Selected tags

Further tags

Ο σπασαρχίδας, αυτός που πρήζει τους πάντες με τη συμπεριφορά του, τις ερωτήσεις του, την επιμονή του κτλ.

- Πού πήγες χθες;
- Σε κλαμπάκι..
- Ποιο;
- Club47...
- Καλά ήταν;
- Ναι...
- Με ποιους πήγες;
- Τον Τάκη, το Σάκη και το Μάκη.
- Πουτσαρία δηλαδή ε;
- Όχι...
- Ε πώς όχι...;
- Βρήκαμε και τη Σούλα, τη Ρούλα και την Τούλα...
- Καλά γκομενάκια;
- Ναι...
- Από πού βγαίνει το Σούλα;
- Από το Τασούλα...
- Πώς είσαι σίγουρος; Την έχεις ρωτήσει;
- Είσαι και πολύ σπασοκλαμπάνιας ρε αδερφάκι μου!

Ναιιιι, με ακούτεεεεε;;; (από Cunning Linguist, 26/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός του αγγλικού χαιρετισμού «cheers» και της τσίρλας. Δεν σημαίνει κάτι διαφορετικό από το cheers (τα λέμε, άντε γεια), αλλά ακούγεται αστείο. Χρησιμοποιείται πολύ και στον γραπτό λόγο στο internet.

Εγώ φεύγω γιατί έχω μάθημα σε μια ώρα, άντε cheerls.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χέστης, ο επιδειξίας ο οποίος όταν δει τα σκούρα την κάνει με ελαφρά.

- Μου 'κανε ζοριλίκια χθες ένας κουραδοκεφτές και μόλις πήγα να τον ξαπλώσω, το έβαλε στα πόδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιτσαδόρος, ντελιβεράς. Που φέρνει τις πίτσες.

Κουδούνι! Ο πιτσαφέρτας θα είναι επιτέλους...

Δες και πιτσαφέρνης και πιτσαράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει απ' το τεφαρίκι και σημαίνει μια χαρά, μπεργκέτι, τσόντα, καύλα, τζετ, σούπερ κτλ.

Το πήγα στο μάστορα τ' αμάξι και μου το 'κανε τέφα. Σαν καινούργιο, σου λέω!

Βλ. και μέγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν κάποτε δημιουργηθεί ίδρυμα προς τιμήν του σύγχρονου προφήτη, θα λέγεται Λιακούρειο Ίδρυμα. Ομοίως Λιακούρειο Μέλαθρον κτλ.

Ξεναγός: Στα δεξιά μας βλέπουμε το Λιακούρειο Μέλαθρον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το κλαπαρχίδας + ναύαρχος (άτομο με εξουσία και αξιώσεις στο χώρο του -master of their domain). Χρησιμοποιείται ειρωνικά για τον κατά περίσταση γαλονά, αρμόδιο κτλ.

Με στέλνανε από το ένα γραφείο στο άλλο σαν το μαλάκα. Στο τέλος βουτάω μια γραμματέα εκεί και της λέω «Φέρε μου τον κλάπαρχο μωρή, μην τα σπάσω όλα εδώ μέσα, γιατί άκρη δε βγαίνει!».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημείο -πολλές φορές απόμερο- που ενδείκνυται για κατούρημα. Κατουρημένο πολλές φορές, συνήθως βρωμάει κι έχει λίμνες ούρων.

- Πω, πάει να σκάσει η φούσκα μου!
- Ε κατούρα ντε...
- Πού; Εδώ δημόσια;
- Ε πήγαινε εκεί στην κολώνα. Όλοι για κατουρώνα την έχουν.

10 πράγματα που δεν πρέπει να κάνεις στον νόμιμο κατουρώνα. (από Galadriel, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεταλλάδικη / βλαχοαμερικάνικη / 80's χαίτη, το μουλέτι.

Κοίτα ένα χαιτικό ο τύπος! Κλάνει μαλλί στην κυριολεξία!

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό, δες και χαιταίος

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοπέλα που φαίνεται χάλια παρουσιαστικά (βασισμένο στο ότι μόλις τη βλέπεις κλείνεις τα παντζούρια - για να μη τη βλέπεις ντε!).

- Καλό γκομενάκι.
- Παντζούρω ρε σαβουρογάμη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified