Further tags

  1. Ευνοϊκός συνδυασμός καταστάσεων που κάνει τους εμπλεκόμενους να νιώθουν ευχάριστα. Με τον οξύμωρο επιθετικό προσδιορισμό «άσχημη», η φόρμουλα είναι ακόμα καλύτερη!

  2. Κοπέλα, όχι απαραίτητα κουκλάρα, άλλα με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που την κάνει πολύ ελκυστική στα αρσενικά.

- Ααααααχ, ποτάκι, τσιγαράκι, μουσικούλα... άσχημη φόρμουλα!

- Κοίτα μια φόρμουλα μπροστά, έχει και τατουάζ στο γοφό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.

Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.

- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.

Αν ο πέοντας είναι γεμιστήρας, τότε το μουνί είναι όπλο? (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαδικασία pot-σης κατά την οποία δύο ή περισσότεροι pot-ες είναι συνδεδεμένοι με κάμερα μέσω διαδικτύου και πίνουν χόρτο. Η φράση αυτή έχει ως γλωσσική βάση της τον όρο cyber sex.

Cyber pot βέβαια, να πίνουν μόνοι τους, οπότε μπαίνουν on-line και πίνουν με φίλους τους από άλλες πόλεις ή χώρες. Το σωστό cyber pot προϋποθέτει όσοι είναι on camera να πίνουν. Ε, τι; μισές δουλειές θα κάνουμε;

- Ήμουν χθες Skype και μιλούσα με την Inga, τη φίλη μου από τη Σουηδία. Δυο ώρες κάναμε cyber pot, λιώσαμε!
- Α, δηλαδή πάθατε υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τις δουλειές του σπιτιού, το κοινώς λεγόμενο «νοικοκυριό» (σκούπισμα, ξεσκόνισμα, σφουγγάρισμα, μαγείρεμα) για το οποίο η «αφέντρα του σπιτιού» επαίρετο κατά την προ της καθόδου των Δωριέων (συγνώμη, διαγράφεται μια λέξη) Αλβανών εποχής, και το οποίο σήμερα αναθέτει κατά περίστασιν ή καθ' έξιν σε αμειβόμενη αντί 6.50 ευρώ την ώρα κυρία, συνήθως Αλβανίδα ή Bορειοηπειρώτισσα κατά δήλωσίν της.

Η φράση συνήθως εκφέρεται χαριέντως, σκωπτικώς ή μετ' αναστεναγμού, είτε κατά της εσχάτως ενσκηψάσης οικονομικής κρίσεως ή κατά του δικαιώματος των διακοπών, το οποίο δεν απεμπολούν πλέον ούτε η Αλβανοί. Μην εκπλαγείτε δε αν το ακούσετε και από Αλβανίδα που πρόκοψε στην Ψωροκώσταινα ως παραδουλεύτρα ή σύζυγος τοποθετητού πλακιδίων.

- Πήρε άδεια και η Λιντίτα (Ανατολή) και πρέπει ν' αλβανιάσω τώρα.
(από το άμεσο περιβάλλον μου)

- Η Λουμτουρί (Ευτυχία) σήκωσε ψηλά τον αμανέ και ζητάει αύξηση. Ας αλβανιάσω κι εγώ λίγο. (από τον ευρύτερο κύκλο μου)

- Αχ! Στο εξοχικό... δεν φτάνει που δεν έχω βοήθεια, λερώνουν τα παιδιά, έρχονται και οι φίλοι τους... κι εγώ όλη μέρα αλβανιάzω. Δε στέκομαι! Ούτε για μπάνιο δεν πάω. Να! Να! Είδες τι γίνεται; (σύζυγος κατασκευαστού πολυκατοικιών με τρία «σκαφάκια», το ένα μόνο φουσκωτό, το πάλει ποτέ μπετατζή)

- Πού να βρεις Αλβανίδα μέσα στον Αύγουστο; (από Αλβανίδα, δεύτερη σύζυγο ιδιοκτήτου mini market)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρμένο από τελειωμένη διαφήμιση φέτας - του γαλακτοκομικού προϊόντος - τους τελευταίους μήνες έχει γίνει πια και συνώνυμο του «άραξε την πέτσα σου» .

Προφέρεται με τραβηγμένο το «ε», δηλαδή: «Φέέέτα!».

- Μαλάκα, κόψε ταχύτητα θα τη δώσουμε σε κάνα στύλο!
- Φέέέέέτα...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η disco, όπως όλοι μας γνωρίζουμε, είναι είδος χορευτικής μουσικής που άνθισε στα τέλη της δεκαετίας του '70 και κορυφώθηκε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, στη διάρκεια της οποίας επικρατούσε - με ελάχιστη απόσταση βέβαια από την στυλιστικά παρόμοια glam rock της ίδιας περιόδου - έναντι των αποδέλοιπων μουσικών ρευμάτων.

Μια μέρα όμως η μουσική βιομηχανία ξύπνησε, αποφάσισε πως πέρασε πολύς καιρός, πώς φτάσαμε σε τρίτη στη σειρά δεκαετία ('90s πια) και πως ήρθε πια η ώρα να αλλάξουμε μουσικές προτιμήσεις: έτσι βίαια λοιπόν, η disco πέθανε και πάνω στο μνήμα της φύτρωσαν η grunge, η r'n'b και τα boybands.

Η φράση «dead as disco» σημαίνει τα κάτωθι:

  • Ένα γεγονός έλαβε τέλος και αποκλείεται να υπάρξει οποιουδήποτε είδους συνέχεια ή μετεξέλιξη σε αυτό,
  • Το τέλος μια περιόδου, «the end of an era» που λένε και οι φίλοι μας οι Εγγλέζοι,
  • Ότι κάποιος είναι τρομερά κουρασμένος για να κάνει ο,τιδήποτε - ότι είναι «πτώμα».

Παράδειγμα για τις τρεις ανωτέρω σημασίες:

  • Η σχέση του Μάκη με τον αρραβωνιαστικό της αδερφής του είναι πια «dead as disco».%
  • Πφφφ, πάει και η φοιτητική ζωή, dead as disco. Τώρα, πρέπει να βρω δουλειά, να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια... Και μετά, να πάρω σύνταξη, να πηγαίνω για προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους με τα Κ. Α. Π. Η.%
  • - Πάμε να χτυπήσουμε κάνα πιπίνι;
  • Δεν παίζει, χτύπησα 12ωρο σήμερα στη δουλειά, είμαι «dead as disco».

(από Vrastaman, 26/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμερικάνικη έκφραση που χρησιμοποιείται για να ορίσει μια κατηγορία σεξουαλικής σχέσης μεταξύ δύο (ενδεχομένως και περισσότερων, δε μπορώ να το πω αυτό με βεβαιότητα) ανθρώπων.

Οι «friends with benefits» είναι οι φίλοι, οι οποίοι κάνουν σεξ. Οι λόγοι ποικίλλουν: είτε δεν έχουν γκόμενο/α, είτε γενικά δεν κάνουν σεξ πολύ καιρό οπότε παρηγοριούνται σεξουαλικά στον ώμο -ή όπου αλλού- του φίλου τους, είτε το σεξ είναι εξαιρετικό -οπότε γιατί να το κοψείς, κλπ κλπ κλπ... Εδώ, πρέπει αν τονιστεί πως σε αυτή τη μορφή σχέσης, το σημαντικότερο στοιχείο είναι η φιλία: οι friends with benefits είναι πρωτίστως φίλοι (διόλου τυχαίο που στον εν λόγω όρο πρώτη λέξη είναι το «friends») και μετά σεξουαλικοί παρτενέρς.

Σε αυτή τη μορφή σχέσης, όπως και σε άλλες ανάλογες -ως προς την προχειρότητα- δεν υπάρχει φυσικά αποκλειστικότητα και οι φίλοι μπορούν να κάνουν σεξ και με άλλους -φίλους ή μη.

Δε θα έπρεπε να μπερδεύεται ως προς το περιεχόμενό του ο όρος αυτός με το «fuck buddies», μιας και οι τελευταίοι δεν είναι φίλοι, απλώς πηδιούνται περιστασιακά: οι friends with benefits θα πάνε την άλλη μέρα για καφέ∙ οι fuck buddies, όχι.

Το σεξ με τη Λίλιαν* ήταν εξαιρετικό, οπότε αν και θέλουμε να παραμείνουμε φίλοι, αποφασίσαμε να βρισκόμαστε που και που και να την κάνω να λέει τον Δεσπότη Τζέσικα.

*αντιλήφθηκα πως εδω μέσα η Λίλιαν είναι το κατ' εξοχήν παράδειγμά σας σε ο,τιδηπότε σχετίζεται με σεξ, οπότε το δανείζομαι -συγχωρέστε με για το θράσος μου.

(από Vrastaman, 29/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αυτοκρατορική πίπα, αυτή που μπουκώνει στο έπακρο. Μεταφορικά, το άγριο χώσιμο τ. πίπα κώλο εμπλοκή.

Εκ του αρχαίου ψωλή και του γαμοσλανγκοτέτοιου -μπούκι (< Ιταλ. bocca (στόμα) < μσν. εμπουκώνω < αρχαίου βαύκαλις (φιάλη οίνου)). Καμία ετυμολογική συνάφεια με το συνώνυμο και ομόηχο τσιμπούκι (q.v.).

Βλ. επίσης: αρχιδομπούκι.

(πάσα από ΔΠ: GATZMAN)

- Άγριο τροϊκάνικο ψωλομπούκι τα νέα μέτρα.
- Και πού' σαι ακόμα, έχουμε να φάμε καλά!

- Ψωλομπούκι: Δεν τρώει ψωμί. Τρώει ψωλή. Πρωταγωνιστεί και στο λήμμα: πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα.
(σ. GATZMAN, στο δουπού)

(από Vrastaman, 30/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέας κοπής και σχετικά τρέντι επιφώνημα επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας.

- Η 28η Οκτωβρίου φέτος πέφτει Παρασκευή.
- Αγαπώ!

- Μόλις ήρθε η πανταχούσα από την εφορία.
- Αγαπώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified