Selected tags

Further tags

Φανταρίστικη κουβέντα νέας κοπής, κυρίως στην έκφραση πέρασε σινούκ. Το σινούκ είναι βέβαια το γνωστό μεταγωγικό ελικόπτερο.

Πέρασε σινούκ σημαίνει ότι επιστρέφεις από σκοπιά ή αγγαρεία και βρίσκεις το κρεβάτι σου μπουρδέλο, τις κουβέρτες και το μαξιλάρι πεταμένα, ακόμα και το στρώμα βγαλμένο και προσγειωμένο σε τυχαίο σημείο. Σαν να είχε κάνει χαμηλή πτήση το σινούκ μέσα στο θάλαμο δηλαδή.

Οι αιτίες είναι δύο, σαφώς διακρινόμενες. Πρώτον, οι παλιοί τραβήξανε κανένα σκάλωμα, τους ήρθε οξεία απαλεψιά, την είδανε «δεν προλαβαίνω» ή έγινε κανένας τσαμπουκάς και ξέδωσαν στο κρεβάτι σου. Δεύτερον, όσο έλειπες έσκασε κανένας δίκας, κανένας ταξίαρχος, το κρεβάτι σου του φάνηκε ντροπή και αίσχος και αποφάσισε να σου πετάξει ένα υπονοούμενο μπας και το πιάσεις και μάθεις να το κάνεις αεροδρόμιο.

Πηγή: Σειρούλα στην πινέζα.

- Ρε μαλάκες! Ποιος μου γάμησε το κρεβάτι;
- Πέρασε σινούκ...
- Πάρτε κανένα αντιπαλεβόν και χαλαρώστε γιατί άμα δε βρω το εμπιθρί που είχα στο μαξιλάρι θα πηδήξω κάνα μπούστη εδώ μέσα, παλιό ή νέο, στ' αρχίδια μου.
- Καλά, έλα με τον κώλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Επίθετο)

Φιλική επευφημία, ευρέως αναφερόμενη εντός νωχελικών παρεών επιδιδόμενων εις το αρχαιότατον πάρεργον «τάβλι», που αναφέρεται όταν στον έναν εκ των παιχτών έχει ανοίξει ο κώλος και τους έχει πάρει όλους σερί...

Χρησιμοποιείται επειδή συνδέει το τάβλι με την επευφημία καυλιάρης.

1.- Μαλάκα, τους γάμησα σήμερα στο τάβλι, πέντε διπλά τους έφερα...
- Αϊτός ο ταβλιάρης...

  1. - Εξάρες!!! Σε γάμησα φίλε μου...
    - Γεια σου ρε Μήτσο ταβλιάρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφράζει μια αύξηση μεν, εύθραυστη δε, η οποία γι' αυτό και διακωμωδείται.

Για την ορθή εννοιολογική του απόδοση, το λήμμα θα πρέπει κατά τη χρήση του να εκφέρεται συνεχόμενα, ως μια λέξη. Αποτελείται από μια προσαύξηση βαθμού του ποσοτικού επιρρήματος «πολύ», διανθισμένη όμως με τροπικό επίρρημα που παραπέμπει σε μείωση μάλλον παρά σε αύξηση, κάνοντας τους κλασσικούς φιλόλογους να κοκκινίζουν από θυμό.

Αν ζούσε η Πυθία θα ήταν η αγαπημένη της φράση.

Το μηχανικό ανάλογο σ' ένα αυτοκίνητο, είναι σαν να πατάς γκάζι και φρένο μαζί.

- Μωρό μου, μ' αγαπάς;
- Εντελώς παραπολύ;

(από iwn, 16/10/10)

βλ και εντελώς τελείως

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση προερχόμενη από την μοντέρνα αισθητική των καθιστικών στα διαμερίσματα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες έπεσε ο τοίχος που χώριζε το σαλόνι από την τραπεζαρία, δίνοντας μια νέα αίσθηση άπλας ακόμη και στα σπίτια λίγων τετραγωνικών.

Έτσι, η σημασία που μας ενδιαφέρει (;) εδώ, είναι η πλήρης ομογενοποίηση διαφορετικών καταστάσεων, η κατάπτωση ηθικών αξιών, το γενικό μπάχαλο σε όλες τις συμπεριφορές και σε τέτοιο βαθμό που τελικά ο άνθρωπος καταφέρνει να μην ξεχωρίζει από τα ζώα.

Κ: - Πολύ νόστιμο το ραγού κυρα Θοδώρα μου. Μπρρρρρρρρρρρρουπ! (ρέψιμο)
κΘ: - ... Σου άρεσε Κωστάκη μου;
Κ: - Φανταστικό, (πνίγεται) γκάχα - γκούχα (και αερίζεται) Πρρρρρρρρρρρρρφτ!
Γ: - Ρε παλιομαλάκα, γαμήθηκες, σαλόνι -τραπεζαρία ένα τα έχεις κάνει όλα, σεβάσου τη μάνα μου τουλάχιστον. Ζώο ε ζώο.
κΘ: - ... σόμπ ...

μπρος σαλονι- πισω τραπεζαρια , δύο σε ένα (από perkins, 16/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα (όχι τόσο εύηχο), που καταδεικνύει την πρόθεση ή την κίνηση κάποιου για υψηλή αξιολόγηση.

Προερχόμενο από την με άριστα το δέκα βαθμολογία, το δεκάρω χρησιμοποιείται από άτομα που θέλουν να επιβραβεύσουν, να συγχαρούν, να αποδώσουν τα εύσημα, υπονοώντας σαφώς πως βαθμολογούν με τον υψηλότερο βαθμό, ανεξάρτητα αν ως άριστα θεωρείται το πέντε, το δέκα, το εκατό, το Α κλπ, με τόνο η χωρίς.

Το λήμμα επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αυτοαναφορικά σε περιπτώσεις που υποτίθεται ότι τελούμε αξιέπαινες πράξεις, θέλοντας περισσότερο να περιαυτολογήσουμε, αλλά δεν το αξίζουμε πραγματικά.

Συνώνυμα: σταμάτα να μιλάς και φίλα με, σπεκ (και όλα τα συναφή όπως αστρασπέκια κ.α.), douze points!!!, όλα τα λεφτά και πολλά άλλα τέτοια.

  1. (ενώ από πίσω παίζει αυτό)
    - Πώωω! Ανασυντρίχιασα δικέ μου! Αυτό το κομμάτι σου έλεγα ρε!
    - Έλα ρε 'συ!
    - Καλό;
    - Δεκάρω φίλε!

  2. - Μαγείρεψες;
    - Δεκάρω! Έφτιαξα ένα χυλό... άλλο πράμα! Δεκάρω σου λέω!
    - Τι δεκάρεις και δεκάρεις ρε βλάκα! Αυτό είναι για να στοκάρουμε τον τοίχο όχι να το φάμε!

(από PUNKELISD, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό ουδέτερου γένους που υποδηλώνει κάποιον που, ενώ ζει μονίμως στην απόλυτη άγνοια, έχει την ψευδαίσθηση ότι αποτελεί μια συσσωρευμένη πηγή γνώσεων τις οποίες, πιστεύει βαθύτατα πως, πρέπει να μεταδίδει με κάθε ευκαιρία.

Επίσης, αυτός του οποίου η συμπεριφορά και τα λεγόμενα προκαλούν την απαξίωση και το περιφρονητικό γέλιο των γύρω του, εκτός κι αν το ακροατήριό του αποτελείται από ομοίους του.

- Πού τον βρήκαμε αυτόν χθες ρε; Τι ήταν αυτά που μας έλεγε;
- Άσε, ήταν σαλάμι από τα λίγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας, θαμώνας χώρων επαγγελματικής εστίασης και κέντρων διασκεδάσεως, που επιδιώκει να αγοράσει (να παραγγείλει επιδεικτικά και να πληρώσει) ποτά και τρόφιμα για νεαρές ευρισκόμενες. Αναζητεί ερωτική συντροφιά απελπισμένα.

- Τα κορίτσια, τι λένε εκεί στο μπαρ; Συνοδεύονται;
- Αργήσατε, τους την έχει πέσει ο κεραστάς.

Ε, βάλτε κι ένα σίγμα μόνοι σας (από Khan, 18/10/10)Kerastase (από PUNKELISD, 19/10/10)Κεραστάρης Αρκαδίας (από GATZMAN, 19/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση της λέξης χλιμίτζουρας.

- Τι έγινε, πώς είναι το νέο αφεντικό;
- Χλίμης... αλλά ξέρω και γω, νταξ, καλό παιδί, ρεμπέτης.
- Ε αποφάσισε.

Χλίμης ο Αλεξανδρεύς (από Vrastaman, 21/10/10)Ο ρουμάνος Δεινόσαυρος προς τους συναδέλφους του: Ο χλιμίτζουρας δεν έχει καμιά δουλειά μέσα στο χλιμιτζουράσικ πάρκ. Φάτε τον αδέλφια (από GATZMAN, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για προσφιλές άθλημα, οι αθλητές του οποίου επιδίδονται στην ταυτόχρονη κατανάλωση μπάφων και ξιδιών, με δυσάρεστα συνήθως αποτελέσματα.

Κυριολεκτικά: μπάφοι με ξίδια.

- Πω πω δικέ μου, έχω κλάσει πάνω μου. Με έχει πιάσει κρύος ιδρώτας..!
- Εμ, αφού είσαι φλώρος. Τι το 'θελες το μπι εμ εξ;
- Μπεργκ. Πάω να αμολήσω μια ρουκέτα...

(από skabyjr, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα στα αθλητικά πηγαδάκια ομαδικών σπορ, παρατηρείται το φαινόμενο αντικατάστασης του γ' προσώπου ενικού ή των α' & β' πληθυντικού με το α' & β' πρόσωπο ενικού, ανάλογα την περίσταση. Εξηγούμαι:

- Όταν αναφερόμαστε στην ομάδα μας, χρησιμοποιούμε το «εγώ» αντί για το αναμενόμενο «η α' ομάδα» ή «εμείς» (δηλαδή το σύνολο των οπαδών και η ομάδα ως σύλλογος).

- Όταν αναφερόμαστε στην αντίπαλη ομάδα και απευθυνόμενοι στον εκπρόσωπό της στη συζήτηση, χρησιμοποιούμε το «εσύ» αντί για το αναμενόμενο «η β' ομάδα» ή «εσείς» (και πάλι δηλαδή το σύνολο των οπαδών και η ομάδα ως σύλλογος).

- Όταν αναφερόμαστε σε τρίτη ομάδα που δεν εκπροσωπείται στη συζήτηση, χρησιμοποιούμε κανονικά τους αναμενόμενους τύπους «η γ' ομάδα» και «αυτοί».

Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι η συζήτηση, χάριν οικειότητας, ανάγκης επίδειξης μαγκιάς αλλά και γνώσεων ως προς τα αθλητικά θέματα από μέρους μας, αλλά και κάποιου (ασυναίσθητου πολλές φορές) σεβασμού προς το συνομιλητή για τις δικές του γνώσεις, λαμβάνει πιο προσωπικό χαρακτήρα.

Σημειώνεται, πως το φαινόμενο αφορά σε ομαδικά σπορ με μεγάλους συλλόγους και οργανωμένους οπαδούς (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϋ κλπ), όπου ευδοκιμεί και ο φανατισμός -και όχι σε ατομικά «ευγενή» αθλήματα (στίβος).

- Τι ήταν αυτό χτες; Πόνεσε; Έτσι! Ασάλιωτα!
- Καλά, λέγε... Τα πέντε που σου έριξα πέρυσι τα ξέχασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified