Further tags

Πρόκειται για παράφραση του γαλλικού «faux bijoux» που σημαίνει το μη αυθεντικό κόσμημα, και περιγράφει το ψεύτικο, απότοκο πλαστικής επέμβασης, στήθος.

-Πάντα το ζήλευα το στήθος της Ελένης... -Κι εγώ, μέχρι που έμαθα ότι είναι φο-βυζού!!!

Ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική. (από Vrastaman, 31/07/08)

βλ. και κονάτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τρέντουλο.

Ο Κώστας επέμενε να βγούμε στο Γκάζι.

«Δεν μ' αρέσει εκεί» είπα, «μέσα στα στενά. Έχει ταραντούλες».

Ταραντούλες στην αργκό μας είναι οι τρέντουλες, όσοι ζούν σύμφωνα με τη Βίβλο των τρέντι περιοδικών μ' αφιερώματα όπως «Τα είκοσι καλύτερα ζευγάρια βυζιών της δεκαετίας» ή «Δέκα τρόποι για να του φτάσει μέχρι τ' αφτιά».

(Γ. Παλαβός, «Πέμπτη βράδυ»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που την έχει μικρή.

Καλά να είμαι τόσο γκαντέμω ρε γαμώτο; Να είναι μαύρος και να μου βγει λιλιπούτσειος;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανατική Εκπρόσωπος Της Ασχήμιας

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια γκόμενα εξαιρετικά άσχημη.

-Πώ ρε φίλε, τι φέτα ήταν αυτή; -Ποια φέτα ρε μαλάκα; Εγώ νόμιζα ότι πέρασε ο Κουασιμόδος!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αυτιάγγουρας , ο αυτουλάς κοκ.
Εκ του Μπακατσιάς (Θύμιος) + αυτιάς.

Κοίτα τον μπακαυτιά απέναντι, σαν τον Ντάμπο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που γελάει όλη την ώρα, ο γελαστός. Χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, αλλά και ως επίθετο.

- Πολύ γελαδερό παιδί αυτός ο Γιάννης...
- Το χαμόγελο της Colgate!

Ο γελαδερός Γιάννος με το χαμόγελο της Colgate (από allivegp, 24/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται σε γυναίκες που το παίζουν ωραίες προκαλώντας με δηλώσεις και ενδυματολογικές επιλογές, αλλά ουσιαστικά είναι πολύ άσχημες και πολύ μεγάλες σε πλάτος. Προέρχεται από το όνομα της Πάμελας Άντερσον (που συνήθως αύτο είναι το είδωλο των συγκεκριμένων γυναικών).

- Ξέρεις τη Σταυρούλα; Μου έχουν πει ότι είναι πόλυ hot και sexy.
- Τι λες ρε; Φάλαινα Άντερσον είναι! Να την έβλεπες πώς ντυνόταν στο σχολείο... Σκέτη φρίκη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ψαγμένοι κουλτουριάρηδες που ακούνε μουσική και γενικότερα έχουν κουλτούρα «ethnic», δηλαδή με έμφαση στις εθνικές - πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Προφάνουσλυ, είναι το αντίθετο από τα εθνίκια με την κυρίως έννοια, οπότε ο όρος χρησιμοποιείται ειρωνικά από τους κουλτουροφοβικούς.

Στην νυχτερινή συνάντηση του μενάζ:

Μένιος: Πώς πέρασες σήμερα Λίλιαν;
Λίλιαν: Να, με πήγε ο Πέρι σ' ένα μαροκινό εστιατόριο, μετά πήγαμε σ' ένα ινδικό για επιδόρπιο και το βράδι πήγαμε στην συναυλία του Ross Daley.
Μένιος: Πρόσεξε, Λίλιαν , έχεις μπλέξει με εθνίκια!

Ross Daly. Μεγάλο εθνίκι! (από Dirty Talking, 27/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφημισμός για:

  1. Τον χοντρό.

  2. Την βυζού.

Ασίστ: Χανκ.

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος με το ιδιαίτερο πληθωρικό στυλ του εξήγησε τα κακά που έχει σωρεύσει στον τόπο η κυβέρνηση της ΝΔ.

Η Πάμελα Άντερσον εκτύλιξε το πληθωρικό ταλέντο της σε σειρές, όπως το Baywatch.

Βλ. και σχετικό λήμμα βαρύνουσα προσωπικότητα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουρίνιο λέμε κάποιον, όταν ντύνεται κάθε μέρα διαφορετικά, όταν κάνει διάφορα είδη κόμμωσης στα μαλλιά και γενικά, εμφανίζεται όπως ο πρώην προπονητής της Πόρτο και Τσέλσι και νυν της Ίντερ.

-Γεια σας μάγκες.
-Ρε μαλάκα, γιατί έβαλες λακ στα μαλλιά; Ποιος είσαι ρε, ο Μουρίνιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified