Ινοβατίφ γηπεδική έκφραση, που σημαίνει το γνωστό: «Γαμώ την οικογένειά σου», «το σόι σου», «το ντι-εν-έι σου», «το μουνί της οικογένειάς σου!» κ.τ.λ.

Αναφέρεται στο οικογενειακό βιβλιάριο ασφαλίσεως υγείας.

- Πέναλτυ!
- Πέτσινο δίνει ο πουλημένος στο 90, γαμώ το οικογενειακό του βιβλιάριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντε κατούρα τα πόδια σου, ρε!

Σημαίνει την απαξίωσή μας προς κάποιον, ή τα λεγόμενά του, είτε προσωπικώς, είτε δια μέσου αυτού, προς τρίτον, ... Στην κυριολεξία, υποδεικνύει σε κάποιον να ασχοληθεί με την διούρηση επί των κάτω άκρων του, ήτοι να κατουρήσει τα πόδια του, πράγμα εύκολο δηλαδή αν δεν του είναι κάγκελο, διότι εν μαρασμώ (μαρασμένη), αν κατουρήσει, σίγουρα τα πόδια θα κατουρήσει -έκφραση υποδηλώνουσα και τον διαρκώς εν μαρασμώ ευρισκόμενο.

Συνήθως χρησιμοποιείται ως εναλλακτική λύση από την προτεινόμενη (π.χ. λέω να πάω από Χαλκούτσι, το βραδάκι...
Άντε κατούρα τα πόδια σου, ρε, στο Χαλκούτσι βραδιάτικα...)

Συχνά αντικαθίσταται και από την συνώνυμη έκφραση:
«Άντε φτύσ' τα μπούτια σου ρε» , υποδηλώνουσα και πάλι την πλήρη απαξίωση προς τον καθ’ ού αυτή απευθύνεται!

Με εκτίμηση
Ωρωπιώτης

  1. Ο Σήφης ντελμπεντέρης;
    Άντε κατούρα τα πόδια σου ρε!

  2. - Άμα κατέβω από το αυτοκίνητο, θα γίνει μεγάλος σαματάς!
    - Σαματάς; Φτύσ’ τα μπούτια σου μωρή παλιοτσουτσουνοτσακίστρα!, που θα κάμεις σαματά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Μη υπαρκτό υποτιμητικό επώνυμο, επινοημένο για να δηλώσει έναν τυχαίο άνθρωπο, έναν ανθυποτίποτα, ο οποίος εκτός του ανυπάρκτού του είναι και βρωμερός μέσα κι έξω, βρωμά σκορδίλες ο πούτσος του, αχ τι ωραία, τύφλα να 'χει η αρχιδίλα ή η μουνίλα ή το τυρί...

Ένας ασήμαντος γελοίος βρωμερός φανταστικός ανθρωπάκος δηλαδή, το όνομα του οποίου βάζουμε για παράδειγμα όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε έναν μαλάκα (για να μην πούμε το πραγματικό όνομα του μαλάκα, επίσης).

Η κυρία Σκορδοπούτσογλου είναι η σύζυγος ή θυγατέρα του.

Όλοι αυτοί βέβαια έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και συνήθως μας κάνουν τη ζωή αφόρητη.

Ο γούγλης το δίνει και σαν ...υπαρκτό πρόσωπο στο φατσοβιβλίο και δη πάνω από 1 φορά, στη μία μάλιστα έχει στη φωτό τον Βέγγο.

  1. Η απορία που μου δημιουργήθηκε εξ αρχής ήταν τι γίνεται στην περίπτωση που εγώ δε γουστάρω ρε παιδιά να το βαπτίσω το παιδί. Πέρα βέβαια από το ότι θα καταλήξουμε οικογενειακώς στο πυρ το εξώτερον, το όνομα του γιού μου θα είναι εις τον αιώνα τον άπαντα για τους δυσκοίλιους γραφειοκράτες «Αβάπτιστος Σκορδοπούτσογλου».

  2. Κρεμιδομπίχτης Σκορδοπούτσογλου είναι το ονομά μου
    παρθένα μασχαλόβρωμα είναι τ' άρωμά μου.

  3. Τα πράματα έχουν ως εξής... εργάζομαι στο εκτελωνιστικό γραφείο του κ. Σκορδοπούτσογλου, ο οποίος μου χρωστάει κάποια χρήματα. Βέβαια ο κ. Σκορδοπούτσογλου δεν είναι το πραγματικό αφεντικό, ασχέτως που το γραφείο είναι στο όνομα του. Big Boss είναι ο κ. Πιστόλας, αλλά λόγω συνταξιοδότησης έχει γράψει την εταιρεία στο όνομα του κ. Σκορδοπούτσογλου, ο οποίος στην ουσία είναι υπάλληλος κι αυτός. Αν καταφύγω στην επιθεώρηση εργασίας, η καταγγελία θα πάει στο όνομα του Σκορδ., κάτι που δεν το θέλω, γιατί διατηρούμε πολύ καλές σχέσεις, αλλά κυρίως γιατί δεν είναι ο αρμόδιος για να με τακτοποιήσει οικονομικά. Υπάρχει τρόπος να μπλέξω τον κ. Πιστόλα στην όλη διαδικασία της καταγγελίας ή να αρχίσω να κλαίω τα λεφτά που μου χρωστάνε.
    Τα ονόματα είναι τυχαία.

-από το νέτι γενικά-

  1. από το νέτι ειδικά, λήμμα χαριτωμενιά του ατσεγκέ...:
    Ξαφνικά λοιπόν, εκεί που την έχω πέσει στην ξαπλώστρα και διαβάζω το βιβλίο μου και είμαι μιά χαρά χαρούλα, έρχεται ο παπαρολεβιές ο Σκορδοπούτσογλου και μου πετάει ένα ποτήρι παγωμένο νερό και γίνεται το βιβλίο μουνί καπέλο. Έτσι για χαριτωμενιά... Είπα να τον δείρω θα κλαίει, να τον γαμήσω θα θέλει κι άλλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκεπτόμενος με το κάτω κεφάλι.

Μα καλά, ψωλόμυαλος είσαι μωρέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παγκάρι-Γλείψιμο: η ιδιάζουσα περίπτωση αυτής της γλείφτρας ακόμη προβληματίζει την κοινωνία, καθώς κανένας δεν ξέρει εάν σημαίνει γυναίκα που πήγε με παπά ή γυναίκα που χρηματίζεται για μία (μπορεί και 2 αν είναι παρέα) πίπα.

Η λέξη χρησιμοποιείται επίσης και για αυτούς που λαμβάνουν «λάδωμα» από ανωτέρους τους.

Επίσης επειδή η διαδικασία του γλειψίματος περιλαμβάνει κάτι σαν να το λαμβάνουμε (δηλαδή όπως το φάγωμα) μπορεί να σημαίνει και κλέφτης παγκαριών.

  1. Ο τάδε χθες πιάστηκε από την αστυνομία, ήταν παγκαρογλύφτης.

  2. Χθες μια παγκαρογλύφτρα μου πήρε 30 ευρώ για μια πίπα, κλέφτρα ρε φίλε έχουν κρίση και οι πουτάνες να πούμε.

(από pargas, 13/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει δύσκολη κατάσταση την οποία καλείται κάποιος να αντιμετωπίσει ή εξευτελιστική ήττα/ταπείνωση από άλλον (σύνταξη: συνήθως με το ρήμα «πάω»).

Συναντάται και ως εξής για να τονιστεί το υπερθετικό της δυσκολίας:
1. πούτσα σούβλα και ξύλο
2. πούτσα σούβλα και ανηφόρα
3. πούτσα σούβλα και εμπλοκή

  1. Είδες πόσα γκολ έβαλε ο θρύλος στην κούλα; Πούτσα σούβλα την πήγε.

  2. Αύριο έχουμε διαγώνισμα στην ιστορία. Πούτσα σούβλα πάλι.

  3. Τράκαρα το αμάξι και το μαστόρι μου ζητά δύο χιλιάρικα. Πούτσα σούβλα και ξύλο μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδίδεται συνεχώς στην γνωστή τέχνη του Αυνανισμού... Χρησιμοποιείται για να μην χρησιμοποιηθεί δημοσίως όταν δεν αρμόζει (π.χ. όταν είναι μια γκόμενα μπροστά)...

Στο γυμναστήριο είναι 2-3 και συζητούν... Μπαίνει ένας που είναι ευρέως γνωστό ότι το αγαπημένο του σπορ είναι να την βρίσκει με την Πουλχερία...
«Μαλάκα αυτόν τον βλέπεις;»
«Ποιον ρε»;
«Αυτόν που μπήκε τώρα μέσα...»
«Ναι ρε... Γιατ;ί»
«Είναι μεγάλος πετσαδόρος... Όλη μέρα χειρογλύκανο...»
«Έλα ρε... είναι θαμώνας του youporn;»
«Τι να σου λέω το έχει ματώσει το πετσάκι του πολλάκις...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική εκδοχή του αγγλοσαξονικού motherfucker.

Σε αντίθεση προς το motherfucker που έχει και θετική πλευρά («you sexy motherfucker», «you be mah main mofo», κ.ταλ.), ο γαμομανάς είναι πάντα αρχίδης, μαλάκας και κατακριτέος.

Λογοπλάστηκε και χώνεται από εγχώρια χιπχοπάκιακαι λοουμπαπστέρια (βλ. παρ. 1,2) και όχι μόνο. Συνεκδοχικά, «πέφτουν γαμομανάδες» είναι η χιπχοπική απόδοση του «πέφτουν μπινελίκια».

Ασίστ μέσω δουπού: aris26.

1.
♪♫ Για τον σταυρό με τα στράς
Το style που μόνο αγαπάς
κι ότι σκατά οδηγάς
και αν είσαι γαμομανάς
Παίρνεις τα αρχίδια μας ♪♫

2.
♪♫ Μίλα για τα στρατόπεδα μεταναστών στα σύνορα,
τα κουμπωμένα πιτσιρίκια που σβήνουνε ανήμπορα, τα γειτονάκια σου που γίνανε καραβανάδες,
για τους φασίστες τους γαμομανάδες ♪♫
(Active Member, Μίλα να χαρείς)

3.
Οι χριστοπαναγίες και οι γαμομανάδες πέφτουν βροχή. Όμως στο τέλος όλοι μαζί φεύγουν χωρίς κακία ο ένας προς τον άλλον καθώς στην προκειμένη στιγμή έχουν δώσει το δικαίωμα να εκφραστεί ο καθένας με αυτόν τον τρόπο.

4.
Κωλόπαιδα σαδομαζοχιστές γαμομανάδες επιφυλάσσομαι.

Στο 2.15. Χώνω να γουστάρουμε (από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο φλώρος. Αλλά ο πολύ φλώρος: ο υπερβολικά, ελεεινά, εξοργιστικά φλώρος, ο άθλιος, ανυπόληπτος, ουτιδανός φλώρος, ο θλιβερός, απεχθής, σιχαμερός και αξιοθρήνητος φλώρος.

Ή γενικά, κάποιος που θέλουμε να μειώσουμε.

Ίσα ρε σκατίφλωρε που το παίζεις και ιστορία!

Έλληνας πολιτικός - Greek politician - Grieche Politiker (από xalikoutis, 24/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως τσιμπουκαρίων χαρακτηρίζεται μια γυναίκα σε μεγάλη ηλικία, που νομίζει ότι είναι κοπελίτσα και βάφεται, ντύνεται σαν 20άρα, ενώ έχει σίγουρα εγγόνια! Προέρχεται από τη λέξη τσιμπούκι και την κατάληξη -αρίων που προέρχεται από τον Βησαρίων, που δήθεν είχε αγιάσει σε κάποιο μοναστήρι. Λόγω ηλικίας!

Καλά ρε τι τσιμπουκαρίων είναι αυτή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified