Αυτός/ή/ό που κάνει εξυπνάδες, κουταμάρες, παίρνει πρωτοβουλίες και τρώει τα μούτρα του, κάνει ολοένα γκάφες. Θα μπορούσε να είναι συνώνυμο με το παιδί κουμπί.
Μμμ πάλι γελάνε μαζί του... Παιδί τσαμπούνα σου λέω!
Αυτός/ή/ό που κάνει εξυπνάδες, κουταμάρες, παίρνει πρωτοβουλίες και τρώει τα μούτρα του, κάνει ολοένα γκάφες. Θα μπορούσε να είναι συνώνυμο με το παιδί κουμπί.
Μμμ πάλι γελάνε μαζί του... Παιδί τσαμπούνα σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Είναι και μουσικό όργανο, είναι και λουλούδι, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει ως βρισιά, προερχόμενη με αποκοπή από το μαλακοβιόλα ή πιο σεμνά από το χαζοβιόλα. Στα συν του ως βρισιά το ότι ομοιοκαταληκτεί με το καριόλα.
Είστε όλες ένα τσούρμο βιόλες, άλλες πουτάνες, κι άλλες καριόλες! (Ανδρική θυμο-σοφία με ρίμα).
Γύρευε με ποια ξενέρωτη βιόλα τριγυρνάει.
Got a better definition? Add it!
Από το στόκος και ability (= ικανότητα, δεξιότητα κλπ, άρα αντιφατική έννοια με αυτήν του στόκου) και με άρωμα από τη λέξη rockabilly, ο όρος χρησιμοποιείται χαϊδευτικά για να αποκαλέσουμε στόκο κάποιον που δεν θέλουμε να προσβάλουμε.
σλανγκασίστ: Nick
- Αχ συγνώμη, τα μπέρδεψα λιγάκι, δεν μου είχες πει ότι θα με περιμένεις μέσα στο μαγαζί κι όχι έξω;
- Πού μέσα, ρε στοκαμπίλιτι; Αφού δεν έχει ανοίξει ακόμα!
Βλ. και ελ στοκαδόρ, Στόκεμον
Got a better definition? Add it!
Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.
α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:
Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:
β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του.
Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του μαλάκας.
Εκ της γνωστής ατάκας του Χ. Κλυνν «δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα!»
Τί είπε πάλι ο νταλάρας!
Δες και νταλαροειδές.
Got a better definition? Add it!
Υπαρξιακή σχολή, η οποία βασίζεται στο ρεύμα της ηλιθιότητας που αναπτύσσεται και ακμάζει στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες.
Κάνει τη μια μαλακία πίσω απ' την άλλη. Τέτοιος κατελισμός ούτε ο ίδιος ο ηγέτης...
Σχετικό: Κατέλης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παρακλάδι του σουρεαλισμού που καταπιάνεται με την λατρεία των ημικαθυστερημένων. Γνώρισε άνθηση στην Ελλάδα στο τέλος του 20ου αι. με το θέατρο και συνέχισε στις αρχές του 21ου αι. στη μουσική.
«Ντοσμου ιτσου ιτσου, τοραστή τσουυυυυ!!! φου φου φου»
- Πάμε από δω παιδάκι μου θα μας φάει η μαϊμού!
- Έλα ρε μάνα, τέχνη κάνει ο άνθρωπος...
Σχετικό: Κατέλης
Got a better definition? Add it!