Further tags

Πρόκειται για κλασσικό ελληνικό γυναικότυπο που θυμίζει μήλο.

Οι μηλαρούδες έχουν το κέντρο βάρους τους πάνω από την μέση: διαθέτουν στιβαρούς ωμούς και πλούσια βυζιά, πλαισιωμένα σε μια δυσανάλογα στενή λεκάνη, έναν επίπεδο κώλο και δύο λεπτά πόδια.

Α. Ασύμμετρες αναλογίες
Η αναλογία μέσης - γοφών μιας μηλαρούς είναι στην καλύτερη περίπτωση 0,80 ενώ η χρυσή αναλογία Fibonacci μιας κλεψυδρομούνας κυμαίνεται από 0,6 έως 0,7 το πολύ.

Β. Ασύμμετρες απειλές και ευκαιρίες
Οι μηλαρούδες έχουν ανδροειδή κατανομή λίπους. Συσσωρεύουν τα περιττά λίπη τους ενδοκοιλιακά, κυρίως στην μέση το στήθος και το πρόσωπο, και ωσεκτουτού είναι πιο ευάλωτες σε καρδιοαγγειακά τραλαλά από ότι οι αχλαδομούνες που τα αποθηκεύουν σε μπούτια και κώλο. Σε αντίθεση με τις αχλαδομούνες όμως, με σωστή διατροφή και γυμναστική οι μηλαρούδες χάνουν τα λίπη τους πιο γρήγορα και πιο ομοιόμορφα και μπορούν να προσεγγίσουν τον χαρακτηρισμό «μουνάρα». Εάν όμως παραμείνουν ανεξέλεγκτες, κινδυνεύουν να μεταμορφωθούν σε μπαζοειδείς ανδρούτσους.

Γ. Ασύμμετρο σεξ
Οι προκρινόμενες σεξουαλικές στάσεις, από οπτικής και απτικής απόψεως, είναι οι αντικριστές π.χ. ιεραποστολική, και μηλαρού-από-πάνω καθώς επιτρέπουν την βέλτιστη οπτική τέρψη και απτική ψηλάφηση των πλούσιων βυζιών της μηλαρούς. Αντιθέτως, κάθε μη αντικριστή στάση (π.χ. σκυλίσιο) συνεπάγεται χαμηλό πιτσιλαμπίλιτυ δεδομένου ότι η τυπικές μηλαρούδες είναι τετραγωνόκωλες ωσάν τον Μπόμπ τον Σφουγγαράκη.

[I]Γνωστές μηλαρούδες:[/i] Catherine Zeta Jones, Κate Winslet, Drew Barrymore, Elizabeth Hurley, Angela Merkel, Ντόρα Μπακογιάννη.

Βλ. επίσης: Αρχοντομούνα, κλεψυδρομούνα, λεβεντομούνα, αχλαδομούνα, πιπινέζα, Φρατζολίνα Ζολί

Πέρι: - Ρε συ το Μαριλού – η φίλη του Λίλιαν ντε! – λέει σαν γκομενάκι! Απίστευτο πρόσωπο, βυζί αναφοράς! Κρίμα που ο κώλος της υστερεί λιγάκι καθ’ ότι μηλαρού...

Μένιος: - Τελέρε! Το Μαριλού μετουσιώνει το όνειρο του κάθε μπάι: από βυζί Dolly Parton και από κώλο, Charlton Heston!!!

Πέρι: - Charlton Heston!!! Μ’ έφτιαξες, φιλαράκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα βυζιά, ντε!

Είναι κεφάτη, γυρίζει απ' tom Pousti στο Σίλικον Βάλεϋ.

- Παναγία μου, Σιλικονίτα, τι έπαθαν οι ντουντούνες του Λίλιαν;

- Τις πλαστικοποίησα! Έβαλα φο-βυζού!

- Πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published

Τα μεγάλου μεγέθους γυναικεία στήθη.

- Δεν πιστεύω να της είπες ναι;...
- Τι να κάνω, μου είχε πετάξει τα φουσκώνια της στη μούρη και με τούμπαρε...

(από Labros, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η οπή-απόληξη του πρωκτού εκ της οποίας εκβάλλονται τα αφοδεύματα.

Η κωλοτρυπίδα.

Ομόηχα: ουρήθρα, κερήθρα, μυζήθρα, κολυμβήθρα, τσιλιβήθρα.

- Θα σου ξεσκίσω την κωλήθρα βρωμόπουστα!
- Θα με κλάσεις τ' αρχίδια!
- Ώπα! Από συμπρωτεύουσα!
- Ναι για!

(σ.σ. ψιλοάκυρος ο διάλογος, αλλά το γράφω ξεκλέβοντας λίγο χρόνο απ' τη δουλειά)

(από nick, 07/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που αναφέρεται στις πολύ «άτακτες» γυναίκες, που «πιάνουν» τον ένα γκόμενο μετά τον άλλο.

Μας κάνει τώρα την σεμνή η Μαιρούλα και κατηγορεί τους πάντες και τα πάντα. Ξέχασε τι παλουκοπηδήχτρα ήταν στα νιάτα της. Αρσενικό για αρσενικό δεν είχε αφήσει που να μην το πάρει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πηδοβολάω, -ιέμαι: Εμφατικό θαμιστικό του «πηδάω, πηδιέμαι». Δηλώνει διάρκεια και συχνότητα της πράξης. Σχηματίζεται σε σύνθεση με το βολάω-βολιέμαι < βόλος < βάλλω, όπως σε πολλές άλλες λέξεις, λ.χ.: οπλοπολυβόλο, πολυβόλο, μυδραλιοβόλο, φυλλοβόλος, ακτινοβόλος, ιοβόλος, κεραυνοβόλος, κερατοβόλος (σλανγκιστί), γεννοβολάω κ.ο.κ. Απλώς, το «πηδοβολάω» δεν υπάρχει στα Λεξικά, και γι΄αυτό θεώρησα γλωσσολογικό καθήκον μου να το καταχωρίσω. Σημειωτέον ότι χρησιμοποιείται συνηθέστερα ο παθητικός τύπος «πηδοβολιέμαι» ακόμη και γι' αυτόν που έχει τον «ενεργητικό» ρόλο.

Πώς να μην κολλήσει AIDS ο John Holmes, αφού πηδοβολιόταν με χιλιάδες πορνοστάρ και μάλιστα χωρίς προφύλαξη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει ήδη γίνει αναφορά στο ακαφελόγιστο εδώ. Εκεί το πράγμα εστίαζε στην επίδραση της καφεΐνης στον ανθρώπινο οργανισμό.

Τα πράγματα όμως εξελίσσονται. Αφού δημιουργήθηκε νέα διάσταση στην έννοια του καφέ, μοιραία δημιουργείται νέα διάσταση για τον όρο του ακαφελόγιστου.

Η ατάκα μπορεί να απευθυνθεί σε κάποιον, που είναι μέσα στα νεύρα, ενώ παράλληλα γνωρίζουμε πως έχει το... πάθος με τα flocafe, στα οποία σημειωτέον έχει καιρό να πάει.

Όταν λοιπόν τον βλέπουμε να 'χει τα νεύρα τσατάλια, του λέμε φίλε έχεις το ακαφελόγιστο, θέλοντας να τον χαλαρώσουμε (μέσω αυτής της χιουμοριστικής νότας) αλλά η/και να του προτείνουμε και καλά... άμεση καφεθεραπεία από ειδικευμένη ορθοπεϊκό, που μπορεί να του κάνει τον λαϊκό μπαργαλάτσο του, τζέντλεμαν στο πι και φι. Μια τέτοια θεραπεία... μπορεί να τη γουστάρουμε και εμείς άλλωστε.

- Πάλι βρίζεις κι αστράφτεις σήμερα, τον έναν και τον άλλον στο λογιστήριο, για ψύλλου πήδημα. Έχεις το ακαφελόγιστο, δε λέω. Έχεις να πας σε ορθοπεϊκό των flocafe, από τότε που βγήκαν οι λάσπες. Αλλά τι σου φταίω κι εγώ που δε μ' αφήνεις να χαλαρώσω, έτσι που σε βλέπω... χα χα χα! - Πού το πας;
- Θυμάσαι πόσο συχνά πηγαίναμε στο παρελθόν; E αυτό να κάνουμε και τώρα. Γιαυτό προτείνω τιγκανά για φραπενείογια να 'ρθουμε στα ίσα μας... χε χε χε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτονόητο.

Μέσα σ' αυτή την θύελλα του σλανγκισμού (καλά, αυτός κι αν είναι ορισμός), όπου τα πάντα (και τα κοάλα επίσης) εκφράζονται σε υπερθετικό βαθμό, σκυλοπηδιέμαι, γαμιέται σαν σκύλα, γαμιέμαι σαν να μην υπάρχει αύριο, γαμησομούνοβα, γαμιοντουστάντενε, και μέσα σε μια θάλασσα παρομοίων λημμάτων ων ουκ έστιν αριθμός,

ιδού και ένα λήμμα που πρέπει ν' αντιπροσωπεύει μία ικανή, θέλω να πιστεύω, κατηγορία μινιμαλιστών.

Είναι αυτοί που στέκονται στο (χαμηλό) ύψος των περιστάσεων, όταν οι άλλοι γύρω τους αρπαχτοτσιμπουκώνονται αβέρτα κουβέρτα άνευ συστολής και δέους.

Αρκετές φορές κάποιοι παρεισφρύουν λάθρα στην κατηγορία των «ολιγογάμητων», είτε διότι το παίζουν μυξοπάρθενοι επί σκοπού, προκειμένου να επιτύχουν καμιά κρεμάλα με μεταξωτό σχοινάκι, είτε διότι έχουν ψωλοδιώχτη και μουνοδιώχτη αντιστοίχως.

  1. - Φίλε δεν θα το πιστέψεις! Στο μπαράκι χτύπησα μια γκόμενα η οποία απεδείχθη ολιγογάμητη!
    - Έλα ρε κωλόφαρδε!

  2. - Πω πω ένα γυναικάκι! Και την κόβω για ολιγογάμητη.
    - Τί λε ρε βλήμα; Αυτή το παίζει ολιγογάμητη μπας και εξασφαλίσει κανέναν κορόιδο γαμπρό. Κοίτα να γίνεις o μαλάκας της παρέας.

  3. - Ο Τασούλης δεν είναι και κανένας πηδήκουλας μιλάμε ε;
    - Στόοος... αυτός είναι ολιγογάμητος λέμε. Τον φυλάει τον πούτσο του για καμιά Αφροξυλάνθη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το απροσδιόριστο, κάτι το μη επαρκώς εντοπισμένο, που όμως γίνεται ασυνειδήτως αντιληπτόν από ειδική περιοχή του αντρικού εγκεφάλου, στην οποίαν είναι ιδιαιτέρως ανεπτυγμένα τα μουνορανταροκύτταρα.

Τον διαθέτουν οι γυναίκες που όχι μόνον δεν έχουν καμιά πουτσοπαγίδα πάνω τους (ου μην αλλά και κάτω τους), αλλά αντιθέτως έχουν αυτό το ιδιαίτερο κάτι - και οι ψωλές όπου φύγει φύγει.

Με την πρώτη ματιά, είναι γαμήσιμες και αξιαγάμητες, αλλά τα μουνορανταροκύτταρα έχουν άλλη γνώμη...

Μία ξινομούνα στον κύβο ίσως, ή κάποια που εμπνέει πραγματικά τον φόβο του οδοντοφόρου αιδοίου, μπορεί όμως και τον γέλωτα λόγω του γραδαρίσματος πως το αιδοίον είναι φαφούτικο, οπότε ποιος γαμεί ψηλά καπέλα...

Πολύ καλές υποψήφιες είναι οι φαρμακομούνες, λιγότερο οι στρειδομούνες, ενώ καμία τύχη δεν έχουν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο οι ζαχαρομούνες.

  1. - Μεγάλη μουνοθύελλα ενέσκηψε στο μπαράκι, Λάμπρο.
    - Ναι αλλά πιάνω και ψωλοδιώχτη στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ώπα, νά την... Κοίτα την δεύτερη ξανθιά στο τρίτο τραπέζι. Τον έχει, αδερφέ μου.

  2. Αμάν πια κι αυτή η Μαίρη βρε Πόπη μου, δεν σταυρώνει άντρα! Τί σόι ψωλοδιώχτη έχει πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ή αυτή που έμμεσα ή άμεσα ασχολείται με την επί χρήμασι παροχή ερωτικών υπηρεσιών.

Ο μαστροπός, ο νταβατζής, η τσατσά, η πόρνη, ο ζιγκολό.

- Ρε συ, που βρήκε αυτή την τζιπούκλα ο Λάκης;
- Έκανε κονέ με κάτι Μολδαβές και έγινε επιχρηματίας.

Δες και -ατίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified