Χρησιμοποιείται όταν λέμε σε κάποιον να καθήσει ή να περιμένει λίγο.
- Άραγκον ρε μάγκα λίγο να πάρουμε μια ανάσα και την κάνουμε σε 5 λεπτά.
Χρησιμοποιείται όταν λέμε σε κάποιον να καθήσει ή να περιμένει λίγο.
- Άραγκον ρε μάγκα λίγο να πάρουμε μια ανάσα και την κάνουμε σε 5 λεπτά.
Got a better definition? Add it!
Οι χαλαρές και συνήθως άνευ ιδιαίτερου νοήματος και βαρύτητας συζητήσεις που γίνονται σε κατάσταση λιωσίματος με την παρουσία φραπεδιάς. Οι συζητήσεις που γίνονται για να λέγεται κάτι και την άλλη μέρα θα έχουμε ξεχάσει πως έγιναν.
- Έλα, πάμε για καφέ. - Δεν θέλω γιατί αν πάμε θα κάτσουμε πάλι τρεις ώρες να βαριόμαστε, να καπνίζουμε και κάνουμε φραπεδοκουβέντες! Προτιμώ να κάτσω να διαβάσω κανένα βιβλίο. - Ξενέρωτε!
Got a better definition? Add it!
Περιγράφει τη συνάθροιση παρέας, συνήθως σε παραλιακό ταβερνάκι, ουζερί ή και σε σπίτι, για την κατανάλωση ούζου με τη συνοδεία μεζέ, συνήθως ψαρικών. Αντίστοιχα υπάρχει και η κρασοκατάσταση και η μπυροκατάσταση.
-Θα έρθεις την Κυριακή ε; -Πού να έρθω; -Έχουμε κανονίσει ουζοκατάσταση σε ένα ταβερνάκι στο Πόρτο Ράφτη, θα είμαστε μεγάλη παρέα. Έλα θα΄ναι ωραία.
Got a better definition? Add it!
Γενικός όρος που αναφέρεται σε πρόχειρη δουλειά. Συνήθως συνδέεται με απόπειρα εξαπάτησης ή με δουλειά που κανονικά έπρεπε να γίνει με λεπτομέρεια και προσοχή αλλά λόγω βαρεμάρας έγινε στα γρήγορα.
Το πήγα στο συνεργείο και μου 'καναν γομαροδουλειά.
Από το γομάρι.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο ό,τι να 'ναι, ο απρόβλεπτος τύπος που καταφέρνει να αποδιοργανώσει την παρέα. Οι πράξεις του σχεδόν πάντα περιβάλλονται από ένα πέπλο ηλιθιότητας. Ο ίδιος ενίοτε δεν αντιλαμβάνεται την ιδιότητά του αυτή, παρά μόνο όταν του την επισημάνουν οι γύρω του. Η ιδιότητα τού να είναι κάποιος αντάβαλος είναι διαρκής. Δεν έχει δηλαδή εξάρσεις και υφέσεις αλλά συνήθως κυμαίνεται γύρω από κάποιον μέσο όρο διαφορετικό για κάθε αντάβαλο, με αποτέλεσμα κάποιος να είναι λίγο, πολύ ή πάρα πολύ αντάβαλος.
- Έμαθες τι έκανε πάλι ο Τάκης...;
- Ε αφού είναι αντάβαλος!!
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τις λέξεις ντόπα και man. Έτσι χαρακτηρίζουμε έναν άντρα ο οποίος παίρνει αναβολικά και συγκεκριμένα κρεατίνη. Τα μπράτσα του μοιάζουν με χοιρομέρι και ο σβέρκος του με μπούτι αλόγου.
- Ρε κοίτα πώς είναι αυτός απέναντι!! Τεράστιος. Τον ξέρεις;
- Ναι ρε είναι ο ντόπερμαν του Joe Weider.
Got a better definition? Add it!
Βιάζω κάποια συσκευή (της οποίας η λειτουργία δεν ανταποκρίνεται στις επιθυμίες μου) ώστε να την κάνω να δουλέψει, αντί να κάτσω μισό λεπτό να σκεφτώ τι μπορεί να πάει στραβά.
Εκ του Κ.Δ.Ο.Α. (Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Άγνοια).
- Άλλαξε cd ρε...
- Δεν ανοίγει το πορτάκι.
- Άλλαξε ρε λέμε!
- Δεν ανοίγει το πορτάκι λέμε! (ΜΠΑΜ! Του το δίνει στο χέρι.)
- Είδες που άνοιξε;
- Το κδόασες ρε αρχιμαλάκα!
Got a better definition? Add it!
Το ίδιο με τα «αρχίδια». Χρησιμοποιείται σαν συντομογραφία.
-Ναι... σιγά μην φτάσουμε στην ώρα μας με τόση κίνηση... μύδια...
Got a better definition? Add it!
Το ίδιο με το «φιδέμπορας» στο πιο προσβλητικό, συν το ότι αυτά που λέει είναι βλακείες (παπαριές).
-Μου σπάει τα νεύρα αυτός. Είναι μεγάλος αρχιδέμπορας.
Βλ. και ψωλέμπορας, φιδέμπορας.
Got a better definition? Add it!