Παίζω μούτσο σημαίνει τραβάω μαλακία στην κυπριακή διάλεκτο.
Μουτσοπαίχτης αποκαλείται ο μαλάκας.
Η λέξη μούτσος πιθανώς να σχετίζεται με την λέξη πούτσος.
- Ο Πανίκος παίζειν με τον μούτσον του πάλιν!
- Μα ίντα που λαλείς, λαλώ-σε;
Παίζω μούτσο σημαίνει τραβάω μαλακία στην κυπριακή διάλεκτο.
Μουτσοπαίχτης αποκαλείται ο μαλάκας.
Η λέξη μούτσος πιθανώς να σχετίζεται με την λέξη πούτσος.
- Ο Πανίκος παίζειν με τον μούτσον του πάλιν!
- Μα ίντα που λαλείς, λαλώ-σε;
Got a better definition? Add it!
Ο πούτσος, εις την Κυπριακήν.
- Του Μάρκου η βίλλα γκαστρώνει και καμήλα!
(Επευφημίες Κυπρίων φιλάθλων, οπαδών του τενίστα Μάρκου Παγδατή)
Βλέπε και πέος.
Got a better definition? Add it!
Το μουνί, εις την Κυπριακήν, μτφ. ο δειλός άνθρωπος. Επίσης συναντάται και ως το πουττίν.
- Πουττίν σσιιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήσω τζι ολόϊσια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω!
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που πιστεύει και υπηρετεί τον πούτο, το μουνί στην κυπριακή. Ιδιαίτερη σημασία έχει η κυπριακή προφορά της λέξης, που αν προσπαθήσουμε να την αναπαραστήσουμε γραπτώς θα ήταν κάπως έτσι: πππππουτττόππππιστος.
Συνώνυμα: μουνοείλωτας, μουνόδουλος
- Θα 'ρθεις στου Κώστα το βράδυ; Παίζει ο Θρύλος και έχουμε κανονίσει π. μπ. μπ.
- Δε νομίζω ρε, θα πάμε με την Αννούλα σινεμά, στο καινούριο της Μεγκ Ράιαν…
- Πόσο πουτόπιστος μπορεί να είσαι…
Σχετικά: μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, χαζομούνης
Got a better definition? Add it!
Το γνωστό ισπανικό τραγούδι Besame Mucho σημαίνει «φίλα με πολύ», αλλά ο Νεοκύπριος που δεν κατέχει την ισπανικήν παρά μόνο την αγγλικήν του Lower απ' το University of Pouchester και την σλανγκικήν, το έχει κατανοήσει ως «παίξαμε μούτσο». Δεδομένης όμως της σημασίας του μούτσου στην κυπριακήν τε και καλαμαρικήν, η έκφραση χρησιμοποιείται για καταστάσεις ακραίας μαλακίας.
Πηγή: Λήμμα πέσαμε μούτσο και σχόλιο Vrastaman.
- Πώς πήγε η ομάδα.
- 'Ασ' τα! Παίξαμε μούτσο κι αποκλειστήκαμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παίξαμε μαλακία, στα Κυπριακά.
Βλ. επίσης μούτσος και πέσαμε μούτσο.
Στο ατελιέ του Πανίκου στα Βυζακιά Κύπρου.
- Πέρι: Πανίκο μου, μαγειρεύεις θεσπέσια, η λούντζα σου ήταν ιn-croy-able !!!
- Πανίκος: Μα αίνει το πρώτον σου ταξίδι εις την μαρτυρικήν μεγαλόνησον Πέριν μου, έννα μη σε περι-ποιηθούμεν λαλώ-σε!
- Πέρι: Αχ τι έξυπνο λογοπαίγνιο Πανίκο μου (χαμηλώνει το φώς). Μου θυμίζεις την σκηνή από τον «Θάνατο στην Βενετία» όπου…
- Πανίκος: Μα ίντα που λαλείς κοπελούι μου, έννα παίξωμεν μούτσον καλύτερα!
[Το οργισμένο Λίλιαν σπάει με κλωτσιά την πόρτα του ατελιέ]
-Λίλιαν: Ώστε έτσι ε;;; Με τον γερομπινέ;;;
- Πέρι: Muchacho, μας την πέσανε!
(Λιλιάδα)
Got a better definition? Add it!
Το μουνί, στα Κυπριακά. Προφέρεται sheestos, και πιθανότατα να ετυμολογείται από την λέξη σχισμή.
Βλ. επίσης: πούττος.
«Κανείς δε μιλάει στη γυναίκα μου έτσι! ΘΑ ΤΟΝΕ ΣΚΟΤΩΣΩ ΤΟ ΜΑΛΑΚΑ, ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΙΣΤΟ ΜΟΥ ΓΑΜΩ, ΠΟΥΝ' ΤΟΣ Ο ΜΑΛΑΚΑΣ, ΠΟΥΝ' ΤΟΣ;» (Καλαμαρίστικη απόδοση κυπριακού θυμού εξεφραζόμενου με λέξεις.)
«Κανένας εν μιλά στη γενέκαν μου έτσι. Εν να τον ισκοτώσω τον μαλάκαν γαμώ τον σσιήστο μου γαμώ. Πούν' τον μαλάκα, πούν' τον;» (Πιστή απόδοση του πιο πάνω θυμού στα κυπριακά –εκτός αν ο Κύπριος άρχισε να καλαμαρίζει για να τον καταλαβαίνει η γκόμενα και να μην ξενερώνει στο κρεββάτι).
(Από δαμέ)
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει ξεμουνιάστηκα στην Κυπριακή patois. Χρησιμοποιείται με την έννοια του ξεπατώθηκα ή ξεκωλώθηκα και αναφέρεται σε υπερβολές στο σεξ, στο φαγητό ή και σε άλλες ηδονές.
Εκ του Κυπριακού σσιήστος («μουνί») > σχιστό > σχισμή.
Διάλογος Α’
Gatzman: - Πέρι, εσύ που έζησες κάποιον καιρό στην Κύπρο, το πισωκολλητό εκεί τι θεωρείται: α) Οθωμανικό, β) Greek Style, γ) Κυπριακό, δ) Ελληνοκυπριακό, ε) Τουρκοκυπριακό, ή ζ) Αγγλικό ;
Πέρι: - Κανένα από τα παραπάνω. Το πλέον ευρύπρωκτο αποσσιήστωμα θεωρείται το Αφρικανικό, όλα τα άλλα είναι κοινές οδοντόκρεμες!
Διάλογος B’
Πιέρ:- Αποστηιστωθήκαμε στα κουπέπια το χαλούμι και την λούντζα!
Πανίκος: - Σταμάτα να μιλάς τζιέ πέσε τσαχμέ να αποσηιστωθούμεν στην κκαρκόλλαν, μελαψέ μου Γαλάτη!
Got a better definition? Add it!
«Γαμάω» για τους σλανγκιάρηδες κύπριους. Επειδή όμως στην εν λόγω διάλεκτο η προφορά είναι το παν, αν κανείς πετάξει κυπριακούρα χωρίς το κατάλληλο αξάν, πολύ απλά το γάμησε και ψόφησε. Μορφή και περιεχόμενο πρέπει να συμβαδίζουν, και το να γνωρίζεις την ορθογραφία και το νόημα μιας κυπριακής λέξης χωρίς να κατέχεις και το προφορικό, δεν λέει απολύτως τίποτα. Κι είναι μανίκι το ρημάδι το κυπριακό αξάν για κάποιον που δε μεγάλωσε στη Μαρτυριάρικη Μεγαλόνησο. Θέλει τάλαντο στας ξένας γλώσσας (σοβαρολογώ, ή μάλλον, «σοβαρομιλώ» όπως λένε κάτω). Εδώ να φανταστείς, αναγνωρισμένοι και καλά μίμοι του στιλ μητσικώστας και δε το πετυχαίνουν. Τι να κάνουμε τώρα;
Και αφικνούμαι εις το προκείμενον: Αν πεις γαμώνω με ένα ν, είσαι φάουλ κι αν το πεις σε κύπριους θα φας το κράξιμο της αλεπούς. Όλη η μαγεία είναι στο διπλό ν: Προφέρουμε απαραιτήτως γαμώννω (και γεμίζει ο στόμας μας).
Οι αρχικοί χρόνοι έχουν ως εξής: ενεστ.γαμώνω , παρατ. μη δόκιμος (χρησιμοποιείται το επικρατούν γαμούσα), μελλ. γαμώσω, αόρ. εγάμωσα, παρακ. έχω γαμώσει (σπάνιο, συνηθέστερο το έχω γαμήσει).
Στα συν του γαμώννω η ομοιοκαταληξία του με άλλα συνώνυμα της τρισευλογημένης λέξης: κουμπώνω, φυστικώνω, ξεπατώνω, χώνω.
- άτε ρε κουμπάρε, πε μας ίντα ν' πούγινε με chείνην την μιτσά.. Εγάμωσές την, όξα περιπαίζει σε;
- Όι κόμα, μα μεν φοάσαι.. Εν να τη γγαμώσω chε ν' να τη στείλω στη μάμμαν της.
Got a better definition? Add it!