Υπάρχουν δυο πλαίσια εφαρμογής της χαζοχαρούμενης αυτής σλανγκιάς:

1. - Συγχαρητήρια κύριε Καραγκιόζη.
- Συγχεστήρια μαϊμουζέλ.
- Σας ευχαριστούμε.

2. Γυναίκα κτυπά ηλικιωμένο ποδηλάτη επειδή πήγαινε αργά. Πώς στην ευχή βρέθηκε εκεί η κάμερα και τράβηξε το βιντεάκι; Μήπως η μαϊμουζέλ γύριζε ταινία και ο ποδηλάτης είναι συμπρωταγωνιστής; ή μήπως είναι διαφημιστικό

3.
ΜΑΪΜΟΥ ή ORIGINAL
- iceage2609: Τελικα ξερετε που καταληγω παιδια;Αρχιζω να στενοχωριεμαι που δεν βγαινουν και μαιμουδες 7020 :P :) :) :)
- davinci: Eρχονται, Βασίλη και για τον 7020 μαιμουζέλ... ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στα ομώνυμα φασολάκια, αλλά στα ντυμένα με μαύρη ματ βαφή τουτούνια που τελευταία φοριούνται από τρέντι μετακαγκούρια νέας κοπής. Το κόστος της συγκεκριμένης βαφής είναι ιδιαίτερα υψηλό, η δε ορθή συντήρησή της απαιτεί πρωκτική προσήλωση.

Ομολογουμένως ψαρωτίκ σε πορσικά ή σε θηριώδεις τζιπούρες, το μαυρομάτικο λουκ καταντά μάλλον γούτσου-γούτσου σε μικρότερα κάγκουαρ.

- Για τα 10.000€ περιμένω να δω αυτοκίνητο ατμοσφαιρικό, τετραπετάλουδο, να στροφάρει, στροφή για κάθε ζητούμενο ευρώ, στήσιμο που κοιτάει την στροφή και στρίβει, - κλπ κλπ. Όλα τα άλλα είναι καγκουράκια. Τι είναι αυτό το μαυρομάτικο τώρα; Να του βάλουμε και 2 μπαλονάκια και βουρ για την ευθεία.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για άντρα γύρω στα σαράντα περίπου που αρχίζει να κάνει τις πρώτες άσπρες τούφες, ιδίως αν είναι μπροστά. Προφ παρομοιάζεται με τις επιτηδευμένες ανταύγειες που κάνουν οι γυναίκες στα μαλλιά τους. Κακά μαντάτα!

- Τι γίνεσαι ρε Μιχάλη; Καιρό έχουμε να ειδωθούμε! Απ' ό,τι βλέπω κάνεις τα μαλλιά σου ανταύγειες!
- Άσ' τα να πάνε! Πώς να μην ασπρίσω με τόση αγωνία για τα χρέη...

Got a better definition? Add it!

Published

Οι κοινές σηκωμάρες, καθώς το εν στύσει πέος δημιουργεί εξωτερική εμφάνιση στο εσώρουχο παρόμοια με εκείνη ενός αντίσκηνου.

Λέγεται επίσης τέντα και κατάρτι. Αγγλιστί, pitch a tent.

- Μου έγινε αντίσκηνο όταν την είδα μ' εκείνο το μίνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που προκύπτει από τη παραφθορά της λέξης κουλούρι για να δηλώσει τον ανδρικό ή γυναικείο πρωκτό. Δεν πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη δεδομένου του σχήματος του κουλουριού (στρογγυλό με τρύπα στη μέση) αλλά και της ίδιας της υπόστασης του ως διατροφικό προϊόν, δηλαδή ενός εξαιρετικά δημοφιλούς εδέσματος που όλοι σπεύδουν να το ζητήσουν και να το καταναλώσουν. Σημειωτέον πως το κωλούρι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ανδρικό κοινό, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν χαίρει εκτίμησης και από το γυναικείο.

Για λόγους υγείας και υγιεινής, το κωλούρι είναι καλύτερο σκέτο, δηλαδή χωρίς γέμιση. Αν και αυτό πάλι είναι θέμα καθαρά γούστου και -πάνω απ' όλα- βίτσιου.

- Τι είναι αυτό που θα σας κάνει να θέλετε να συζητήσετε με μια κοπέλα; κ ποιο χαρακτηριστικό είναι αυτό που σας κάνει να την γουστάρετε τρελά; πάντα ήθελα να μάθω...

- Το σπίτι που μένει και σε ποιά περιοχή, το αυτοκίνητο που οδηγεί, το ρολόι π
που φοράει, αν έχει δικιά της επιχείρηση και αν δίνει κωλούρι. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ρούχο το εξεζητημένο, το πολύ έξαλλο, ή και το πολύ αποκαλυπτικό. Το ρούχο που, τεσπα, δεν συνηθίζεται στην παρέα ή στον κύκλο αυτού που το φοράει, π.χ. αν σε μια παρέα φοιτητριών της αρχιτεκτονικής που ανήκουν κυρίως στον αντιεξουσιαστικό χώρο, εμφανιστεί μέλος της παρέας με φούστα Dolce & Gabbana, δικαίως την υποδέχονται: «καβλώς την Αλέκα με το παπαρεό».

  1. Μαλάκα, πήγα χθες στη Μαίρη που με είχε τραπέζι και φόραγε ένα παπαρεό, αν είστε πέντε φύγετε κι ελάτε μ' άλλους δέκα. Μου βγήκαν τα μάτια σου λέω!

  2. Τι παπαρεό φοράει, ρε συ, ο Σόμπολος; Θα μας τρελάνει ο τύπος!

  3. Πάρε την ξεφωνημένη, παπαρεό που φοράει!

Η Μαίρη (από panos1962, 01/11/09)Πάνος Σόμπολος (από panos1962, 01/11/09)Ξεφωνημένη με παπαρεό (από panos1962, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερμέγεθες ανδρικό γεννητικό όργανο.

Προφάνουσλυ ο όρος προέρχεται από το μοντέλο Hayabusa της Suzuki, που αποτελεί τη ναυαρχίδα της εν λόγω φίρμας με πάνω από 1300 cc.

  1. - Χθες με «τάισε» ο Μπάμπης.
    - Πώς ήταν;
    - Χαγιαπούτσα! Τι να σου λέω· δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου...

  2. Ρε συ, είδα το παπάρι του Άγγελου στα αποδυτήρια. Πω, ρε μαλάκα! Τι χαγιαπούτσας είναι αυτός;

Ναυ-αρχίδα (από panos1962, 28/10/09)Suzuki Hayabusa (από panos1962, 29/10/09)Χαγιαπούτσας (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαρακτηριστική ανεκδιήγητη ξανθιά απόχρωση της κόμης των –συμπαθέστατων κατά τα άλλα– θηλυκών κατοίκων της Νύμφης του Θερμαϊκού. Απαντάται σε μακρύ μαλλί, κατά προτίμηση με μπούκλες κομμωτηρίου, και παραπέμπει σε τραγουδιάρα, τηλεπαρουσιάστρια, playmate κτλ. Αρχίζει και παρατηρείται στην τρυφερή ηλικία των 17 ετών. Προϋποθέτει ντεκαπάζ γιατί συνήθως επιλέγεται από καραμελάχρινες (εκεί εικάζεται ότι οφείλονται μεταγενέστερες εγκεφαλικές βλάβες, βλ. καμμένα εγκεφαλικά κύτταρα) και δεν έχει καμία σχέση με το χρώμα του δέρματος, το οποίο μπορεί να είναι από πολύ ανοιχτόχρωμο μέχρι εντελώς γυφτέ (συνηθέστερη η δεύτερη περίπτωση). Η πλειοψηφία των γυναικών που το επιλέγουν ανήκουν στην κατηγορία της λάικας.

Τελευταίως έχει αρχίσει να υιοθετείται και από θήλεα της πρωτευούσης, είναι όμως ιμιτασιόν και δεν πρέπει να συγχέεται με το ορίτζιναλ, εκθαμβωτικό θεσσαλονικί χρώμα.

Και μας σκάει το Σεπτέμβρη το μελανούρι η Βασούλα στην τάξη μ' ένα μαλλί θεσσαλονικί, μας στράβωσε μιλάμε! Και να 'ταν μόνο το μαλλί! Δως του και τα μινάκια, να και το βυζάκι έξω, κι όλο και να φαίνεται το στριγκάκι μέσα απ' το παντελόνι... Αχ Βασούλα, μας πέθανες στο χερογλύκανο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φόρεμα του οίκου μόδας του Εμίλιο Πούτσι. Επίσης, σλανγκίζεται έτσι το Γκούτσι φόρεμα, που το τραγούδησε κι ο Μαζωνάκης. Είναι το φόρεμα που ενισχύει την ορθοπεϊκή ικανότητα, το προκλητικό φόρεμα.

Γκάτσμαν ο ασισταδόρος.

Μα έλα που δεν μπορώ πλέον να αντισταθώ σ' αυτό το Πούτσι φόρεμα που φοράς και στον ρυθμό που απόψε βράδυ το κορμί σου κουνάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το glitter που βάζουν οι γυναίκες στα χείλη ή και αλλού για να προσδώσει λάμψη (σημαίνει λάμψη στα αγγλικά) προφέρεται γκλjίτερ με χαρακτηριστική πελοποννjησιακή προφορά για μεγαλjύτερο χαβαλέ.

Βλ. και «Αντζελjίνα Τζόλjι», «η αλjήθεια αλjήθεια», μαλλjί, γυαλjί και παντελόνjι Ljee κ.ο.κ. (λήμμα γραμμένο από προσωπική εμπειρία).

- Ου να μου χαθείς, που μου θες και γκλjίτερ! Έχεις δει τη μούρη σου στο facebook;

(από Khan, 24/07/13)Επανάληψη στο ορθό χρώμα! (από Khan, 11/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified