Selected tags

Further tags

Ματζοράκια λέμε τον μουσικό που πωρώνεται συνήθως με τραγούδια γραμμένα σε μείζονες κλίμακες και μινοράκια αυτόν που γουστάρει περισσότερο με ελάσσονες.

Γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά και να καταστρατηγηθεί ο μέγας κοινωνιολογικός νόμος της διχοτόμησης;... Στην παραμετρική του λοιπόν μορφή, τον εφαρμόζουμε στους μουσικούς και παίρνουμε απ' τη μια τον Μότσαρτ κι' απ' την άλλη τον Τσαϊκόφσκι, απ' τη μια τον Τζέρι Λι Λιούις κι' απ' την άλλη τον Νικ Ντρέικ, απ' τη μια τους χαζοχαρούμενους κι' απ' την άλλη τους κλαψομούνηδες, απ' τη μια τους εμβατηριατζήδες κι' απ' την άλλη τους πεθαμενατζήδες, απ' τη μιά τα ροκαμπίλια κι' απ' την άλλη τους έμο, απ' τη μια τις αλίκες βουγιουκλάκες κι' απ' την άλλη τις μάρθες κλάψες –και πάει λέγοντας τέλος πάντων.

Σχόλιο μουσικολογικό: Ένας ματζοράκιας κι' ένας μινοράκιας αποφασίζουν για κάποιο λόγο να παίξουν μαζί· πώς τα βγάζουν πέρα; Δύο είναι οι συνηθισμένες λύσεις: άλφα, η εκμετάλλευση του δυϊσμού μείζονας και σχετικής ελάσσονας, και βήτα, οι τροπικές ανταλλαγές –γιατί στο σλανγκ τζι αρ, χτίζουμε γέφυρες...

  1. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου λεγόταν «Μυταρόλας» για το μέγεθος της μύτης του, είχε όμως και δεύτερο παρατσούκλι «Ματζοράκιας», επειδή στα ταξίμια του κυριαρχούσε ο ήχος ματζόρε. (από φόρουμ όπου φημολογείται πως διατηρεί τουλάχιστον χίλιες τετρακόσιες περσόνες ο Πανούσης)

  2. Είμαστε μινοράκηδες. Δεν είμαστε ρατσιστές απέναντι στη μουσική, απλώς είμαστε μινόρε. Αυτό το μελαγχολικό ύφος στα μουσικά ακούσματα μας τραβάει περισσότερο. (από συνέντευξη του Φίλιππου Πλιάτσικα, εδώ)

  3. — Όπα! Στόπ, στόπ...
    — Τί εγινε πάλι;
    — Φά μινόρε ρε Φούλη στο ρεφρέν, μίνόρέ, πώς το λένε;
    — Ε τί έπαιξα;
    — Εσύ τί λές;, λά επαιξες.
    — Ε εντάξει ρε Τούλη, μου βγήκε στο μπλουζίστικο, πώς κάνεις έτσι να 'ούμε... [σπασαρκίδα μινοράκια, απο ρέ μινόρε σε φά μινόρε, γαμώ το ψυχοπλάκωμά σου γαμώ καταθλιψάρα του κερατά...] Λά ύφεση θές, θα την έχεις. Πάμε πάλι.
    — Πάμε. Έ'α, δύο, τρία, καί... [...άχ Φιφή μου... σνίφ... άχ Φιφούλα μου... ούτε το κομμάτι που σού 'γραψα δέν μπορώ να παίξω πιά... με τους σκατοματζοράκηδες πού 'χω μπλέξει απο τότε που την κοπάνησες με τον πιανίστα... ... ... λύγμ... ρ' αυτή η πένα κοφτερή φαίνεται... θα την κάνει τη δουλειά της λές;... ... ... χμμ... ωραία ιδέα για στίχια πλάκα-πλάκα...]
    — Στόπ!...
    — Έλα ρε Φούλη, τί έγινε;...
    — (με ύφος χιλίων Τζάκ Νίκολσον) Λα ύ φ ε σ η δεν είπες;...
    — Χμ. Ναι ναί, μπερδεύτηκα. Πάμε πάλι. [...ρε λές να κολλάει ματζόρε τελικά;...]
    (από τη ζωή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδός (fan) μέχρι τρέλας των Who.

Σε μπαράκι:
- Τόλη για δες, ο Roger Daltrey στη γωνία, δεν το πιστεύω!
- Ο Θύμιος είναι ρε, πολύ χούβιος, σωσίας του έγινε ο βλάκας.

Δες και -όβιος, -όβια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μίξη 2 πασίγνωστων τραγουδιών, του «Thunderstruck» των AC/DC καθώς και του «Άνοιξη» της Σοφίας Βόσσου (βλ. eurovision). Είθισται να το τραγουδάνε μέταλλα που νομίζουν πως διανύουμε την δεκαετία των 80's και, καθημερινώς, εκτός από πρωινό headbanging χτυπάνε και έναν Σταμάτη Γαρδέλη ή και Στάθη Ψάλτη.

- Πώς περάσατε εχθές ρε Λάκη;
- Άσε γαμησέ τα, γουστάραμε, έπαιξε και το Thunder σαν να μπαίνει η άνοιξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο από τη Νιγηρία, την Γκάνα και τις άλλες αφρικανικές χώρες πωλητής CD, τον οποίο κυνηγούν οι δισκογραφικές εταιρείες γιατί «σκοτώνει τη μουσική». Άνευ ρατσιστικής χροιάς.

Από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006, άρθρο Μαρίας Μαρκουλή, εδώ

- Μπα, τι βλέπω; Πετρέλη; - Ναι, το πήρα στο καφέ από τον μαύρο.

Έφη Σαρρή: Τα έφτιαξε με τον μαύρο που πωλούσε CD της. (από allivegp, 16/08/09)Αφρικανέ αφρικανέ έλα να κάνουμε κονέ (από johnblack, 16/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως σε πληθυντικό («μαύρα»). Δηλαδή σόουλ, χιπ χοπ, r'n'b.

Από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006, άρθρο Μαρίας Μαρκουλή, εδώ

  1. Παίζει πολλά μαύρα ο ντιντζέι.

  2. Αυτόν τον καιρό ακούω πολλά μαύρα.

Δηλαδή μουσική των μαύρων, βλ. και μαυρίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ούτε κρητική, ούτε ποντιακή, ούτε Χρήστος Δάντης. Το κομμάτι που χορεύεται, που θα «πάει» καλά στα κλαμπ.

Από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006, άρθρο Μαρίας Μαρκουλή, εδώ

- Αυτό; Σούστα, σου λέω, θα με θυμηθείς!

Προφανώς επειδή η σούστα είναι πολύ ζωηρός χορός, ταιριάζει καλύτερα για παρομοίωση με κλαμπίσιο κομμάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνομιλώ με την υπόλοιπη μπάντα, μέσα από το όργανο που βαρώ.

Συνεκδοχικά, μιας και το τζάμι συνήθως πάει υπόγεια, επικοινωνία μη άμεσα αντιληπτή.

- Ρε συ, μαζί με τη Χριστίνα δεν μπήκα; Πώς στο διάτανο έγινε και έφυγε με το Ζιακό;;
- Ααασε, τζαμάρανε τα δυο τους, όρτσε και συ γαμβρέ κουφέτα (του σκάει δυο μουτζιλίκια), τσάκα δυο cousano roja μεταξοσκώληκα (με το σκουλήκι) να λαμπικάρουμε, χαρ χαρ χαρ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονότονο μουσικό κομμάτι, συνήθως house/electro/techno κλπ. Ο ρυθμός του δεν αλλάζει καθόλου και σου σπάει τα νεύρα/φέρνει πονοκέφαλο.

Μαλάκα τι αρρώστια είναι αυτή;
— Γιατί ρε, ωραίο τραγούδι δεν είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χοροπηδητά και τα τραβήγματα, και κατεπέκταση οι σκουντιές, κλοτσιές, αγκωνιές, κεφαλιές, γονατιές και τα λοιπά επιθετικά εφαψιακά που λαβαίνουν χώρα κατά τη διεξαγωγή πανκ, ή άντε ροκ συναυλίας ανάμεσα στο κοινό, καθώς αυτό εκτονώνεται. Ο χορός των πάνκηδων.

Σύμφωνα με τη Γουικιπίντια, η λέξη προέρχεται από τα πόγκο στικ –στα ελληνικά, όπως μας πληροφορεί το άνσουερς κομ, ελατηριατά ξυλοπόδαρα, αν κι' εγώ θα έλεγα απλά χοροπηδηχτήρια–, εκείνα τα παλούκια δηλαδή, μετά συγχωρήσεως, που έχουν ένα μηχανισμό με σούστες και μπορείς να χοροπηδάς επάνω τους σα' χαζός ή σα' παιδάκι. Ή σαν πάνκης των εβδομήντα. Η λέξη πόγκο (pogo) αυτή καθαυτή, καθιερώθηκε ίσως από σήμα κατατεθέν παλιού αντίστοιχου παρασκευαστή (σύμφωνα με την Γουικιπίντια αλλά και το Μέριαμ-Γουέμπστερ).

Συνώνυμα: χτύπημα

Φιλοσοφικομουσικολογικό μπόνους

Υπάρχει μία μπαμπαδίστικη αντίληψη κατά την οποία «δεν υπάρχει είδος μουσικής που να μην χορεύεται». Στην προκείμενη περίπτωση βέβαια, ένας μπαμπάς θα δυσκολευτεί τόσο να δεχτεί ότι το πόγκο είναι χορός, που προκειμένου να διασφαλίσει το έγκυρο της ατάκας θα προτιμήσει να αποκηρύξει κοτζάμ πανκ σκηνή ως μη μουσική –καλά, υπάρχουν ίσως και άλλοι λόγοι να θέλει να το κάνει αυτό, δεν τους αναλύω...

Τελοσπάντων, ενδιαφέρον είναι ότι, καθώς στο πανκ ο χρόνος μετριέται με τη μεγαλύτερη δυνατή απλότητα, θα 'λεγα αφέλεια –τόση απλότητα δεν βρίσκεις εύκολα, πάρε μινιμαλιστές ξέρω 'γώ, παλιούς μπλουζίστες των είκοσι, ή ακόμη τα ρεμπέτικα (βλέπε αμπντάλικο ζεϊμπέκικο πιχί) και τα δημοτικά τα δικά μας, πόσο μάλλον παλιούς κλασικούς, μοντέρνους συνθέτες αλλά και τζαζίστες–, γι' αυτόν το λόγο λοιπόν το πανκ μπορεί να θεωρείται μια από τις πιο χορέψιμες μουσικές της ιστορίας, που μπορεί να συγκριθεί απ' όσο σκαμπάζω αυτήν τη στιγμή, μόνο με τα σημερινά μπίτια και νταπαντούπα που στοιχειώνουν τα μπιτσόμπαρα όσο εσύ νομίζεις ότι απολαμβάνεις το ηλιοβασίλεμα στην παραλία.

Ότι όμως ο χορός που αντιστοιχεί σε μια θεωρητικά τόσο χορέψιμη μουσική, στην πράξη είναι μάλλον ό,τι να 'ναι, χωρίς φανερή αντιστοίχιση προς το ρυθμό και χωρίς ο χορευτής να δείχνει πως έχει σαφή αντίληψη του χώρου και των συγχορευτών του, αυτό είναι κάτι που μας βάζει σε σκέψεις. Έχοντας υπόψη ότι ο ρυθμός μετράει τον χρόνο, και με πλήρη επίγνωση ότι παραλείπονται εδώ ένα σωρό άλλες παράμετροι (μουσικές και κοινωνικές), προκύπτει η εξής υπόθεση: σε λιτό χρόνο, ο χορός τείνει να καλύψει τον χώρο.

(πλήρης ανάλυση στο Τρακτάτους Μουζικοπαπαρολόγκικους του υποφαινομένου, εκδόσεις Παπαζήση και βάλε)

  1. Πάντα το λέγαμε πως μας την έσπαγε να παίζουμε για να χορεύουν πόγκο μερικοί ανεγκέφαλοι που αν τους ρώταγες τι έλεγαν οι στίχοι μας δεν ήξεραν να σου απαντήσουν. (από συνέντευξη των Γενιά του Χάους, εδώ)

  2. Τα δύο τελευταία συγκροτήματα ήταν κατά σειρά Βαλπουργία Νύχτα και Χάσμα, που το πόγκο έπαιρνε και έδινε. Ουσιαστικά μέχρι την τελευταία στιγμή της συναυλίας ο κόσμος χόρευε όλη την ώρα. Βάλτε επιπρόσθετα και τον ξύλο των πάνκηδων στα πόγκο. (από το ντού ιτ γιορσέλφ μιούζικ)

  3. Ξεχώρισε η διασκευή του White Power των Skrewdriver, όπου ένα απίστευτο πόγκο έλαβε χώρα, παρόλο το αδιαχώρητο. (από ιστολόι)

pogo stick (από BuBis, 23/08/09)

Ακόμη: κολυμπηθρόξυλο, πανικός, σχιζοφρένεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ραγκαμάφει, δηλ. «σειέται και κουνιέται σε ρυθμό Raggamuffin».

Το όνομα του ρυθμού προέρχεται από τις λέξεις ragamuffin με ένα -g- (τζί) και την παραφθορά του «Reggae» σε «Ragga», απ' όπου και διπλασιάζεται το μονό τζί.

Το ragamuffin με μονό τζί είναι το κουρελιάρικο χαμίνι apparently, θένκ γιου Βίκυ.

To ίδιο το όνομα του ρυθμού Raggamuffin ενίοτε συντέμνεται σε «Ragga». Πρόκειται για υποείδος ύστερης (ηλεκτρονικής) reggae των 80's, περισσότερα μη με ρωτάτε. Τυπικός εκφραστής, ο General Levy σαν τον οποίο ραγκαμάφει το αμάξι του Ημισκουμπρίου του κάτωθι παραδείγματος.

Καθώς έγραψε ο allivegp που το έβαλε στο δημόσιο πρόχειρο:

«Το συναντάμε σε στίχο των Ημίζ, συγκεκριμένα στο «ΜΕΘ στο βολάν»: Είμαι ο Michael Knight της ασφάλτου ο ιππότης σε τούτο μετατρέπομαι όταν σπουδάζω πότης Βάζω turbo boost στον Στρατηγό το Lee Το αμάξι ραγκαμάφει σαν τον General Levy.

General Levy (από allivegp, 22/08/09)γάτα ράτσας ragamuffin με χαρακτηριστικό μακρύ τρίχωμα (από allivegp, 22/08/09)Μεθ στο Βολάν Στο 2.25 η ατάκα (από Khan, 23/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified