Further tags

Ο σπασίκλας για τους κύπριους.

Γενικά δεν έχω σκοπό να κατακλύσω το σάιτ με κυπριακούρες, φρονώ εντούτοις πως η συγκεκριμένη λέξη πρέπει να μνημονευθεί δια τους εξής λόγους:

  1. Σε αντίθεση με τον ελλαδικό σπασίκλα, το σπάσμα είναι ουδέτερο, αφαιρεί δηλαδή από τον καλό μαθητή που όλοι φθονούν την πολύτιμη ιδιότητα του γένους, αρσενικού ή θηλυκού. Ένα αγόρι-φυτό χάνει την αρρενωπότητά του, ένα κορίτσι-φυτό χάνει τη θηλυκότητά του. Αμφότερα μεταβάλλονται σε ''όντα'', ''πλάσματα'', χωρίς ουσιαστική ταυτότητα, με ζωή υποτυπώδη ωσάν του φυτού, με μόνη ασχολία το διάβασμα, κάτι που τη σπάει απίστευτα κι ανυπόφορα στους άλλους, τους ''φυσιολογικούς''. Εξ ου και σπάσμα.

  2. Το ''σπάσμα'' παραπέμπει συνειρμικά στους σπασμούς, οι οποίοι σπασμοί παραπέμπουν γενικά σε κουλαμάρες, αναπηρίες, σακατιλίκια κλπ, κι όλα αυτά (εμένα τουλάστιχον) μου θυμίζουν Στίβεν Χόκινγκ, το προαιώνιο αρχέτυπο του φυτού/σπάσματος/σπασίκλα. Θα μου πεις τώρα πήγες Πατήσια-Ομόνοια μέσω Νέας Υόρκης, αλλά anyway...

  3. To ''σπάσμα'' κάνει σε πιο αρχαιοπρεπές, βρε αδερφάκι μου, σε σχέση με το ''σπασίκλας'', που όσο κι αν πεις είναι κατά τι πιο λαϊκουτζούρικο (ιδίως εκείνο το σύμπλεγμα ''κλ'' κάνει κάτι σε ''κλανιά'', ''σπασοκλαμπάνιας'', ''κλαπαρχίδας'' κ.ο.κ.). Κλίνεται άλλωστε κατά την γ' κλίση: το σπάσμα, του σπάσματος, τω σπάσματι... Άντε μην κατεβάσω κανένα σεντόνι τώρα για τους αδελφούς μας τους κύπριους που διατηρούν ανόθευτη τη γλώσσα των προγόνων μας κ.λπ. κ.λπ. και μας πάρουν όλους τα ζουμιά...

- Άτε κόρη κάτσε θκίβασε τσε λλίον λαλώ σου...
- Άισμε ρε μάμμα, εζάλισες με.
- Αρωτώ σε ρα, ίντα μπουννακάμεις εις την ζωήν σου; Να θωρείς την Κούλλα του Πελλογιωρκή τσε να πκιάννεις παράδειγμα.. Έν πολλά καλή μαθήτρια..
- Όι μάμμα, τούτον εν σπάσμα, έντζεν άθρωπος.

Δες και σπάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Γαμάω» για τους σλανγκιάρηδες κύπριους. Επειδή όμως στην εν λόγω διάλεκτο η προφορά είναι το παν, αν κανείς πετάξει κυπριακούρα χωρίς το κατάλληλο αξάν, πολύ απλά το γάμησε και ψόφησε. Μορφή και περιεχόμενο πρέπει να συμβαδίζουν, και το να γνωρίζεις την ορθογραφία και το νόημα μιας κυπριακής λέξης χωρίς να κατέχεις και το προφορικό, δεν λέει απολύτως τίποτα. Κι είναι μανίκι το ρημάδι το κυπριακό αξάν για κάποιον που δε μεγάλωσε στη Μαρτυριάρικη Μεγαλόνησο. Θέλει τάλαντο στας ξένας γλώσσας (σοβαρολογώ, ή μάλλον, «σοβαρομιλώ» όπως λένε κάτω). Εδώ να φανταστείς, αναγνωρισμένοι και καλά μίμοι του στιλ μητσικώστας και δε το πετυχαίνουν. Τι να κάνουμε τώρα;

Και αφικνούμαι εις το προκείμενον: Αν πεις γαμώνω με ένα ν, είσαι φάουλ κι αν το πεις σε κύπριους θα φας το κράξιμο της αλεπούς. Όλη η μαγεία είναι στο διπλό ν: Προφέρουμε απαραιτήτως γαμώννω (και γεμίζει ο στόμας μας).

Οι αρχικοί χρόνοι έχουν ως εξής: ενεστ.γαμώνω , παρατ. μη δόκιμος (χρησιμοποιείται το επικρατούν γαμούσα), μελλ. γαμώσω, αόρ. εγάμωσα, παρακ. έχω γαμώσει (σπάνιο, συνηθέστερο το έχω γαμήσει).

Στα συν του γαμώννω η ομοιοκαταληξία του με άλλα συνώνυμα της τρισευλογημένης λέξης: κουμπώνω, φυστικώνω, ξεπατώνω, χώνω.

- άτε ρε κουμπάρε, πε μας ίντα ν' πούγινε με chείνην την μιτσά.. Εγάμωσές την, όξα περιπαίζει σε;
- Όι κόμα, μα μεν φοάσαι.. Εν να τη γγαμώσω chε ν' να τη στείλω στη μάμμαν της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή φράση που σημαίνει «χεστήκαμε και τα λερώσαμε». Στη μαρτυρική Μεγαλόνησο το λένε όταν μένουμε άκαρποι μετά από μια προσπάθεια που κάναμε.

- Ίντα νέα ρε; Εγάμησες την μιτσιά, οξά ακόμα;
- Όι, γαμά την άλλος τώρα. Εσιέσαμε τσιε γκρίσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασίλισσα των ύβρεων, μας έρχεται απευθείας από την ορεινή ενδοχώρα της Μαρτυριάρικης Μεγαλονήσου.

Σαραντάσπορος είναι αυτός που έχει γίνει από σαράντα σπόρους, ήτοι σαράντα διαφορετικά σπέρματα. Για να το κάνουμε ακόμη πιο φραγκοδίφραγκο, είναι αυτός του οποίου η μάνα έμεινε έγκυος τον ίδιο, αφού πρώτα την έχυσαν σαράντα διαφορετικοί άντρες.

Ο σαραντάσπορος έχει σαράντα διαφορετικούς πατεράδες, όπως ακριβώς ο περιβόητος Freddy Krueger (Εφιάλτης στο δρόμο με τις Λεύκες), του οποίου η μητέρα, η Amanda, νοσηλεύτρια σε άσυλο ψυχοπαθών, κλειδώθηκε κατά λάθος κάποια νύχτα μέσα στο άσυλο, όπου βασανίστηκε και βιάστηκε επανειλημμένα από δεκάδες ψυχάκηδες και κάθε είδους αποβράσματα. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια ο Φρέντυ.

Αν και γνωρίζουμε πολύ καλά οτι είναι αδύνατο κάποιος να έχει πάνω από έναν φυσικό πατέρα (εφόσον όσα τρισεκατομμύρια διαφορετικά σπερματοζωάρια και να μπουν στη μήτρα, ένα μόνο θα επικρατήσει και θα γονιμοποιήσει το ωάριο), το λαϊκό φαντασιακό δεν αποκλείει διόλου αυτή την ελκυστική προοπτική, αρνούμενο να υπακούσει στους βαρετούς κανόνες της γραμμικής αριστοτελικής λογικής.

Στο ίδιο κλίμα με το σαραντάσπορος, στην Κύπρο (αλλά και σε πολλά άλλα μέρη) παίζει πολύ και το τουρκόσπορος , αυτός δλδ του οποίου πατέρας δεν είναι αυτός που όλοι επισήμως αναγνωρίζουν ως πατέρα του, αλλά κάποιος περαστικός τούρκος με τον οποίο γαμιόταν η μάνα του.

Αυτά για να θυμηθούμε λίγο, πως, αν και βρισίδια υπάρχουν πολλά και χοντρά, σαν τα χωριάτικα βρισίδια δεν έχει. Αυτά είναι που πραγματικά σπάνε κόκαλα. Διότι στο χωριό, όταν τρως στη μάπα τα ίδια 20 άτομα για μια ολόκληρη ζωή, επόμενο είναι να σιχαθείς και να μισήσεις (ορισμένους τουλάχιστον) ως εκεί που δεν πάει άλλο. Στο χωριό, οι δικλείδες ασφαλείας για την εκτόνωση κοινωνικών εντάσεων, που αφθονούν στην πόλη, είναι εκ των πραγμάτων πολύ περιορισμένες. Μια από αυτές είναι οι λεκτικοί διαξιφισμοί, ύβρεις αλλά και κατάρες πολύ συχνά (κι ακούς στα χωριά κάτι κατάρες να σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο). Και η ανθρωπολογική διατριβή μου παίρνει εδώ τέλος να μη μου λέτε πως γράφω μυθιστορήματα.

(μητέρα και κόρη, στο χωριό)

- Μάμμα, αρέσκει μου πολλά ο Πανίκκος της Θεκλούς. Θέλει με che τούτος che εν να παντρευτούμε..
- Μα επέλλανες τέλλεια κόρη; Επήρες το πόφαση να μας καταστρέψεις;
Μα ένι ξέρεις πκιός εν ο παπάς τούτου του μιτσή; - Όϊ ένι ξέρω..
- Άκου che εν να μάθεις. Παπάς του εν ο Στιλλής του Πελλογιωρκή, ο σαραντάσπορος.
- Ίντα μπου εν να πει τούτη λέξη πάλε;
- Εν πολλά κακόν πράμα. Σα μμιαλώσεις che γίνεις γέναικος εν να σου πω..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται αυτό τον καιρό από τον λαό της Κύπρου για να τονίσει τα όρια της μαλακίας που εκφώνησε ο άλλος...

Και μάλιστα επειδή συνήθως μπορείς να πεις αυτήν την λέξη όποτε σου δώξει, έστω και αν δεν κολλά με αυτό που ρώτησε ο άλλος, συνεπαγόμενη απάντηση είναι: - Το «πάει δεν πάει», εγώ το λέω.

Επίσης μία άλλη συνώνυμη λέξη είναι και ο Κωστής του Λεμ, που έχει ακριβώς την ίδια σημασία, άλλα δεν τονίζει τόσο πολύ το νόημα της λέξης, αντιθέτως από τον Κωστή που τα κάζζια.

- Ρε συ ποιος είναι αυτός, τον ξέρεις;
- Το ρωτάς ρε; Ο Κωστής που τα κάζζια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη Κυπριακή καθομιλουμένη, η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια του κερατά, δηλαδή κάποιου που του τα φορά η γυναίκα του.

«ρε τον ππουστοπεζζέβεγκον ιντα με περιπέζει;
λαλεί εν εις τον καφενέν ττάβλιν μιτά σου παίζει... » από εδώ.

Επίσης, ορισμός: «ππεζεβένγκης (ο) ουσ. (πληθ. οι ππεζεβένγκηες) ο κερατάς»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κύπρος) Ντυμένη προκλητικά προς άγρα αρσενικών. Αρνητικός χαρακτηρισμός, λέγεται συνήθως από γυναίκα για γυναίκα κοροϊδευτικά και με έναν τόνο ζήλιας. Συνεπώς, η αναφερόμενη πρέπει να είναι όχι απλά σενιαρισμένη στην τρίχα αλλά μάλλον να λατερνοφέρνει, όχι απλά παρφουμαρισμένη, αλλά μάλλον προς το παστωμένη, και τα λοιπά και τα λοιπά.

Για την προέλευση της έκφρασης, ενώ η εύλογη (για έναν καλαμαρά) ερμηνεία θα ήταν ίσως το ευπαρουσίαστο ενός περιποιημένου εδέσματος κότας, ο κύπριος που έχω εδώ πρόχειρο μου εξήγησε ότι κόττα είναι προστακτική του ρήματος κοττώ που σημαίνει «παίρνω», ενώ το ρεπανάκι αναφέρεται στο πέοςμε το συμπάθιο.

Η ετυμολόγηση φαίνεται ακόμη ευσταθέστερη αν έχουμε υπόψη, όπως μου λένε, πως στην Κύπρο ως ρεπανάκι δηλώνεται το ελλαδίτικο (λευκό) ρεπάνι, ή αλλιώς ρέβα, το οποίο σε σχέση με το κόκκινο είναι κάπως μεγαλύτερο, μακρουλότερο και λευκότερο –αν και όχι και τόσο πικάντικο, πράγμα που οδηγεί μοιραία την κουβέντα σε φιλοσοφικότερα ερωτήματα περί ποιότητα, ποσότητα, ευ, πολλώ και άλλα δε δαιμόνια...

Έν επρόλαβεν ν' αποσαραντώσει ο μακαρίτης, τζι' εβγήκεν 'πόξω, πού 'ν' η πλατεία, πού 'ν' ο καφενές, με τα κολιέρκα της, τα δαχτυλίθκια της, κόττα ρεπανάκι.
(από τον κύπριο που έχω πρόχειρο)

Η ρέβα - οπτικά, πιο πολύ γογγύλι παρά ρεπάνι (από poniroskylo, 01/08/09)Ένα αξιόλογο άσπρο ρεπάνι, της ποικιλίας Daikon (από poniroskylo, 01/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε τα ντόρτια (τεσσάρες) στο τάβλι, οι παλιοί Κυπραίοι μάστορες του αρχαιότερου ίσως παιχνιδιού στον κόσμο.

Ούτως ή άλλως τα ντόρτια είναι τούρκικη λέξη, από το dört (= τέσσερα). Ντόρτια και τούρκοι ομοιάζουν ωστόσο και ηχητικά, ιδίως στην κυπριακή διάλεκτο με το βαρύ αξάν, όπου το τούρκοι προφέρεται τούρchοι.

Τέλος, με την προσωποποίηση της ζαριάς στον μεγαλύτερο μπαμπούλα του κυπριακού ελληνισμού, υποδηλώνεται η αξία της και ο καθοριστικός της ρόλος στη μετέπειτα εξέλιξη του παιχνιδιού. Ο φέρων τούρκους -όπως ο φέρων οιαδήποτε «μεγάλη» διπλή (πεντάρες, εξάρες)- απολαμβάνει την κωλοφαρδία του, προτιθέμενος να γαμήσει μανούλες και να στείλει τον αντίπαλο ταβλαδόρο για τσαγάκι. Ένα ευφυέστατο λογοπαίγνιο από ανθρώπες που έμαθαν χρόνια να ζουν με ένα τεράστιο οθωμανικό κωλοδάχτυλο απέναντί τους, έχοντας εν πολλοίς αναπτύξει μια θυμοσοφική και αυτοσαρκαστική στάση. Και στην Ελλάδα βέβαια οι σλανγκικές χρήσεις του Τούρκου κάνουν θραύση, βοηθούμενες και από την απόσταση ασφαλείας, που μας κάνει εν πολλοίς να ταυτίζουμε τους γείτονες μονάχα με κάποιες παραβιάσεις εναερίου χώρου στα δελτία των οχτώμιση... Εκεί κάτω όμως, στην Πράσινη Γραμμή, ο τούρκος είναι μια καθημερινή αμείλικτη πραγματικότητα. Ο αντίπαλος πρέπει να γελοιοποιηθεί και να αντιμετωπιστεί πρωτίστως στον τομέα της ψυχολογίας. Κάποιοι αυτό το λένε ρατσισμό, άλλοι το λένε ένστικτο επιβίωσης.

Και επί τη ευκαιρία να προσθέσουμε πως οι επιδόσεις στο τάβλι αποτελούν πηγή υπερηφάνειας και ανάτασης, όχι μόνο για μεμονωμένα άτομα (μάστορες), αλλά και για ολόκληρες περιοχές, οι οποίες διεκδικούν για λογαριασμό τους τον τίτλο της ταβλομητέρας, που βγάζει τους καλύτερους ταβλαδόρους. Αγαπημένος ελληνικός τοπικισμός. Προσωπικά έχω ακούσει από Έλληνες της Αιγύπτου (αιγυπτιώτες) να παινεύονται πως είναι οι καλύτεροι, όντας προφάνουσλυ εγγύτεροι εις την εξ ανατολών αρχαία ταβλική παράδοση. Για την ταβλοσύνη τους κομπάζουν επίσης συχνά οι διάφοροι πρίγκιπες της Δυτικής Όχθης (δυτικά προάστια της Αθήνας), που είναι μόρτες και λαϊκά και ντόμπρα και ξηγημένα παλικάρια κι αδικημένα απ' την πουτάνα την κενωνία. Εδώ κάπου το κόβουμε, μιας και υπεισέρχονται ευρύτερα ταξικά-κοινωνικά θέματα που δεν είναι της παρούσης.

- Τούρchοι!
- Μα πάλε;! Εν η τρίτη διπλή πω ην ώραν που αρκέψαμε! Ή περιπαίζεις μας ή εchοιμούσουν με τον Αράπη ψες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της έκφρασης έτσι δεν είναι; Στην Κύπρο παίζει πολύ. Προφέρεται ένε; με ελαφρώς τραγουδιστή προφορά.

- Θα μείνουμε πολλή ώρα να μας πουτανοδιαβάζει αυτός ο μαλάκας;
- Εμ, φιλενάδα; Πριν μισή ώρα και τι παίδαρος είν' αυτός, και τι καλά που τα λέει. Πάμε να φύγουμε. Όχι μείνε λίγο ακόμα. Ηθελέστα και παθέστα. Έ'ν'αι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η λέξη χωριό στην κυπριακή διάλεκτο.

— Τάκη πού πας σήμερα;
— Πάω χωρκόν οικογενειακώς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified