Πρόκειται για τη γυναίκα (ή τον άντρα gay) της οποίας ο κώλος ή το αιδοίο είναι τόσο ανοιχτό έτσι ώστε να χωράνε περισσότερα από ένα ανδρικά γεννητικά μόρια ταυτοχρόνως.

Τις περισσότερες φορές όμως χρησιμοποιείται ως υπερβολή για να δείξουμε ότι κάποια /-ος είναι τόσο ανοιχτή/-ός στα συγκεκριμένα μέρη του σώματος όσο το άνοιγμα ενός κουβά.

Επίσης, ως πουτσοκουβάς μπορεί να θεωρηθεί και το στόμα κάποιας /-ου αν δέχεται παραπάνω από ένα ανδρικό γεννητικό μόριο.

- Ζορίστικες να την πηδήξεις;
- Μπαα, η κωλάρα της ήταν ολόκληρος πουτσοκουβάς!!

(από Khan, 29/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τεχνίτρια στην πίπα !!

ε !! βρε παιδιά δεν πιστεύω να χρειάζεται κι εδώ ανάλυση του χαρακτηρισμού !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγκάρι-Γλείψιμο: η ιδιάζουσα περίπτωση αυτής της γλείφτρας ακόμη προβληματίζει την κοινωνία, καθώς κανένας δεν ξέρει εάν σημαίνει γυναίκα που πήγε με παπά ή γυναίκα που χρηματίζεται για μία (μπορεί και 2 αν είναι παρέα) πίπα.

Η λέξη χρησιμοποιείται επίσης και για αυτούς που λαμβάνουν «λάδωμα» από ανωτέρους τους.

Επίσης επειδή η διαδικασία του γλειψίματος περιλαμβάνει κάτι σαν να το λαμβάνουμε (δηλαδή όπως το φάγωμα) μπορεί να σημαίνει και κλέφτης παγκαριών.

  1. Ο τάδε χθες πιάστηκε από την αστυνομία, ήταν παγκαρογλύφτης.

  2. Χθες μια παγκαρογλύφτρα μου πήρε 30 ευρώ για μια πίπα, κλέφτρα ρε φίλε έχουν κρίση και οι πουτάνες να πούμε.

(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδίδεται συνεχώς στην γνωστή τέχνη του Αυνανισμού... Χρησιμοποιείται για να μην χρησιμοποιηθεί δημοσίως όταν δεν αρμόζει (π.χ. όταν είναι μια γκόμενα μπροστά)...

Στο γυμναστήριο είναι 2-3 και συζητούν... Μπαίνει ένας που είναι ευρέως γνωστό ότι το αγαπημένο του σπορ είναι να την βρίσκει με την Πουλχερία...
«Μαλάκα αυτόν τον βλέπεις;»
«Ποιον ρε»;
«Αυτόν που μπήκε τώρα μέσα...»
«Ναι ρε... Γιατ;ί»
«Είναι μεγάλος πετσαδόρος... Όλη μέρα χειρογλύκανο...»
«Έλα ρε... είναι θαμώνας του youporn;»
«Τι να σου λέω το έχει ματώσει το πετσάκι του πολλάκις...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρά φύσιν υβρίδιο ξεκωλιάρη και κωλώστρας: ανθρώπας θρασύδειλος που συν τοις άλλοις τον παίρνει και γέρνει.

Ανάδοχος: perkins.

  1. Ξεκωλωστρα ή ξεκωλοστρα ή ξεκολοστρα ή ξεκολώστρα υπάρχει; (perkins στο λήμμα κωλώστρα)

2.Οι ξεκωλώστρες οι νοσοκόμες και οι γιατροί την πέφτουν στεγνά σε ασθενείς

  1. Καραμανλή σκατόμουνε μπουχέσω ξεκωλώστρα...

(Από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος έχει ξεφύγει από τα όρια της επιτρεπόμενης μαλακίας.

Σε αγώνα πινγκ-πονγκ, πάνω στο ματς πόιντ, ένας τύπος πρώτη σειρά σηκώνεται όρθιος γιατί του έπεσε η πορτοκαλάδα πάνω του. Τότε πρέπει να φωνάξεις «ΚΑΤΣΕ ΚΑΤΩ ΡΕ ΑΡΧΙΔΟΠΟΥΣΤΑ!».

Got a better definition? Add it!

Published

Άνδρας προτιμών την δια του δικού του ορθού συνουσία, προς αύξησιν της ευχαριστήσεως του οργασμού του.

Διακρίνομε δύο τινάς περιπτώσεις, τους ετεροφυλοφίλους, όπου η σύντροφος χρησιμοποιεί αυτοφερομένη επ' αυτής πεϊκή πρόθεση ή άλλα ομοιώματα πέους δια των χειρών της, και τους ομοφυλοφίλους όπου λογικώς η ανάγκη ομοιωμάτων περιττεύει, πλην περιπτώσεων στυτικής δυσλειτουργίας του συντρόφου.

Η ετυμολογία του όρου συνίσταται από το τοπικό επίρρημα «πίσω» - εκ της ανατομικής θέσεως του πρωκτικού δακτυλίου και του απευθυσμένου - και το ουσιαστικό «βροντή» (ή κατ' άλλους το συνηρημένο ρήμα «βροντάω - βροντώ») λόγω της εντάσεως του οργασμού που ο πισωβρόντης βιώνει. Αντικείμενο ερευνών παραμένει ωστόσο το αν ακούει όντως βροντές.

Ο όρος ενίοτε χρησιμοποιείται υβριστικώς και προσβλητικώς από άνδρα προς άνδρα (υπονοώντας τη β' περίπτωση των ομοφυλοφίλων), ακόμη και επί ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με την εν λόγω σεξουαλική συμπεριφορά.

Συνώνυμα: πισωγλέντης

Συζήτησις μεταξύ δύο -νυμφευμένων- φιλενάδων:

(Σούλα): - Άσ' τα Βούλα, ο προκομμένος μου αντί να μου κάνει σεξ μου ζητάει να του βάλω «από πίσω» το τηλεκοντρολ..
(Βούλα): - Αχ φιλενάδα, εγώ που τον έπιασα το δικό μου με το γαλατά;
(Σούλα - έκπληκτη): - Α τον πισωβρόντη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλα μέσα. Έκφραση χρησιμοποιούμενη για γυναίκα ανοιχτή, ή άνδρα ομοίως όπενχολ, έως χωνί, από κατόψεως διαμέτρου εμπροσθίου και οπισθίας οπής.

Υπονοεί την ευρύχωρη γυναίκα, ή άνδρα δυνάμενη-ο να ικανοποιήσει-φιλοξενήσει άνω του ενός μουσαφιραίων, μετά των αβγουλακίων τους, ήτοι ορχεόσακκων, μετά της φυσικής μάλλινης επενδύσεώς των.

- Ιωσήφ, κρύο κάνει, πάμε να κάνουμε μια ερωτική συνεύρεση με τον Φίφη, που είναι σε οίστρο;
- Άσε μωρή, μη σπάσουμε κανά γεννητικό μόριο… Πάμε στον Τασούλη που είναι all-in και θα βάλουμε και τα μπαλάκια μέσα να ζεσταθούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ο) ουσ., εκ του πούτσα και ζητώ.

Ο ζητιάνος της πούτσας, ο διακονιάρης. Αυτός που παρακαλάει να συνευρεθεί ερωτικά. Χρησιμοποιείται κυρίως για περιπτώσεις γένους θηλυκού και ειδικότερα για στερημένες, παντρεμένες, στραβογαμημένες κλπ.

Αμάν αυτή η Κατερίνα! Με έχει πρήξει. Όλο το σεξ έχει στο μυαλό της. Τι πουτσοζήτουλας έχει καταντήσει ρε φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις λέξεις καμαρώνω + καυλί: λέγεται για εκείνους που καμαρώνουν για το πέος τους και τα κατορθώματα τους, αλλά επίσης χρησιμοποιείται και από γυναίκες που σχολιάζουν το πέος ενός που περνάει από μπροστά τους ή οτιδήποτε.

- Αχ αχ κοίτα αυτόν!
- Αχ αχ πού, πού;;
- Α, αυτον τον καμαροκαύλη λές;
- Ναι, όντως πετάγεται πολύ από το τζίν-φόρμα

(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified