Further tags

Παράγωγο της λέξεως «χάος». Κυρίως το συναντάμε στο α’ ενικό του αορίστου - χαώθηκα - και περιγράφει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το μυαλό κάποιου όταν βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση, όταν τα έχει παντελώς χαμένα.

Είναι σαν ένα βαριάς μορφής βλακ άουτ και δεν πρέπει να συγχέεται με πιο«λάιτ» εκφράσεις όπως: βάρεσα τιλτ, βάρεσα μπιέλα ή χτύπησα στρόφαλο.

Ενίοτε ως παρεμφερές του έμεινα μαλάκας ή του έμεινα κάγκελο.

(Από ό,τι φαίνεται παρακάτω, χρησιμοποιείται πολύ από ατονιστές)

  1. Οταν συνειδητοποιησα τι σημαινουν αυτα το νουμερα χαωθηκα. Μαζι με την Τουρκια εχουμε κατι λιγοτερο απο το ενα δεκατο της παγκοσμιας πελατειας οπλων. Κατι λιγοτερο απο το ενα δεκατο!! από εδώ

  2. Σκεφτομουν το Shimano Nexus 8, αλλα ειδα οτι βγαινει σε 200 διαφορετικες εκδοσεις και χαωθηκα. Απόεδώ

  3. Πλατιασα λιγο ειναι η αληθεια και ισως χαωθηκα. Παντως για να συνοψισω λιγο… από εδώ

  4. - Τι έγινε χθες με την Λίλιαν; Το έφαγες το γκομενάκι;
    - Άσε με μωρέ με την μισοπαρθένα...
    - Γιατί ρε, τι έγινε;
    - Ούτε που κατάλαβα ρε. Δεν πρόλαβα να της πιάσω το μπούτι καλά καλά και με άρχισε κάτι γιαλομιές
    - Ε και μετά;
    - Τι μετά ρε μαλάκα; Αφού με χάωσε τελείως σε λέω, καθόμουν και την κοίταγα σαν το χαϊβάνι μπας και σταματήσει ή μπας και καταλάβω τουλάστιχον τι λέει, αλλά αρκίδια!

(από euripidisk, 17/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη απο τις λέξεις κάγκελο και LOL .
Η σημασία καθώς και η χρήση της είναι προφανής, χρησιμοποιείται όταν μένουμε κάγκελο, αλλά η κατάσταση είναι ταυτόχρονα αστεία.

- Ρε Γιώργο, τα 'μαθες; Το Μαράκι χώρισε τον Πάνο... Μετά από 4 χρόνια του είπε ότι είναι λεσβία!!!
- ΚαγκεLOL!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και καλά πιο μόρτικος και πιο σλανγκιζέ τύπος του γνωστού «γουστάρω».

- Πάμε γηπεδάκι αύριο;
- Γουλάρεις μωρή λούγκρα;

βλ. και πουστάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλαχοκυριλέ (ουδέτερο) και βλαχοκυριλές (αρσενικό) είναι ένα από τα πολλά οξύμωρα σχήματα της saga του βλάχου, όπως και τα αρχοντόβλαχος, βλαχοντίσκο, βλαχορόκ, βλαχοτρέντι (λιγότερο και τα βλαχόμαγκας και βλαχομπαρόκ).

Το χαρακτηριστικό του βλαχοκυριλέ έναντι του βλαχοτρέντι, είναι ότι ο πρώτος δεν είναι μόνο τρέντουλας, αλλά επιδεικνύει και ισχύ, εξουσία, νεοπλουτισμό, κοινωνικό στάτους και πρεστίζ. Για τον λόγο αυτό και το βλαχοκυριλέ αποτελεί συχνά όχι μόνο περιγραφή προσώπων, αλλά και καταστάσεων επίδειξης κοινωνικής πυγμής, όπως κάποιοι ιδιαίτεροι τύποι αυτοκινήτων, συμπεριφορών και διασκέδασης. (Αντίπαλον πέος ο γυφτοκυριλές).

Επειδή, τα παραδείγματα που συνέλεξα στα διαδίχτυα είναι πιο εύγλωττα από όποιον ορισμό θα μπορούσα να κάνω, δεν θα επεκταθώ σε λεπτομερή περιπτωσιολογία, αλλά σε γενικές παρατηρήσεις:

Έχει εν προκειμένω εξασθενήσει αρκετά η αναφορά στο συγκεκριμένο φύλο των
Bλάχων, και μιλάμε γενικότερα για οποιονδήποτε επαρχιώτη έτυχε να αποκτήσει εξουσία και να το επιδεικνύει με το στυλ του. Μάλιστα, ενίοτε δεν είναι ούτε καν ανάγκη ο τοιούτος να είναι κιτς, αρκεί και μόνο η επαρχιώτικη καταγωγή του για να τον κράξουν οι Αθηνέζοι.

Σημαντική περίοδος επέλασης βλαχοκυριλέδων θεωρείται η Θασοκική εϊτίλα του γέρου με το τσιμπούκι. Το άρθρο λ.χ. εδώ αναλύει το «ελληνικό όνειρο», που σε αντίθεση με το αμερικλάνικο τοιούτο, στηρίχθηκε στην διόγκωση του δημόσιου τομέα, εκτρέφοντας στρατιές πειθήνιων βλαχοκυριλέδων. Δικαιολογημένα, ο βλαχοκυριλές πήρε την ρεβάνς του από το κράτος- χωροφύλακα της Δεξιάς, αλλά μετά ίσχυσε το «είπαν στον χωριάτη να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε».

Έκτοτε, ο βλαχοκυριλές κυκλοφορεί και σε μπλε και σε πράσινους κόκκους. Στο πρώτο παράδειγμα φαίνεται ένας βλαχοκυριλές με νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, που μοιάζει σαν ήρωας από λήμμα του Vrastaman. Γενικά, ο βλαχοκυριλές είναι a motherfucker plein de contradictions (βραστόλεκτος) που τραβάει το κυριλέ τε και μεθοδέ στυλ στο ne plus ultra της υπερβολής. Μπορεί να είναι είτε δαπίτης είτε πασπίτης με κυριλογκόμενες ή πασοκομούνες, πάντως οπωσδήποτε θα επικαλεστεί κάποιον ιδεολογικό λόγο που να δικαιολογεί την γκλαμουριά του.

Επειδή, όμως το πολύ το κυριλέησοντο βαριέται κι ο παπάς, ο βλαχοκυριλές θα είναι (;) ένας από τους πρώτους που θα φάει τον δονητή. Με την σαμπάνια της Τζούλιας έκλεισε ο κύκλος της μεταπολίτευσης, και τώρα το ίδιο το κράτος (ενωμένο ΔΝΤ) παροτρύνει τους πολίτες τους να ρουφιανέψουν, ενώ κάθε ευγενής ένδειξη βλαχοκυριλοσύνης θα θεωρείται στο εφεξής τεκμήριο, το οποίο θα καλείται να αγρεύσει ο ρουφιάνος της γειτονιάς σας. Αυτός ο αγώνας, ωστόσο, του βλαχοκυριλέ ενάντια στις δυνάμεις της Δεξιάς και της Προόδου έχει αβέβαιο τέλος, καθώς η Ρωμηοσύνη έχει αποδείξει τις δυνάμεις αδρανείας και αλληλεγγύης προς τους κυριλέδες.

Τέλος, να σημειώσω ότι, όπως μου υπέδειξε και ο Χότζας, ο φθόνος προς τον Βλάχο (με στενή και ευρεία έννοια) χρονολογείται ήδη από την σύσταση του ψευδώνυμου ελληνικού κρατιδίου, με τον δυισμό μεταξύ της βαυαροκρατούμενης τρε κομιλφό (λέμε τώρα) πρωτεύουσας απ' την μια, και της μαύρης υστέρησης απ' την άλλη. Έχει στοιχειώσει το συλλογικό μας υποσυνείδητο και εκπορεύεται συχνά από κολωνακιώτικες παρεούλες μέχρι αυτές να εκθρονισθούν από βλαχοκυριλέδες, οι οποίοι δεν αποκλείεται και να αναπαραγάγουν αυτομισούμενα κλισέ.

  1. Βλαχοκυριλές είναι ένας ενεργότατος μπλόγκερ. Ιδού το αποκαλυπτικό προφίλ του (σ.ς.: νά 'ναι καλά ο άνθρωπος, θά 'χει διαδικτυακό φτάρνισμα):

Είμαι ιδεολόγος Νεοφιλελεύθερος, γουστάρω Καπιταλισμό και Ιδιώτευση. Το όνειρό μου ήταν να γίνω Δημόσιος Υπάλληλος για να αράξω και να χαζεύω το Νεοφιλελευθερισμό με την άνεση μου. Ή να ανοίξω καφετέρια για να πιάσω την καλή και να είμαι ένας μικρός θεούλης (κυρίως στις γκαρσόνες). Εσχάτως κυκλοφοράω με Ζ4 και πουλάω μούρη, να 'ναι καλά το καταναλωτικό της Γιούρομπανκ. Πιτσιρικάς ψήφιζα ΔΑΠ για να κάνω κονέ με γκόμενες στη Μύκονο και πορτιέρηδες στα κλαμπ. Τώρα ΝουΔού δαγκωτό, οι άλλοι είναι για τα ταγάρια...

  1. Από Ελευθεροτυπία:

Ξεδίνεις, ψευτοκουλτουριάρη-βλαχοκυριλέ! Τα κορίτσια που δεν πάνε μέγαρο αλλά φτιάχνονται όταν χορεύουν πάνω στα τραπέζια προκαλώντας τον παίδαρο κάτι ξέρουν περισσότερο για τη ζωή, απ' ό,τι οι συνταξιούχες φιλόλογοι. Τα μπαλέτα, οι χορογραφίες, το σκηνικό είναι πράγματι εντυπωσιακό. Η Βανδή κατεβαίνει κρεμασμένη μ' ένα σχοινί σαν τον Ταρζάν στη σκηνή, ενώ για να εμφανιστεί η Βίσση επιστρατεύεται η... αντιτρομοκρατική. Εμφανίζονται επί σκηνής κουκουλοφόροι κομάντο με προβολείς, τη συλλαμβάνουν, τη δένουν σε μια καρέκλα, τη δέρνουν κι εκείνη ηρωική τραγουδάει με ξεσκισμένο πουκάμισο (νέα μόδα - άλλη εποχή). Επηρεασμένες προφανώς από τις λατινοαμερικάνικες σαπουνόπερες της TV βγαίνουν με γκάμπριο αμάξια και καουμπόικη στολή η Βίσση και η Γαρμπή.

  1. Διένεξη ατονιστη και συνομιλητή του σε φοράδα:

- το αντίθετο του βλαχοκυριλέ εστιατορίου ποιο είναι; Και τι μουσική παίζει;
- ουφ, λοιπον αμερικανια με την καλη εννοια ειναι το Illinois του Sufjan Stevens. αντιθετο του βλαχοκυριλε εστιατοριου ειναι ενα κυριλε εστιατοριο στο οποιο θα ακουγονταν πχ το «Night and the city» των Haden και Barron.
- [...] Ευχαριστώ ειλικρινά για την απάντηση, οπου μαθαίνω οτι το κυριλέ παίζει Haden με Barron , ενώ το βλαχοκυριλέ Haden με Metheny. Άρα τη διαφοροποίηση την κάνει ο δεύτερος οπου χαρακτηρίζεται βλάχος. Ναι; Ερωτάσαι λοιπόν απο ποιό άλλο δίσκο του ξέρεις το Metheny και λές απο κανένα! Έχεις όμως άποψη....
Πώς γίνεται αυτό;

  1. το πανάκριβο Jeep Hammer είναι παραγγελιά ενός « βλαχοκυριλέ » ...
    (Δες).

  2. Όχι, δεν θα γούσταρα ένα βλαχοκυριλέ κάμπριο της Mercedes.
    Πηδ@ω και χωρίς αυτό... :p
    (Δες).

  3. Από το vapsomalliades.blogspot.com.

Πέτρος Κωστόπουλος: Το βλαχοκυριλέ βάψιμο και η αντίστοιχη εμφύτευση.

Ο μικρός Πέτρος ήταν ένα τυπικό παιδί της ελληνικής επαρχίας. Γεννημένος σε μια ταπεινή οικογένεια του μόχθου στην περιοχή του Βόλου, η οποία δύσκολα τα έφερνε βόλτα. Ο πατέρας επαγγελματίας του βολάν (σε γκρι χρώμα τότε), η μητέρα κατά βάσιν οικιακά. Δύσκολα έβγαινε το μεροκάματο και αυτό στοίχιζε στον μικρό Πέτρο, του οποίου η ψυχή εφλέγετο για τα μεγάλα, τα πολυτελή και τα υψηλά…[...] Εντελώς άξεστος και ακαλλιέργητος, τριγύριζε με μακριά μαλλιά (είχε τότε τρίχα μπόλικη και θυσανωτή) στενό τζιν και μαύρο σκαρπίνι με λευκή αθλητική κάλτσα δώθε–κείθε, βαρώντας μυίγες της θεσσαλικής πόλεως. [...].
Ο βαθύτερος στόχος είχε επιτευχθεί. Το βλαχαδερό από το Βόλο, με τον λόγο που μοιάζει με λόξιγκα και με τη βαριά, εκνευριστική θεσσαλική προφορά (που τα «ο» τα μετατρέπει σε «ου» τρώγοντας ταυτοχρόνως τα φωνήεντα και την οποία, χρόνια τώρα, δεν κατόρθωσε να αποβάλει - μια προφορά που μόνο γραφικότητα και θυμηδία αποπνέει), πέτυχε. Τα είχε καταφέρει (α λα ελληνικά…). Από τις άσπρες συνθετικές κάλτσες με τα φτηνά σκαρπίνια πέρασε στα Rossetti, από τα μηχανόβια Perfecto στα Cavalli, από τα «μάλμπουρο» που τα στερέωνε στο διπλωμένο μανίκι του (φτηνού) μακό, στα πούρα, από τα clubs στα μπουζουξίδικα… Οι εκδρομές πια δεν αφορούσαν τα γραφικά χωριά του Πηλίου, αλλά τα Aspen στα Colorado (και, φυσικά, την αναπόφευκτη Μύκονο...).

  1. Το ελληνικό όνειρο δεν απείχε πολύ από το αμερικάνικο, αλλά του έλειπαν δύο βασικά συστατικά: Η πραγματική λάμψη και η ακριβή παραγωγή. Στηρίχθηκε σε δύο άλλα στοιχεία πρωτόγνωρα για τα ελληνικά δεδομένα: Το «βλαχοκυριλέ» στυλ και η κατάκτηση του εύκολου χρήματος.
    (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άτομο το όποιο αδυνατεί να εκφραστεί ή να κρατήσει τον ειρμό του σε μια απλή συνομιλία, με αποτέλεσμα να δυσανασχετούν οι συνομιλητές του.

Γκαρσόνι σε ταβέρνα.

- Γεια σας πατριώτες, τι θα πάρετε;
- Φερτέ τα αναψυκτικά πρώτα.
- Τι είναι αυτά;
- Πε συ, αυτός δε ξέρει ελληνικά ρε πως θα συνεννοηθούμε;
- Τι ελληνικά ρε, αυτός δε ξέρει σκέψη…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλάζω επίπεδο, γίνομαι καλύτερος.
Χρησιμοποιείται για οποιαδήποτε φάση που παρατηρείται βελτίωση-πρόοδος.

  1. — Έλα το βράδυ ρε να σε παίξω ένα pro.
    — Αφού όλο χάνεις!
    Μεγάλε, προπονήθηκα από τότε. Έχω ανέβει τσάκρα.

  2. — Πώς έγινε έτσι το Κατερινάκι ρε παιδιά!
    Ανέβηκε τσάκρα, άσ' τα.
    — Και τώρα μας το παίζει κυρία, κατάλαβα...

τσακρα! (από MXΣ, 29/04/10)

Σχετικά: περνάω σε άλλη σφαίρα, λεβελιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι ξεφτίλα, γίνομαι ρόμπα.

Πηγάζει από το λεγόμενο χου-νέρι, δηλαδή τη δυσμενή κατάσταση στην οποία υποκύπτει κάποιος.

- Άσ' τα ρε τι έπαθα. Αγόρασα ένα παγωτό και μου έπεσε όλο πάνω μου, μπροστά σε όλους!
- Έγινες χου δηλαδή ε;...
- Ναι ρε, έτρεχα να κρυφτώ!

Τhe Who (από allivegp, 03/05/10)(από HODJAS, 03/05/10)

Βλέπε και χου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει την πλήρη απώλεια επικοινωνίας στην οποία έχει περιέλθει ένα άτομο, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η επικοινωνία μαζί του. Η κατάσταση «οφλάιν» συνδέεται άρρηκτα με την προσωρινή προβληματική εγκεφαλική επεξεργασία, που συνήθως οφείλεται είτε:

  • Στην άγνοια του ατόμου επί του θέματος, ή
  • Στην ανεπαρκή αντιληπτική λειτουργία, ως νομοτελειακό επακόλουθο μιας προηγηθείσας κατάστασης νιρβάνας.

    Πατέρες του λήμματος είναι οι nerds που περνούν αναρίθμητες ώρες στα netcafe cyber-iάζοντας, και παραλληλίζουν την ανικανότητα κάποιου να γίνει δέκτης πληροφοριών με αυτή ενός αποσυνδεδεμένου από το internet υπολογιστή.

  1. - Έχω παπάδες... πάμε για προ...;
    - Προ...; μα δεν έχουμε playstation...
    - Omg ρε μαν... είσαι οφλάιν τελείως... να πιούμε κάνα γάρο εννοώ...

  2. - Πωωω , φίλε!! Βγήκε το ironman 2, πάμε να το δούμε;;
    (ξύπνημα από φάση νιρβάνας) - Εεεεε; τι είπες ρε ;
    - Καλά... άσ' το... τσάμπα χάνω τα λόγια μου... εσύ είσαι οφλάιν...

(από Galadriel, 12/10/11)

βλ. και σιζοφλάει, οφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ουσιαστικού μακάκας, που αποτελεί τροπή του μαλάκας, είτε για να θυμίσει τον ομόηχο πίθηκο, είτε και για λόγους φαρισαϊκής αυτολογοκρισίας σε κάπως πιο επίσημα κείμενα, είτε απλώς για γούστο. Προφάνουσλυ σημαίνει την μαλακία.

Αρκετά από τα δεκάδες χιλιάδες χιτς που δίνει το γούγλε αφορούν στον εθνικό μας μακάκα Νίκο Καρβέλα, που ονοματοδοτήθηκε έτσι από τον φούστη Λάκη Λαζόπουλο.

  1. Η μακακία είναι αήτητη….
    Παρουσιάζοντας τον Ολι Ρεν:
    «Αυτό το παλικαράκι(;) είναι που έρχεται στη χώρα μας. 48 χρονών. Ένα πανεπιστήμιο έχει τελειώσει(!) στη Γαλλία. Όχι πολλά πράματα…
    Γιώργος Αυτιάς πρύτανης μακακίας. (Δώθε).

  2. Τι είναι μία σκηνή αυνανισμού μπροστά σε μία τέτοια ...μακακία;
    Στο ΕΣΡ κλητεύεται για να δώσει εξηγήσεις ο ηθοποιός-σκηνοθέτης Χριστόφορος Παπακαλιάτης για την επίμαχη σκηνή του νέου του σήριαλ στο Mega με την επωνυμία «4» στην οποία, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στο ρόλο του Βασίλη εμφανίζεται να παριστάνει πως αυνανίζεται, με την πλάτη στραμμένη στην κάμερα.
    Συγγνώμη, αλλά εμείς δε νιώσαμε πως προσεβλήθη η δημόσια αιδώς με αυτή τη σκηνή. Εξάλλου, εκτιμούμε πως μία αναπαράσταση (και όχι μάλιστα ξεκάθαρη μπρος στο φακό της κάμερας) αυνανισμού, δεν είναι τίποτα σε σχέση με το γεγονός ότι ολόκληρο το σήριαλ φαίνεται να είναι ακόμη μία ... μακακία και μισή, εκ μέρους του κου. Παπακαλιάτη. (Κείθε).

  3. Δεν είναι μακακία, απλώς, κάποιοι πασσάρουν για χαβιάρι κάτι που είναι ταραμάς. (Παραπέρα).

Και στην τρασιά του ειρηνοποιού Στράτου Λασκαρίδη (από Khan, 23/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπη μεταγραφή του αγγλικανικού dead meat. Αποδίδει φωτορεαλιστικά την έννοια ενός πτώματος που είναι χώμα αλλά και οιουδήποτε καμένου ή κατεστραμμένου ανθρώπα.

Αγγλιστί: dead meat.

  1. - Εκεί πέρα που άρχισε το τουϊστ της ταινίας εγώ κοιμήθηκα...ήμουνα ντεντ ... ντεντ μιτ!
    (Sugarenia & Stelabouras make a podcast, επεισόδιο 33, 37'00)

  2. - Παίδες θα ερχόμουν και εγώ αλλά σήμερα η αφεντομουτσουνάρα μου πήρε το βάπτισμα του πυρός στο Poikilos mountain και είμαι ντεντ μιτ καλά να περάσετε φάτε και λίγη προβατίνα και για μας...
    (κουρασμένος ποδηλάτης, εδώ)

  3. - Κανείς τους όμως δε θα καταλάβει ποτέ πως φεύγει το μυαλό ενός μανιοκαταθλιπτικού, εκτός αν πάσχει ο ίδιος. Κι ο μαλάκας ο γιατρός μου! Γιατί σκάω το 50άρικο, αν είναι να μην απαντάει στις κλήσεις μου; Αντώνη, να προσέχεις. Εγώ υπήρξα τυχερή και ζω ακόμη! Με τις μαλακίες που έχω κάνει σε φάση μανίας, θα μπορούσα κάλλιστα να είμαι dead meat τώρα...
    (εδώ)

Σεσί νε πα σινεφίλ (από Vrastaman, 10/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified