροχή υπηρεσιών ιερόδουλου.

  1. - Τελικά πήγες για ποτό εχθές; - Όχι ρε, το απόγεμα μόνο πετάχτηκα και ψώνισα ένα ξανθό παλτό.

  2. - Ρε συ, γιατί πάει ο Μπίλης κάθε Σ.Κ. στη Βουλγαρία; - Α, δε το ξέρεις; Έχει καλά ξανθά παλτά μέσα ρε...

βλ. και κουβερτούλα ορ. ironick

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστειατόρικη έκφραση που σημαίνει «είσαι ωραίος» ή σωραίος. Λέγεται επιβραβευτικά όταν κάποιος έχει κάνει ή πει ή εξιστορήσει κάτι ωραίο. Δηλαδή από τον χαρακτηρισμό ναζωραίος για τον Χριστό κρατάμε μόνο το τέλος «ωραίος». Πιθανότατα επέδρασε και αυτό το ανέκδοτο για την έκφραση, η οποία πάντως είναι, νομίζω, λιγότερο συχνή από τα ζαγωραίος και Ζαγοράκης.

  1. - Παιδιά αφήστε θα κεράσω εγώ, αύριο είναι τα γενέθλιά μου!
    - Ναζωραίος!

  2. Ο παλιός είναι ωραίος, κι ο νέος είναι Ναζωραίος (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι χαρακτηρίζονται άτομα που μιλάνε ακατάπαυστα για το ίδιο θέμα, δεν κάνουν αυτό που τους λέμε με την πρώτη και γενικά, ή μας εκνευρίζουν με αυτά που λένε ή κάνουνε.

Κοινώς, όσοι μας τα κάνουν τσουρέκια.

  1. Γιώργος Μίνος: -Ο ΠΑΟΚ...
    Αυτός που ακούει τον Μίνο: - Άντε πάψε ρε τερκενλή!

  2. - Ωχ ο Επαμεινώνδας.
    - Μη τον φωνάξεις ρε.
    - Γιατί μωρέ;
    - Ε δεν τον ξέρεις; Τερκενλής είναι.

(από Simigdalenios, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική ερώτηση σε κάποιον που δεν έχει τρόπους, δεν ξέρει να σταθεί σε ένα χώρο με τους υπόλοιπους της παρέας.

Παρμένο από παλιό ανέκδοτο της δεκαετίας του ογδόντα.

Λάκης (που τον έχει φέρει ο Βιόλης στην παρέα) μέσα στο ρεστοράν, μεγαλοφώνως, ρωτάει τους υπολοίπους:

- Ρε μαλάκες, δε πιστεύω το μαγαζί να είναι πιασέκωλο...

Σήφης ρωτάει το Βιόλη:

- Θα' τρωγες μια μπανάνα τώρα;

Bιόλης:

- Μπα, όχι με τίποτα!

Σήφης:

- Καλά εσύ δε θες, το μαϊμού δε θέλει μπανάνα;

smile (από georgegreek, 28/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοκάκιας, αυτός που σνιφάρει κόκα.

Κάποτε ήταν καλός ποδοσφαιριστής, τώρα έχει γίνει ένας χοντρός κοκακολάς.

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που χρησιμοποιείται για ένα άτομο που δεν καταλαβαίνει Χριστό, περνάει κάτι στο ντούκου, είναι στον κόσμο του, και γενικά δεν του καίγεται καρφί για το τι λέει ο συνομιλητής του, παριστάνει τον κουφό, και βάζει τα λεγόμενα από το ένα αυτί και βγάζοντας τα μετά από το άλλο.
Είναι ίδιο νοηματικά με το «στου κουφού την πόρτα (όσο θέλεις βρόντα)», μόνο που στην θέση του «κουφού» χρησιμοποιείται το «kung fu» για να προσδίδει μια κάποια αστειότητα.

- Πιστεύω ότι πρέπει να παρατήσεις την Στέλλα.
- Γιατί; Γκομενάρα είναι, με θέλει, την θέλω, γούστο κάνουμε. Εσύ τι ζόρι τραβάς;
- Έλα ρε μαλάκα, αφού ξέρεις ότι είναι πρώην του Γιάννη, και δεν γουστάρει να την βλέπει!
- Ε και; Στα τρία μου!
- Στου kung fu την πόρτα όσο θέλεις βρόντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος Σάντας Κλάους.

Πώς λέγεται ο Σάντα Κλάους όταν έχει μεθύσει; Βασιλόπιτας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Παρθένα Γαμίδου, πρωτογνωρίστηκε σε τηλεφωνικούς καταλόγους με τα πιο παράξενα επίθετα. Η φράση χρησιμοποιείτε πλέον για να εκφράσει γυναίκα που ενώ δίνει την αίσθηση ότι είναι παρθένα, η πραγματικότητά της είναι άκρως διαφορετική...

- Καλό και μαζεμένο γκομενάκι η Ελένη ρε μαν. Παίζει να 'ναι και παρθένα!
- Ποια ρε; Η Ελένη; Αυτή είναι Παρθένα Γαμίδου ρε φίλε.

Δες και -ίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά της λέξης κανίβαλος.

Η λέξη λέγεται για κάποιους αγενείς, χωρίς τρόπους και φέρεσθαι, οι οποίοι έχουν θράσος περισσό, και συναντώνται σε όλες τις ηλικίες και κοινωνικά στρώματα.

Μπορεί να είναι φίλοι, συγγενείς, γνωστοί, και κατά κανόνα κινούνται με ιδιοτέλεια προς πάσα κατεύθυνση και χωρίς αιδώ.

Γενικά είναι ο συμφεροντολόγος, ο παρτάκιας, μπορεί να περιμένεις να παρκάρεις και θα κοιτάξει να χωθεί θρασύτατα να σου κλέψει τη θέση, εάν μπορεί να εξαπατήσει οποιονδήποτε για να κερδίσει οτιδήποτε, στη τελική είναι το άτομο χωρίς αξιοπρέπεια.

- Καλώς τον Ριρή τον καρνίβαλο, τι κάνεις, η οικογένεια καλά;
- Γεια σας, καλά εσείς; Θα μου βάλετε ένα μπολ παγωτό με μπόλικο σιρόπι σοκολάτα, και εάν μπορείτε φτιάχτε μας μια ομελέτα σαν αυτή που μας φτιάξατε εχθές... ήταν πολύ ωραία!!

το ολοκαύτωμα των καρνιβάλων (από Vrastaman, 03/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπαίγνιο του όρου «πολυτάλαντη», που δηλώνει την ασχολούμενη με τα πάντα ηθοποιό-μοντέλο-τραγουδίστρια-παρουσιάστρια-τορναδόρο, η οποία ωστόσο δεν καταφέρνει να διακριθεί σε κανέναν τομέα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της. Έχει χρησιμοποιηθεί για τη Ζέτα Μακρυπούλια.

Η πολυατάλαντη παρουσιάστρια έκανε το ντεμπούτο της και ως Έντα Γκάμπλερ στο ομώνυμο έργο του Ερίκου Ίψεν.

(από Khan, 10/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified