Further tags

Το ποτήρι που αφήνουμε δίπλα στο νεροχύτη για να πίνουμε νερό ώστε να μη βγάζουμε καθαρό από το ντουλάπι κάθε φορά. Να σημειωθεί ότι η λέξη δεν έχει πληθυντικό. Αν είναι πάνω από ένα, τότε λέγονται σκέτο «άπλυτα ποτήρια».

- Πήρα από το ψυγείο την κανάτα με μπουζάτο νερό και γέμισα το απλυτήρι μέχρι πάνω.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλαστικές σακούλες με χερούλια από σκληρό πλαστικό, ειδικά κατασκευασμένο να σου κόβει τα χέρια όπως κι αν προσπαθήσεις να τις πιάσεις. Οι σακούλες αυτές είναι συνήθως μεγάλου μεγέθους ώστε να βάζεις πολλά και βαριά πράγματα και έτσι να διευκολύνεται η κατακρεούργηση του χεριού σου.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

«Αχ, μόνο χερουλομάχαιρα έχετε; Αφήστε, θα το πάρω αγκαλιά.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τελευταία ημέρα των διακοπών...

Θλημέρα σήμερα. Από αύριο δουλειά #%$&%@!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν, κατά το σκούπισμα με ηλεκτρική σκούπα, περνάω ένα κομμάτι χνούδι ή κλωστούλα τουλάχιστον δέκα φορές με τη σκούπα, αλλά δεν το ρουφάει, οπότε τελικά σκύβω και το πιάνω, το εξετάζω και μετά το ξαναρίχνω χάμω για να δώσω μια ευκαιρία στη σκούπα να το πιάσει.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.

- Πέντε σκουπευκαιρίες της έδωσα της Μίλε, καιρός να το πετάξω στον σκουπιδοτενεκέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι φωνές του περιπτερά να κλείσεις το ψυγείο.

Δεν πρόλαβα να δω τι μπύρες είχε... άρχισε τις ψυγγιές ο μαλάκας.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διακοσμητικό φυτό σε δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες και άλλους χώρους δημόσιας χρήσης που κανείς δε φροντίζει και γι' αυτό έχει τα μαύρα του τα χάλια.

Φημολογείται ότι η αυτοκτονία του Καρυωτάκη οφείλεται στην παρουσία αθλιόφυτων στη δημόσια υπηρεσία όπου εργαζόταν στην Πρέβεζα.

Σημείωση: η λέξη, ο ορισμός και το παράδειγμα πρωτοεμφανίστηκαν στο Πλαθολόγιο του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε δημόσιους χώρους δυσπιστώ αν τα φυτά που κοσμούν τον χώρο είναι αληθινά ή όχι και προσέχοντας μη με πάρει κανείς μάτι τα ζουλάω για να το επιβεβαιώσω. Συνεκδοχικά: Αναρωτιέμαι αν κάποιος είναι πραγματικά τόσο ηλίθιος ή το παίζει.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

- Μην δυσφυταπιστείς, αληθινό είναι το τριαντάφυλλο. Ορίστε βλέπεις το κοτσάνι πώς σπάει;
- Ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μαγειρική) Ο φόβος μήπως καθαρίσεις υπερβολικά πολλές, ή υπερβολικά λίγες πατάτες, όταν θέλεις να τηγανίσεις πατάτες ή να φτιάξεις πουρέ.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.

Με είχε πιάσει γεωμηλοφοβία, αλλά τελικά οι πατάτες ήταν όσες έπρεπε για τους καλεσμένους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πλαστικό φυτό που βρίσκεται σε κάποια γωνία δημόσιας υπηρεσίας και υποτίθεται πως κάνει πιο ευχάριστο τον χώρο. Τις περισσότερες φορές συνυπάρχει με μια μεγάλη αφίσα από το ναυάγιο' στη Ζάκυνθο ή κάποια παραλία της Λευκάδας.

- Βρήκα ένα αθλιόφυτο καταπληκτικό χτες, καιρός να πετάξουμε αυτό και να πάρουμε ένα καινούργιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απρόσμενη χαρά όταν κάποιος σου σερβίρει το αγαπημένο σου κομμάτι από το κοτόπουλο. Στα νεότερα χρόνια χρησιμοποιείται για να εκφράσει την απρόσμενη χαρά γενικότερα, τη στιγμή που η μοίρα κοιτάει κάτω και αποφασίζει να σου φερθεί καλά.

- Βρήκα ένα ξεχασμένο 20ευρω στην τσέπη μου το πρωί.
- Κοτοχαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified