Το κατάστημα που πουλάει δίσκους μουσικής.
Μοναξιά, λοιπόν. Η μοναξιά του να διαφέρεις – απόλυτα καθολική, δεδομένου ότι, στ’ αλήθεια, διαφέρουμε όλοι μας. Η μοναξιά του να μην είσαι πάντα ή πια αρεστός σε εκείνους που κάποτε ένιωθαν ότι τραγουδούσες για εκείνους. Η μοναξιά του να μην είσαι αρεστός στον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν μας τα είπε, άραγε, όλα όταν εξομολογήθηκε; «Μες στα δισκάδικα όταν βρίσκω / πελάτες άγνωστους ν’ ακούν δικό μου δίσκο, νιώθω μυστήρια ταραχή και φεύγω αμέσως από κει».΄Είναι δυνατόν, σκέφτομαι; Και όμως το λέει: «Δεν τα υποφέρω τα τραγούδια μου, και προπαντός όταν μου μοιάζουν / όλα εκείνα π’ αγαπώ είν’ αλλωνών κι αλλιώς φαντάζουν». Και κάπως έτσι αισθανόμαστε όλοι σαν κοριτσάκια «που ’χουνε σύρματα στα δόντια ή σπυράκια»: «Αν δε σας φαίνεται μελό, τον εαυτό μου αντιπαθώ […] Μα μπαίνει η άνοιξη στην πόλη, κι απ’ τ’ ανοιχτό λεωφορείο μου φαίνεστε όλοι / τόσο γλυκούτσικοι κι αχνoί στη θερινή σας τη στολή». (Εδώ).




