Παραπέμπει στο ζαμπόν, όταν μιλάμε για κυριλέ πρεζάκια.
Τον είδες τον μαλάκα; Πάλι λε μπον ήταν...
Got a better definition? Add it!
Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται μονίμως ο Έλληνας εδώ και τουλάστιχον 30 χρόνια.
Καθολικώς και αεί συνδρομηταί στην υπηρεσία. Φοριέται παντού.
Ασίστ: Λ.Π.
Στο ταμείο παρεισφρέει γέροντας παρακάμπτων την ουρά:
- Με συγχωρείτε, με συγχωρείτε... κύριος, επ, σειρά κύριος...
- (...........)
- Μην το ψάχνεις, mycosmos.gr
Στον δρόμο:
- Ρε φίλε, μην το βάζεις εδώ το αμάξι, δεν μπορούν να περάσουν τα καροτσάκια!
- Και πού να το βάλω;
- Θα σού 'λεγα αλλά έχε χάρη που είσαι mycosmos.gr!
- Α;
Στην σχέση:
- Πιπίτσα, τα πράγματα δεν πάνε καλά στο μαγαζί...
- Αχ είπες μαγαζί και θυμήθηκα, είδα κάτι γόβες στο ΝΑΚ...
- Άιντε, mycosmos.gr είσαι και συ!
Στην παρέα:
- Η άρχουσα τάξη και τα φερέφωνά της στα ΜΜΕ προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι μονόδρομος τα αντιλαϊκά μέτρα που κατακρεουργούν ό,τι απέμεινε από το ασφαλιστικό, η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ενοποίηση, η υπαγωγή της χώρας στην επιτήρηση της ΕΕ και του ΔΝΤ... (http://kkeisageek.freehostia.com/)...
- Άσε, κατάλαβα, mycosmos.gr, φύγαμεεεε!
Got a better definition? Add it!
Όρος που κινείται στα όρια του μπαμπαδισμού. Τα πιο τρέντυ συνώνυμα, που με επιτυχία λάνσαρε ο κυρ-Νίκος, τύπου τιτανοτεράστιος, τρισμέγιστος κλπ, αποδυνάμωσαν τον όρο «διεθνής».
Ο όρος «διεθνής» ξεπήδησε προφανώς από το ποδόσφαιρο, και αναφέρεται στο γεγονός ότι όλοι οι καλοί παίκτες αναγκαστικά αποτελούν και μέλη των εθνικών ομάδων, στις χώρες καταγωγής τους. Με αποτέλεσμα ο όρος «διεθνής» να ενέχει και την έννοια του άσου, του παιχταρά. Οπότε και εκτός ποδοσφαίρου, αποκαλούσαμε και αποκαλούμε «διεθνή» κάποιον που είναι αξιοθαύμαστος σε οποιονδήποτε τομέα.
- Έλα, καταφθάνει και ο Μάκης
- Ο διεθνής εραστής Μιχάλης Καραμήτρογλου, που δεν έχει αφήσει ποτέ στη ζωή του κάποιο ανικανοποίητο γυναικείο οργανισμό...
- Καλώς τονα...
- Σπέρα...
- Ως διεθνής άσος, πάντα ολιγόλογος ο Τάκης μας!
Got a better definition? Add it!
Κανονικά, η χαμοκελάηδα ή χαμοκελάδα είναι ένα πουλάκι (τσίου-τσίου και τέτοια). Επιστημονιζέ λέγεται Anthus campestris και αγγλιστί tawny pipit.
Στην αργκό όμως έχει ιδιαίτερη σημασία:
Α) Της αμφιβόλου υπολήψεως (γιατί παρακαλώ;) γυναίκας που σκύβει πάνω απ' τα προβλήματα του κ. Jim Bookie (δηλ. «κελαηδήστε ωραία μου πουλάκια»),
Β) Του υποκριτή, ύπουλου και εν τέλει χαφιέ που κελαηδάει, δηλ. ξερνάει – «λέει το ποίμα» (βλ. «Ένα Γελαστό Απόγευμα», 1979, σενάριο Φρέντυ Γερμανός, όπου ο Γ. Μιχαλακόπουλος υπενθυμίζει στο Ν. Κούρκουλο το παρελθόν του πατέρα του επί Κατοχής, λέγοντας «μερικά πουλάκια κελαηδάνε από πολύ μικρά», βλ. και αξιοσημείωτα ανατρεπτική ιστορία του μικρού Λιά στο ανθολόγιο του 1978, που «έψαχνε να βρει το πουλάκι που τα λέει όλα στη μαμά», να του στρίψει το λαιμό!) και
Γ) Γενικόλογο απαξιωτικό χαρακτηρισμό ή χιουμοριστική ψευτο-αδερφίστικη προσφώνηση (κυρίως μεταξύ ανδρών), όπως π.χ. χαμούρα, κουφάλα, ξελότσα, φραγκολουμπίνα, σκλεπού, Λάουρα, πρέσβειρα καλής θελήσεως, μουχρίτσα, κορδελλιάστρα κτλ-κτλ (π.χ. «άντε μωρή κουφάλα, τα κονόμησες πάλι»!)
Δεν είναι η μοναδική περίπτωση που έχουμε το φαινόμενο της προσωποποίησης ζώων για κάποιο ανθρώπινο χαρακτηριστικό (η μυθολογία, η δημοτική ποίηση κλπ έχουν χιλιάδες τέτοια).
Εδώ όμως, στο συμπαθές πετούμενο δεν αποδίδεται -σ’ αυτό καθ’ αυτό- κάποιο γνώρισμα ανθρώπινο ώστε να γίνει η αντιπαραβολή, αλλά είναι λόγω του αστείου ονόματός του, που γίνεται το λογοπαίγνιο (κελαηδάω + χάμω).
Π.χ. Κελαηδάω στην αργκό, σημαίνει «λέω το ποίημα» (ο ρουφιάνος λέγεται και «ποιητής»!), τραγουδώ, παραληρώ (συνήθως υπό επήρεια ουσιών) ή αναπαράγω οποιονδήποτε παράξενο ήχο.
Άλλωστε, ο λαιμός στην κλασσική αργκό λέγονταν τραγουδιστής (το στομάχι ψωμοσάκκουλο ή κουραδομηχανή, τα μάτια γκαβά κλπ) ενώ το αηδόνι ήταν εργαλείο διαρρήξεως όπως σκύλλα, καρακούτσος κλπ που εκτίθενται σε εγκληματολογικά μουσεία.
Το «χάμω» παραπέμπει σε χθαμαλές ή ύποπτες δραστηριότητες (π.χ. χαμοτρώω, χαμηλοβλεπούσα, χαμηλοπέφτης, χαμουτζής) κ.α.
Ούτω πως, στη νεοελληνική έχουμε τις εξής (ενδεικτικά) προσωποποιήσεις ζώων ή φυτών:
Τζάνερο = χαζός (Ρουμελιώτικα το κορόμηλο ή ρίκι)
κ.α. ων ουκ έστιν αρθιμός (sic) χώρια τα σύνθετα (π.χ. γατομούστακος = ο πάσχων από αλωπεκίαση του προσώπου όπως και σπανομαρίας, ποντικομαμή = το μουλωχτήρι κλπ), ενώ τρυγόνα, περιστέρα, παγώνα, ζαργάνα, κουκουνάρα κλπ, αποτελούσαν πάλαι ποτέ ερωτικές προσφωνήσεις της ελληνικής υπαίθρου.
Τέλος, σημειωτέον ότι στην ονοματοπλασία των λαών δεν έφταναν τα υπάρχοντα είδη της χλωρίδας και της πανίδας, αλλά επινοούσαν και φανταστικά όντα, όπως:
Ο Μουτρωμένος Αυτοκράτορας (απω-ανατολικές ιστορίες με σούσι-γουώκ και πράσινες κερασιές) κ.α.
Χωρίς βέβαια να ξεχνάμε την καταγραφή του Χοσέ Λουίς Μπόρχες «Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων» (Μπουένος Άιρες 1967), όπου παρελαύνουν μεταξύ άλλων:
Οι Άγγελοι του Σβέτενμποργκ
Ο Χουμπαμπά,
καθώς και αμέτρητα άλλα που συνάντησαν στις περιπλανήσεις τους οι πιωμένοι ναυτικοί των 16ου – 19ου αιώνα, οι σαλταρισμένοι χίπηδες των 60’ς και ο Λιακόπουλος...
- Πού’ σαι μωρή χαμοκελάηδα;
- Που’ σαι ρε πεθαμένε;
(φίλοι)
- Τελικά τί θα γίνει, θα βγούμε το βράδυ με τη Μαίρη;
- Τσου.
- Γιατί ρε συ; Αφού σε γουστάρει το εργαλείο...
- Βρε άσε με, με τη χαμοκελάηδα! Έχει πάρει το μισό Παγκράτι, θες ν’ αρπάξω κανα σκουλαμέντο, για τέτοια είμαστε;
- Καλός άνθρωπος ο κυρ-Γιώργης...
- Ποιος, ο ψιλικατζής; Κούνια που σε κούναγε κακομοίρη μου! Ξέρεις τί χαμοκελάηδα είν’ αυτός; Αναστέναξε η γειτονιά επί Χούντας με το μπούστη...
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρίζει τον φωνακλά με την απαίσια τσιριχτή, μονότονη φωνή, εκείνον που δεν βάζει γλώσσα μέσα, τον παπαρολόγο, εκείνον που σου παίρνει τα αυτιά, κ.α.
Προέρχεται από τη λατρεμένη σε όλους ακουστική ατραξιόν του φετινού Μουντιάλ, που δεν είναι άλλη από τη συμπαθέστατη πλην δυσβάσταχτη για τα αυτιά, αφρικανική ντουντούκα που λέγεται βουβουζέλα.
Παράλληλα, δημιουργείται από την τραγική εμπειρία όσων έκαναν απόπειρα να παρακολουθήσουν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες της Εθνικής Ελλάδος, καθώς δεν μπόρεσαν να διακρίνουν αν η βουβουζέλα ήταν αντικείμενο ή άνθρωπος που προσπαθεί να διεκδικήσει τη θέση της φετινής ακουστικής ατραξιόν του μουντιάλ από την ίδια τη βουβουζέλα, εκφωνώντας με ιδιαίτερο πλην δυσβάσταχτο για τα αυτιά, τρόπο, τις φάσεις του αγώνα.
Συνώνυμο: πουρουπουπού.
— ΌΟΟΟΧΙΙΙΙ, ΠΡΟΣΕΧΕ ΛΟΥΚΑΑΑΑ! ΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙ! ΕΔΩ ΟΛΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ! ΜΑ......ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛΛΛΛΛ! ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ! ΤΙ; ΑΚΥΡΩΘΗΚΕ;
— Δεν τ' αλλάζεις να δούμε Μυστικά της Εδέμ; Μας πήρε τ' αυτιά η βουβουζέλα!
Got a better definition? Add it!
Έτσι χαρακτηρίζεται ο ξενερουά, ο άγευστος και αδιάφορος άνθρωπος, που δεν μας προκαλεί κανένα ρίγος ή συγκίνηση.
Η λέξη καθιερώθηκε από το γνωστό βίντεο του Σαλονικιού στο Νιούκαστλ, στο 0:23 (μήδι).
- Πάμε να φύγουμε από δω που μπλέξαμε με τους ανάλατους, ούτε μια καντίνα, ένα λουκάνικο να γουστάρουμε, μια μπυρίτσα στο κουτάκι, Ολντ Τράφορντ και παπαριές καμαρωτές σου λέει ύστερα... Χαριλάου ρε και πάλι Χαριλάου!
Got a better definition? Add it!
Όπως ακριβώς εξηγεί και ο ορισμός με τους γάντζους, το λήμμα αυτό χρησιμοποιείται επίσης για άτομα (κυρίως γυναίκες, αλλά και άντρες) που είναι πολύ φορτικά. Στενός κορσές, ένα πράμα. Η ζήλια είναι το μεσαίο τους όνομα.
Ο όρος είναι βγαλμένος από τη ζωή. Φανταστείτε ένα φρέσκο ζευγάρι, που πηγαίνουν μαζί σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. Η κοπέλα ζηλεύει διαρκώς, και είναι τυλιγμένη σαν χταπόδι γύρω από τον καλό της, κι έτσι δεν τον αφήνει στην κυριολεξία να πάρει ανάσα.
Το λήμμα μπορεί φυσικά να χρησιμοποιηθεί και χωρίς να υπάρχει φυσική επαφή, όταν κάποιος παίρνει συνέχεια τηλέφωνα, τη στήνει κάτω από το σπίτι μας, έρχεται απρόσκλητος εκεί που είμαστε κτλ.
- Πώς περάσατε χτες ρε; Έμαθα βγήκατε αντροπαρέα μετά από καιρό.
- Ναι ρε φίλε, και ήταν καλά στην αρχή. Αλλά μετά από λίγο, ο μαλάκας ο Θοδωρής έκανε το λάθος να πει στη Μαρία ότι είμαστε στο Ακάνθους.
- Και;
- Ε τι και; Δεν πέρασε μισή ώρα, και το χταπόδι εμφανίστηκε στο μαγαζί. Μετά τυλίχτηκε γύρω από τον Θοδωρή, και τον χάσαμε. Και ο μαλάκας ετοιμαζόταν να κάνει καλό κονέ.
- Ξενέρωμα. Έχουν και τα χταπόδια έκτη αίσθηση τελικά.
Got a better definition? Add it!
Το ευγενικό του χλέμπουρας.
Μήτσος:
- Ρε συ, μου μύρισε αστακός σάπιος με σκόρδο! Πείνασα!
Ανδροκλείδωνας:
- Είσαι πολύ χλέμπη-χλέμπης ρε αδερφέ...
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος «ζεν» αποτελεί Ελληνοκινεζο-σλάνγκ που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση γαλήνης, ψυχοσωματικής ισορροπίας, επικοινωνίας με άλλους κόσμους, προϊόντα διαρκούς υπερβατικού διαλογισμού και πνευματικής άσκησης.
Ευρύτερα, συμπεριλαμβάνει όλες εκείνες τις ιδιότητες του μοντέρνου δυτικού ανθρώπου που θαυμάζει και θέλει να αφομοιώσει την ανατολική φιλοσοφία, χωρίς απαραίτητα να μπορεί να την καταλάβει, αλλά μπορεί να την «καταναλώσει» μέσα από απόπειρες γιόγκα, βιολογική διατροφή, σεμινάρια φιλοσοφίας και διαλογισμού κ.α. τυποποιημένα αγαθά made in Taiwan.
Σε ειδικές περιπτώσεις, πχ. σε αναφορά στη «μόνιμη γαλήνη», αντικαθιστά την μέχρι πρότινος δεσπόζουσα στο στερέωμα των Ινδοελληνο-σλανγκ φράση «είμαι σε φάση Νιρβάνας», η οποία είχε διαδοθεί ιδιαίτερα στα ενενήνταζ, χάρις στην εμφάνιση του ομώνυμου ροκ σχήματος ανακύκλωσης κιθάρων.
Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, όπου και ο μπάρμπα-Μπρίλιος από το αρβανιτοχώριον μπορεί να συνδεθεί στο ψαχτήρι και να κατεβάσει ταινίες όπως «Τίγρης και Δράκος» και «Kung-Pow», να παραγγείλει να του στείλουν «Μάνγκα» (αυτά είναι γιαπωνέζικα κόμιξ) και να μάθει για τον Κάπταιν-Κόζκο που θα πάρει τον Περαία, η επαφή με την Κινεζική κουλτούρα και φιλοσοφία μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή ντοπιολαλιά.
Φυσικά, η χρήση ξένων όρων δεν ταυτίζεται νοηματικά με την εκφορά τους στη μητρική γλώσσα με συχνά αποτελέσματα κακοποίησης, όπως και στη χρήση του όρου «ΖΕΝ».
- Καλά, ε; Αυτός ο διατροφολόγος είναι και πολύ «ζεν» τύπος! Άκου να δεις! Με το που μπαίνω στο γραφείο του και χαζεύω τους βούδες και τους ελέφαντες νίντζα αυτός απλά κοιτώντας με μου έχει βγάλει τα κιλά μου, την ηλικία μου και το όνομα του σκύλου μου! Και καπάκια με ψεκάζει με ένα κινέζικο αδυνατιστικό άρωμα και με κοιμίζει! Και ξυπνάω την άλλη μέρα 2 κιλά ελαφρύτερος! Απίστευτο, σου λέω! Ενώ όλα αυτά τα'χα για τα ούρα, τώρα πιστεύω!
- Ρε μπας και ενώ κοιμόσουν σου έκλεψε κανένα νεφρό και νιώθεις ελαφρύτερος; Για κοιτάξου σε κάναν ουρολόγο και τράβα κατά Ινδία μεριά, μπας και ο δικός σου τα' στειλε πακέτο στο «Μάστερ» να τα σκοτώσει σε καμιά λαϊκή!
Got a better definition? Add it!
Αγόρια στην ηλικία της πρώιμης εφηβείας. Είναι το αντίστοιχο με το «πιπίνι» σε συνδυασμό με αυτό που ανακαλύπτει ότι έχει στο βρακί του ένας έφηβος, το λιλί του. Τα λιλίνια φέρουνε τρέντυ κόμμωση αχτενισιάς, έχουνε ζόρικο ύφος κι απλανές βλέμμα, επειδή την έχουνε κάνει σφεντόνα από τη μια και από την άλλη επειδή έχουνε κάψει σχεδόν όλα τους τα εγκεφαλικά κύτταρα στα βίντεο γκέημς. Αλλά η γενετήσια ορμή, τα αναγκάζει να συγκροτούνε παρέες 3-7 ατόμων, και να συχνάζουνε στα νυμφοπάζαρα. Είναι συνώνυμο του «τραγάκια».
Ωχ, πλακώσανε τα λιλίνια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified