Το μπάζο που καίει μαζούτ, σε ένα super pack υπερπροσφοράς 2 σε 1.

Και για όποιον δεν κατάλαβε: η βραδύπω ψαροκασέλα, η αργοκίνητη μπατάλω, η ανήκουσα στον Κώδικα ξανθιά, η ούτε-με-ξένο-πούτσο χαζομούνα, η τα-ζώα-μου-αργά χλαμούτσα.

Λολοπαίγνιο του εν Φραπέ αδελφός GATZMAN από το δουπού.

  1. - Η Φεβρωνία εθεάθη εις το νυφομπάζαρο, σπεύδω μην με προλάβει έτερος ήρωας...
    - Σπεύσε όμως βραδέως Καυλαγόρα, το μπαζούτ δεν αναμένεται να απομακρυνθεί από το πόστο του any time soon...

2.
ΡΕ ΜΟΥΝΟΣΚΥΛΟ ΑΝΤΕ ΓΑΜΑ ΚΑΝΑ ΠΟΥΤΣΟ ΝΑ ΣΤΑΝΙΑΡΕΙΣ! Η ΚΑΙ ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΒΑΤΙΝΑ! [...] ΕΙΣΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΜΠΑΖΟΥΤ ΡΕ ΓΥΦΤΟ!! ΑΙΩΝΙΑ ΠΕΜΠΤΟΣ ΘΑ ΕΙΣΑΙ!!ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΗ ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατεπείγουσα μέθοδος για τη αφαίρεση φράντζας-κουρτίνας, άραχνου μακιγιάζ και κλαψομούνικου ύφους, εν όψει εισόδου στην οικία ή την εργασία του γονέα ή σε οιονδήποτε χώρο είναι απαραίτητη η ευπρεπισμένη εμφάνιση.

Η αποτυχία της μεθόδου μπορεί να επιφέρει από απλούς κακεντρεχείς σχολιασμούς και βλέμματα, έως καρδιακά κι εγκεφαλικά επεισόδια σε εγγύτερα πρόσωπα (μητέρα, πατέρας και λοιποί συγγενείς).

- Θα πάμε σπίτι σου αργότερα;
- Πρέπει να κάνουμε emoκάθαρση πρώτα, διαφορετικά η μάνα μου θα πάθει ταμπλά....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εύχοντρος χοντρομαλάκας.

Πάσα: Vrastaboy.

- Γύρω από την υποψηφιότητά μου συσπειρώνεται όλη η δημοκρατική προοδευτική παράταξη...
- Μπαμπά δεν βαρέθηκες να βλέπεις αυτόν τον χοντρομπαλάκα, βάλε λίγο Nickelodeon...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως κωλοκοτρώνα.
• Μεγάλος βράχος σε σχήμα κώλου, κάπου στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας, απο τον οποίο λέγεται οτι πήρε το όνομά του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
• Μεγάλος και σφιχτός κώλος. Σπάνιος και ιδιαίτερα δημοφιλής συνδυασμός.

Διάσημες κολοκοτρώνες: Jennifer Lopez, Kim Kardashian, Beyonce, Nicole Natalie Austin.

Πω-πω... κοίτα εκεί μια κολοκοτρώνα... Να φας κωλοσκάμπιλο να πάθεις διάσειση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει κίναιδο μεγάλο σε ηλικία, που διατηρεί την σεξουαλικότητά του παρά τα χρόνια του. Προέρχεται από το πούστης + (γερό)λυκος. Προσοχή, δεν είναι ηλικιωμένος. Τους παππούδες πούστηδες τους λέμε διαφορετικά.

Πουστρόλυκος για παράδειγμα, είναι αυτός που σε νυχτερινή πτήση Αθήνα-Θεσ/νίκη κόλλαγε σε έναν πιτσιρικά να τον πηδήξει. Ο πιτσιρικάς δεν του καθότανε γιατί «θα μας δούνε». «Όχι βρε κουτό, δεν βλέπεις, κοιμούνται όλοι». Κοιτάει γύρω του δύσπιστος ο πιτσιρικάς και του λέει ο πουστρόλυκος «να, πήγαινε να τους ζητήσεις δήθεν τσίχλα που βούλωσαν τα αυτιά σου και θα δεις ότι κοιμούνται». Όντως το έκανε ο μικρός, διαπίστωσε ότι κοιμούνται όλοι, οπότε έκατσε και τον πήδηξε ο γέρος. Όταν έφτασαν στη Μίκρα, ένας παπάς διαμαρτυρήθηκε «Έχω έναν πονοκέφαλο, άλλο πράγμα!». «Και γιατί δε μας ζήτησες ασπιρίνη» του λέει η αεροσυνοδός. «Τι λες καλέ; Ο άλλος τσίχλα ζήτησε και τον γάμησαν, ασπιρίνη θα ζητούσα εγώ;»

- Τον είδες τον ταρίφα. Ροδάνι πάει η γλώσσα του.
- Ναι τον πουστρόλυκο. Άπαιχτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική καραφλάζ με την χρήση ράστα.

- Ο Μάνος είναι πολύ ρισπέκτ άτομο, διατηρεί τα ράστα του ακόμα κι αν έχει χάσει τα περισσότερα μαλλιά του!
- Δεν είναι παρά ένας τιποτένιος ρασταφλός...

Αξεσουάρ ρασταφλαζ (από Vrastaman, 19/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που προορίζεται για τα μπάζα, για ανακύκλωση, για τα ΧΥΤΑ.

Εμφανισιακά, αλλά και ψυχολογικά, αυτός που δεν βλέπεται, δεν υποφέρεται, δεν δικαιολογείται.

Ο τελείως άχρηστος, ο ανυπόφορος, αλλά κυρίως ο προκαλών άσχημη αισθητική εντύπωση.

  1. Τον είδα και αλάφιασα, τον γιαταμπάζα, τον λέτσο.

  2. Από τότε που τον σχόλασε το Μαράκι, έχει γίνει γιαταμπάζας ο Θρασύβουλας.

(από ougk, 03/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γκόμενας προκαλέσασας μεγάλη ζημιά. Μπορεί να μοιάζει με το μπάζο ή με το μπουζούκι αλλά η πραγματική ρίζα της λέξης είναι το γνωστό όπλο Μπαζούκας. Αναφέρεται συνήθως σε αυτό που λέμε γυναίκα-γκόμενα.

Την λέξη την πρωτοάκουσα πρόσφατα και ρώτησα να μάθω και την ακριβή προέλευσή της για να τη μοιραστώ μαζί σας (δείτε στο παράδειγμα).

(Η πρώτη χρήση της λέξης σε πραγματικό διάλογο)

Α ρε Μαράκι... σε πήραμε για νεροπίστολο και μας βγήκες μπαζούκι!

bellzouki (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκούρα συνήθως περιοχή γύρω από την ρώγα και στα δύο φύλα. Ονομάστηκε έτσι επειδή περιβάλλει το κέντρο του βυζιού. Σε ξανθές γυναίκες είναι ροζουλί.

Έφαγα μια ήττα χτές με την Λωλότα... Της βγάζω το σουτιέν και πριν αρχίσω το γλυφοβύζι σταματάω. Είχε τρίχες στο γυροβύζιον της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον συναντάμε σε ηλικίες από 15 έως και 23. Είναι αυτός που έχει ξεχάσει το εσώρουχό του (συνήθως μποξεράκι με σχεδιάκια) λίγο πιο πάνω από το κανονικό και το τζιν του πέφτει διαρκώς. Αυτό το τζιν είναι συνήθως βρώμικο και μάρκας Lee (εξ ού και το ντερτιλής > dirty Lees) ή κι αν δεν είναι, θα είναι ξεβαμμένο και πάντα θα πέφτει όλως τυχαίως προς τα κάτω...

Ο ντερτιλής επίσης σιχαίνεται καθετί trendy αλλά όταν έγιναν τα Αll Star της μόδας όλως τυχαίως πάλι έτρεξε να τα αγοράσει. Του αρέσει να τον κοιτάνε σε κείνο το σημείο όπου πέφτει το τζιν και φαίνεται το εσώρουχο.

Φιλική σημείωση: δεν κάνει για άτομα τα οποία έχουν λίγη παραπάνω κοιλίτσα.

Οι γυναίκες το χρησιμοποιούμε για να δείξουμε και το ότι κάποιος έχει μείνει ακόμα στα λυκειακά χρόνια.

Επίσης τα προσόντα που πιθανόν να είχε ένας ντερτιλής δε διαγράφονται με το συγκεκριμένο είδος ντυσίματος άρα εντελώς δημοκρατικά κατηγορείται πολλές φορές για μικρότητες... κάθε είδους!

*Ουδεμία σχέση με τον κρατούμενο Νίκο Ντερτιλή για όσους τον έχουν ακουστά.

– Αν εσύ καταλάβεις πες το μου και μένα...
– Το ότι είναι ντερτιλής δεν σημαίνει ότι δεν έχει, απλά δεν του αρέσει να φαίνεται, προτιμά να επιδεικνύει το μποξεράκι του...

O Nικόλαος Ντερτιλής εν δράσει (από allivegp, 16/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified