Selected tags

Further tags

Ράβδος ή κοντάρι με χειρολαβή στην άκρη της οποίας εφαρμόζονται κινητά ή ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές για αποτύπωση σέλφικων φωτογραφιών.

Η σελφιέρα, λειτουργώντας σαν προέκταση του χεριού του χρήστη και απομακρύνοντας περαιτέρω την συσκευή απ' αυτόν, μεγεθύνει το οπτικό πεδίο και επιτρέπει να χωρέσουν στην φωτογραφία περισσότερα πρόσωπα και ευρύτερο βάθος.

Τα μουσεία και οι γκαλερί του κόσμου απαγορεύουν τις σελφιέρες διότι θέτουν κίνδυνο για την ασφάλεια των εκθεμάτων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

προσοχοπόρνη, προσοχοπουτάνα, προσοχοπούτανος

Ελληνικές εκδοχές του attention whore - της δια των ντραμακουινισμών και του ατενσιοχοριλικίου ναρκισσίστριας προσοχαρπάχτρας καγκούρως που θα προβεί σε κάθε κουλή και άκυρη ενέργεια προκειμένου να στρέψει όλα τα λέιζερ πάνω της.

  1. Άντε να κάνουμε κι ένα τουκανισμό: η τύπισσα τα πετάει μεν στη φώτο, όμως στην παραλία είναι σεμνότυφη και τα κρύβει, όπως προδίδει η γραμμή του μαγιό. Άβυσσο (χωρίς ς) η ψυχή της προσοχοπόρνης
    (από το φατσομπούκι πρώην σλάνγκου, με αναφορά στο πρώτο μήδι)

  2. Η υστερικη σταλινικη στραβοπατημενη παντοφλα και η προσοχοπορνη του φλωρουμ παιξανε το χαρτι ... (εδω)

  3. Ειμαι κι εγω προσοχοπουτανα... (εδώ)

  4. Γιορτάζουν οι Σατανάδες τα δεκεβριανα ή ειναι κάνας Νικος προσοχοπουτανος (εδώ)

(από σφυρίζων, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαικτικός νεολογισμός με αφετηρία αθλήματα, όπως, το γνωστό από την αρχαιότητα πένταθλον, το μοντέρνο πένταθλο και το πιο πρόσφατο Σπέτσαθλον, διαφήμιση του οποίου απετέλεσε την αφετηρία του παρόντος λήμματος. Υπονοεί κυριολεκτικώς ή μεταφορικώς τη μαλακία.

-Τα 'μαθες; Ο Μανώλης θα πάρει μέρος στο Σπέτσαθλο φέτος.
-Δεν τον έχω. Για πέτσαθλο κάτι γίνεται!

-Πάλι πέτσα έκανε ο Τάσος! Αυτός ρε παιδί μου είναι πρωταθλητής στο πέτσαθλο.

-Ο μικρός μου είπε πως θέλει ν' ασχοληθεί με το μοντέρνο πένταθλο.
-Καιρός ήταν ν' ασχοληθεί και με κάτι άλλο εκτός από το πέτσαθλο!

Το σήμα του Masturbathon με ρωμαϊκή καταγωγή. (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γούτσικη εκδοχή του σέλφι, της σελφιάς.

Το μικρό σλανγκαρχίδι μέσα μου ίσταται και ξεσκίσταται:

- Ρε μαλάκα το τερμάτισες! Αν είναι να ανεβάζεις το υποκοριστικό κάθε σλανγκιάς στο σάη, πάει, το γαμήσαμε και ψόφησε.

Ο αμετανόητος όμως καβουροσλανγκόσαυρος συγκάτοικός του τον τάπωσε, ποιούμενος τον ναζί τση γραμματικής:

- Η αγγλικάνικη λέξη selfie είναι από μόνη της υποκοριστικό, πράγμα που δεν αντικατοπτρίζεται στην μορφή «σέλφι». Το σελφάκι είναι πιο slangically correct καθώς αποκαθιστά το γλωσσολογικό και μεταφραστικό αυτό ὄνειδος.

1. #sweet το πρωτοχρονιατικο σελφάκι μας ♡♡

2. Χαχαχα σελφάκι στο σχολείο κι έτσι;

4. Καλημερούδια.....με ενα σελφακι......!

5. Θέλω σελφακι μαζι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προσφιλές strap-on, το ζωνάτο δηλαδή ντίλντο που φέρουν όσες / όσοι επιθυμούν να συνουσιάσουν ενεργητικά αλλά αδυνατούν ελλείψει (λειτουργικού) πέοντος.

Βλ. επίσης: στραπούτσα, στραπονάρι, στραπονιάζω, αστραπόνγιαννος, γαμπρός, κ.ά συμπληρώματα διαστροφής.

1. κουφάλα Μαρκογιαννάκη το γλίτωσες το στραπόνι απ την Κωνσταντοπούλου

2.
Μαρία αν το δεις τράβα να ισιώσεις με κανα στραπόνι την γκεοπαρέα σου... φιλιλα πολλά μωρή μπαλότσα και στον Νικολάκι που έχει περίοδο αυτό τον καιρό !

2.
όταν τελειώσει το μπυρόνι
έλα περσεφόνη
λιώσε με με το στραπόνι
αλλά μάλλον θα με καψουρευτεί σαν χαζόνι
και τελικά θα φάω χυλοπιτόνι
και θα μείνει το στραπόνι
ξεχασμένο πάνω στο κουτί με το πριόνι
να θυμίζει όμορφες στιγμές στο χιόνι

2.
…Κορίτσι μου πολύτιμο
κατακτητή μεγάλε
το πέος σου είναι σκληρό
και δε νομίζω να μπορώ
τέτοια υπέρμετρο δοκό
ξωπίσω μου να βάλω…
(από το ποήμα «Το στραπόνι»)

(από σφυρίζων, 03/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά τo ραντεβού στα γουναράδικα του Άρη και το ινσέψιο των γιγάντων Ξηρού και Διαμαντόπουλου, η φράση απογειώθηκε για τα καλά:

Ραντεβού (ή καλή αντάμωση) στα ανταλλακτάδικα (Khan, 2015), γυράδικα, τσιπουράδικα, μπουγατσάδικα, βενζινάδικα, λιγνιτάδικα, αλλά και πουτανάδικα, παιχνιδάδικα/ρουφιανάδικα.

Με την απόδραση της Βίκυς Σταμάτη, οι αναμάρτητοι, πρώτοι λιθοβόλησαν: «Ραντεβού στα εσωρουχάδικα, μπριγιαντάδικα, Χοντοσεντράδικα, Γουναράδικα της Ζυρίχης, λουιςβιντάδικα, κουρτινάδικα».

Άντε ρε, καλή αντάμωση κάτω στα λεμονάδικα!

1. ΚΑΛΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ ΣΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΑΔΙΚΑ!

2.Αλέξη, ραντεβού στα λιγνιτάδικα με τον σύντροφο Λαφαζάνη!...

3. Καλή αντάμωση στα καρναβαλάδικα.

4.
- ‏Αυτονόητη ανθρωπιστική πράξη η επίσκεψη της συντρόφισσας στις φυλακές του Δομοκού. Αναμενόμενη η αντίδραση από τους «ανθρωποφύλακες»..
- Στο κολαστήριο των φυλακών Κορυδαλλού δεν την είδα να πηγαίνει τη συντρόφισσα. Ραντεβού στα Μερσεντεσάδικα...

  1. Συντρόφισσες της ένοπλης κατανάλωσης. Καλή αντάμωση στα Ζάρα.

  2. η βροχή είναι το 1 ο βήμα για την κατάργηση των παρελάσεων. Το πρόγραμμα του σύριζα είναι σε εξέλιξη. Ραντεβού στα ψαραδικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανωτάτη τιμητική διάκρισις, απονεμομένη δι' εξαιρέτους πράξεις εις τον τομέα της μουνηλασίας. Το έμβλημα του τάγματος είναι μια περικαυλίς, επί της οποίας ελικοειδώς αναγράφεται (Γαλλιστί) το ρητόν: «Honi soit qui mal y copule» όπερ εστί μεθερμηνευόμενον: « Όνειδος εις τον κακώς συνουσιαζόμενον ».
Απονέμονται τιμητικαί διακρίσεις τριών βαθμίδων:
Η ανωτάτη (Α' Τάξεως) συνοδεύεται από τον τίτλον του μαγίστρου της μουνηλασίας ή αρχιγαμίκουλα
Η επομένη βαθμίς (Β' Τάξεως) συνοδεύεται από τον τίτλον του απλού ιππότου της μουνηλασίας ή απλού γαμίκουλα.
Τέλος, η κατωτάτη (Γ' Τάξεως) συνοδεύται από τον τίτλον του δοκίμου ιππότου της μουνηλασίας ή σαβουρογαμίκουλα.

Ο Γιάννης, μέγας γαμίκουλας. του έχει απονεμηθεί το παράσημο του τάγματος της περικαυλίδος Α' Τάξεως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε νιώθεις: δεν ενδιαφέρεσαι, δε σε νοιάζει, αδιαφορείς, δε δίνεις μία, αλλά και δεν καταλαβαίνεις.

Η έκφραση είναι πάντα σε τρίτο πρόσωπο και συνήθως πάει μετά το διαζευκτικό ή, σχηματίζοντας το -κατά βάθος- παραπονιάρικο, "ή δεν νιώθεις..."
Αντίθετα με την κανονική χρήση του ρήματος νιώθω, εδώ δεν υπάρχει αντικείμενο, ούτε προσδιορισμός, πχ νιώθω γελοίος, νιώθω ένα κρύουλο.

'Ακούστηκε' πολύ χάρη στην διαφήμιση του ΟΤΕ τιβί που είχε μεγάλη πλάκα:
δες εδώ

Ι. "Με γουστάρεις ή δεν νιώθεις;" (εδώ)

ΙΙ. εδώ
-Αστυνομία, λέγετε
-Μου κόπηκε το wifi
-Τι λέτε κύριε, αυτά δεν είναι προβλήματα για την αστυν___
-ΡΕ ΜΟΥ ΚΟΠΗΚΕ ΤΟ WIFI ΝΟΙΩΣΕ ΛΙΓΟ

ΙΙΙ. εδώ
«Θα ρθεις να δούμε ΑΟ Τρίκαλα… ή δε νιώθεις»

ΙV. εδώ
«τα λεφτά θα τα βρει από αυτούς που τα χαρίζατε εσείς. Δες τη φωτογραφία του προφίλ σου, για να καταλάβεις. Ή δε νοιώθεις

V. Πως ειναι δυνατον να σε κανουν μπλοκ; Λες παλιοκουβεντες η δεν νιωθεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα σου τηλεφωνήσω.

Δεν πρόκειται απλώς περί συντομογραφίας, αλλά λέγεται πλέον έτσι ακριβώς και προφορικά (παίζει 2-3 χρόνια τώρα σίγουρα, μπορεί και παραπάνω).

-Θα μου πεις όταν είναι η ώρα;
-Ναι ρε, κουλ. Θα σου τηλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο (καθ' έξιν) συνδαιτυμών ομαδικών ερωτικών συνευρέσεων.

Πραγματικό περιστατικό κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας.
Η Ρ. (πολιτική υπάλληλος της στρατιωτικής υπηρεσίας) απευθύνεται στο Ν. (επίσης πολιτικό υπάλληλο, γνωστό για τις ακροδεξιές του απόψεις, με σκοπό να τον πειράξει):
- Δε μου λες Ν., είσαι και συ παρτιζάνος;
- Όχι, εγώ είμαι παρτουζάνος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified