Selected tags

Further tags

Είναι ο Γιάννης Αγιάννης από τους Άθλιους του Βίκτωρος Ουγκώτος σε γκρίκλις. Τώρα, γιατί ο Jean Valjean του πρωτότυπου κειμένου μεταφράστηκε από τα Γαλλικά στα Ελληνικά σε Γιάννης Αγιάννης , παραμένει ακόμη άλυτο μυστήριο. Προφάνουσλι, το έκανε ο ίδιος σουρεαλιστής εγκέφαλος που μετέφρασε την Cosette σε Τιτίκα.

Ο Jean Valjean λοιπόν, εν περιλήψει, σταδιοδρόμησε γιατί πήγε να κλέψει έ(ι)να(λ) κωλούρι, τον κάνανε τσακωτό, τον στριμώξανε στην ψειρού, αλλά αυτός τους την έκανε και βρήκε τα guts και kahlua να τιμωρήσει τους κακούς.

Ωσεκτουτού, Τζον Ατζόν χαρακτηρίζουμε τον macho τύπο που στη ζωή του διέγραψε μια παρόμοια διαδρομή, δηλαδή χτυπήθηκε από τη μοίρα και τους κακούς αδίκως, αλλά πήρε το αίμα του πίσω. Του αξίζουν τα ρισπέκ μας, ανυπερθέτως.

Yes Hello my name Μητσάρας
I m ripping yellow pages like Τρομάρας
I search για γκομενάκια at γιου τελεία lycos
and I work for the factory κοτόπουλα Μιμίκος
Do like the Greece as he said Kalojohn
I steal for you κουλούρι like John Αjohn

(Ημισκούμπρια, Greek Lover)

I steal for you κουλούρι like John Αjohn (από Hank, 22/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίστοιχο της λεβεντομούνας σε πούστη. Όχι, για να μην νομίζετε ότι όλοι οι λεβέντηδες είναι στρέιτ. Τον λεβεντόκωλο τον φανταζόμαστε να περιφέρει με λεβέντικη κορμοστασιά τον κώλο του που φέρνει σε άλογο. Με λίγα λόγια, η γκέι απάντηση στο τον άντρα παλιά, τον ήθελαν λεβέντη, τώρα τον θέλουν αδελφή και τον φωνάζουν τρέντι.

Πηγή: kondr.

Κοίτα πώς τον κουνάει τον κώλο του ο λεβεντόκωλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χειρότερος από τον ουγκ και τον ούγκανο, καλύτερος απ' τον γκαούγκαλο. Γενικώς, κάποιος άξεστος, βάρβαρος, όπως το επιφώνημα «ουγκ» που συνηθίζεται στα Λούκι Λουκ.

Τι φωνάζεις έτσι σαν ούγκαλος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ε δεν φταίω εγώ που πάλι θα μιλήσω για αηδίες, η κροκοδειλίτσα το έθεσε στο ΔΠ (καλωσορίσατε κυρία μου).

Λοιπόν, το σφιχτοκούραδο είναι η πεμπτουσία ενός πολύ δύσκολου πρωινού χεσίματος. Είναι συνήθως ένα κουραδάκι τόσο δα, τύπου ποντικοκούραδο, το οποίο μετά από πολύ κόπο (δεν το πιάνει καλά ο σφιγκτήρας) βγαίνει και κάνει πλιτς, μόνο και μόνο για να μας πει «καλημέρα, έχεσες πάλι σήμερα, δεν είναι ότι έχεις πρόβλημα, απλώς δεν είναι πολλά, μπορείς να πας στη δουλειά σου».

Μπορεί όμως να είναι και μια αυτοκρατορική κουράς, σφιχτή και βαριά, απ' αυτές που πέφτουν με αντήχηση που θυμίζει ομοβροντία και κατόπιν εξαφανίζονται στο βάθος του απόπατου προτού καλά-καλά προλάβεις να σηκωθείς -κι έτσι όταν κοιτάς μέσα στη χέστρα δεν βλέπεις τίποτα.

Το σφιχτοκούραδο συνήθως μας ταλαιπωρεί πολύ. Πρώτ' απ' όλα μέχρι να φτάσει στο ορθόν, πρέπει να προηγηθεί ανάγνωση, μελέτη, γιόγκα, αυτοανάλυση, αυτοσυγκέντρωση, αυτομασάζ, αναπνοές. Θα προηγηθούν οπωσδήποτε εισαγωγικές κλανιές που ανακουφίζουν την περιοχή ώστε να μπορέσει η κουράς να πέσει. Και μόοολις ξεμυτίσει, μας έσκισε. Γιατί είναι σκληρό. Γιατί προεξέχουν διάφορα πράγματα τα οποία δεν θέλουμε να ξέρουμε τι είναι και γιατί δεν τα καλοχωνέψαμε. Γιατί πιάνει τις αιμοροΐδες μία μία και τις ξεκάνει. Γιατί οι κοιλιακοί και τα λοιπά σωθικά μας έχουν παίξει να προσπαθούν. Και μετά απ' όλο αυτό, στάζει κι ένα δάκρυ.

Αν είναι μικρούλι το σφιχτοκούραδο, απλώς γαργαλάει λιγουκάκι. Μας αφήνει όμως με την έκφραση μη ικανοποίησης στη μούρη. Ότι δεν χέσαμε καλά σήμερα.

Όλα τα παραπάνω αφορούν κυρίως τα σερνικά σφιχτοκούραδα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και θηλυκά. Στα θηλυκά, είναι σχεδόν όλες τις φορές θέμα δυσκοιλιότητας. Έχεις μαζέψει μέρες ολόκληρες και δεν μπορείς. Στα αρσενικά όμως, πολύ συχνά είναι θέμα διατροφής.

Η μπόχα του σφιχτοκούραδου είναι χαρακτηριστική. Είναι πολύ περιεκτική και κατά περίεργο τρόπο θυμίζει την μπόχα του παιδικού σκατού, ε φτάνει πια μας αηδίασες, γράψε και για τίποτ' άλλο, γράψε για την τριανταφυλλίλα, ναουμ.

- Τι σκατά έκανες τόσην ώρα εκεί μέσα σήμερα που βιάζομαι ρε πστ!
- Πάλευα με ένα σφιχτοκούραδο. Μ' έσκισε το γαμημένο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το σουμουνιάζομαι λοιπόν, εκ του ΣΜΝ (σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα) ή αλλιώς αφροδίσια κι όχι αφροδισιακά (γελάμε τώρα). Όταν κάποιος σουμουνιάζεται, δεν ξέρει από πού του έχει έρθει. Καλεί τον γιατρό πανικόβλητος και τις περισσότερες φορές αναθεματίζει και καταριέται την τύχη του που είπε κι αυτός ο καημένος μια φορά να γαμήσει...! Σουμουνιάζεται με την αφή, την επαφή ή την μαλακία κατόπιν επαφής. Το άτομο το οποίο προσβάλλεται ή είναι γκαντεμόσκυλο ή πάει νύχτα με την άλλη ή κεράτωσε την κοπέλα του κι η τύχη τον εκδικείται.

- Άσ' τα ρε μαλάκα...

- Τι, δεν πέρασες καλά;

- Ναι ρε μαλάκα, αλλά μια φορά είπα να γαμήσω και σουμουνιάστηκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μία κατάσταση έχει φιξαριστεί και όλα είναι έτοιμα. Κυρίως αναφερόμενοι σε γκομενοδουλειά ή βρομοδουλειά. Επίσης και για ένα νέτο αν είναι καλό είμαστε τζετ σετ.

-Βρήκαμε και σημειώσεις για το μάθημα, είμαστε jet set.

Δες και τζετ, τζετέ, τζετάουα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνεται καυγάς, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, ταβερνόξυλο, γίνεται το έλα να δεις.

Ετυμολογία απροσδιόριστη. Ίσως από το σκρατς των χιπχοπάδων, ίσως απευθείας ηχοποιητικά, λόγω σκισίματος ρούχων από ράντομ τραβήγματα και αυτοσχέδιες λαβές.

Ακουσμένο στην κεντροδυτική Μακεδονία.

- Τι φωνές είναι αυτές;
- Φύγαμε μαλάκα, πάμε να τσεκάρουμε!
- Στάσου ρε, πού να πάμε; Έχουμε ποτά, κινητά, τσιγάρα!
- Πάρε ότι μπορείς, γίνεται σκρατς παρακάτω, έξω από το πατσατζίδικο!

Got a better definition? Add it!

Published

Μια από τις πιο αυθεντικά ηχοποίητες εκφράσεις έβερ. Σημαίνει απλά τον καυγά, την φασαρία όπου πέφτουν μπουκέτα και τα παρόμοια. Το «να» προφ από εκείνο το «να» που συνοδεύει ένα κάθετο χτύπημα με το χέρι σε στυλ βαράτε ή ένα δεξί κροσέ α λα Οβελίξ. Το παταπά από τον ήχο που ακούγεται αμέσως μετά.

Ίσως υποβόσκει η σημασία ότι κάποιος τις τρώει περισσότερο από τον άλλον.

Βλ. και σχετικά λήμματα: ταβερνόξυλο, βρωμόξυλο, γίνεται σκρατς.

- Πήρε ένα μαλακιστήρι κωλοφάνταρο την καναδέζα και μπούκαρε μες στο μαγαζί.
- Γιατί;
- Του βρίσανε λέει την πόλη, την γκόμενα, τη μάνα, ξέρεις τώρα, μαλακίες.
- Και τι έγινε;
- Πάλι καλά όλοι οκ. Αυτουνού όμως, για κακή του τύχη του έσβησε η μηχανή. Μέχρι να βάλει ξανά μπρος τον βουτήξανε και δώσ' του, νανανά-παταπά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιχνιδιάρικη λέξη για το ψήσιμο των κρεάτων πάνω στη φωτιά. Παρομοιάζει κίνηση που κάνουμε για να γυρίσουμε τη σχάρα ώστε τα μεζεκλίκια να ψηθούν και από την άλλη, με την περιστροφική κίνηση που κάνουμε με τις παλάμες μας σε ένα μωρό, λέγοντας «κουπεπέ, κουπεπέ»...

Μισό κουπεπέ, εξάλλου, είναι εκείνη η χαρακτηριστικότατη κίνηση που κάνουμε με την παλάμη ζητώντας εξηγήσεις, σα να ρωτάμε «τι είναι;», «ποιος είναι αυτός;», «πού πας τέτοια ώρα;» και παρόμοια.

  1. Βάζω φουφού, σχάρες και κρέατα. Βάζετε κρασί να κάνουμε ένα κουπεπέ σπίτι μου;

  2. Όχι μόνο με προσπερνάει, που λες, από δεξιά, χώνεται και μπροστά μου και φρενάρει απότομα χωρίς λόγο. Του πατάω εγώ την κόρνα κι αυτός, σα να μην τρέχει τίποτα, με κοιτάζει από τον καθρέφτη και μου κάνει «τι θες ρε;», ξέρεις, το μισό κουπεπέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που έχει ενταχθεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο των επιχειρήσεων. Ο όρος προέρχεται από το πρόγραμμα, Η/Υ SAP.

Το SAP, είναι επιχειρηματικό λογισμικό, της εταιρείας SAP που εμπλέκει όλους σχεδόν τους τομείς μιας επιχείρησης (πωλήσεις, αποθήκη, παραγωγή, λογιστήριο, κλπ) και στοχεύει στην αρτιότερη οργάνωσή της. Στις εταιρείες που έχει εφαρμοστεί υπάρχει ορισμένο προσωπικό ανά τμήμα που ενημερώνει το σύστημα με τα κατάλληλα δεδομένα.

Ο όρος μπορεί να έχει χιουμοριστική χροιά, μπορεί όμως να έχει και απαξιωτική χροιά. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που αφορούν την προσαρμογή του προγράμματος στα δεδομένα της εταιρείας και στην αποτελεσματική αποδοχή του από τον εμπλεκόμενο κόσμο. Οι δυσκολίες αυτές έχουν να κάνουν κυρίως με υπάρχουσες νοοτροπίες.

Πιο συγκεκριμένα, μιλάμε για δυσκολίες που: - Προκαλούνται στη δουλεία κάποιου που, όντας εξοικειωμένος για χρόνια με άλλους εργασιακούς τρόπους, δεν μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. - Προκύπτουν σε εταιρείες και ειδικά σε ανοργάνωτες εταιρείες, όπου γίνονται meeting επί meeting προκειμένου να συμφωνηθούν οι κατάλληλες διαδικασίες, ώστε να προσαρμοστεί καταλλήλως το πρόγραμμα στα εταιρικά δεδομένα. Εντούτοις σε εταιρείες του δημοσίου, όπου η δυοξύνη καλά κρατεί, κρατάει χρόνια αυτή η φάση της επανοργάνωσης, οπότε η σημασία του λήμματος «σαπίζω» διανθίζεται με την έννοια του λήμματος όπως την ανάρτησε η ironick σήμερα. Εκεί η ανοργανωσιά και τα αναφερόμενα meeting είναι πολλαπλά και άκαρπα.

  1. (χιουμοριστική χρήση)
    - Ο Γιάννης ασχολείται με το SAP
    - Α κατάλαβα... Σαπίζει... χα χα χα1

  2. (απαξιωτική χρήση)
    - Στην εταιρεία μας σαπίζουν τόσα άτομα στην κούραση προκειμένου να στρώσουν το SAP. - Στη δικιά μας, πάλι, που είναι εταιρεία του δημοσίου, χρόνια και χρόνια σαπίζει ένα σωρό κόσμος και με τις δυο έννοιες, αλλά αποτέλεσμα δεν υπάρχει.

(από GATZMAN, 18/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified