Selected tags

Further tags

Η χυλόπιτα που τρώει γνωστός μιλφoμανής όταν τον απορρίπτει πουρογκόμενα. Είναι επαχθέστατη γιατί έχει τη σιγουριά πως το μιλφ δύσκολα να πει όχι αλλά την πατάει επειδή είναι κάφρος.

- Τι άκυρο έφαγε χτες ρε ο Βαγγέλης! Την έπεσε στην κυρα Τζένη την περιπτερού που ήταν στανταράκι πήδημα και έφαγε πουρόπιτα!

(από Vrastaman, 04/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστός τοις πάσι ο ορισμός και το περιεχόμενο της παρτούζας. Είναι η έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου για υγιή κοινωνικοποίηση, όπως το αναφέρει αναλυτικά ο Αριστοτέλης.

Εις το ως άνω εκστομισθέν τριπάρτουζο παρατηρείται έντονη συνουσιαστική δραστηριότητα επιτείνουσα την απόλαυση των συμμετεχόντων, άλλως δε τον χαβαλέ αυτών καθώς εκ του γέλωτος μπερδεύουν πού μπαίνει τι. Ο όρος τριπάρτουζο είναι συνήθως απείκασμα αναμνήσεων από χρόνων πολλών και η αχλύ η περιβάλλουσα τα διημειφθέντα τα αναγάγει εις γεγονός κοσμογονικό.

Οι συμμετέχοντες εις το τριπάρτουζο ενίοτε διοργανώνουν χοροεσπερίδες ίνα, ενθυμούμενοι τα πεϊκά τους έπη, βαυκαλισθώσιν αυταρέσκως. Τόπος διεξαγωγής της μυσταγωγίας είναι συνήθως τουριστική νήσος με συμπαρομαρτούν αυτής το άπειρο αλκοόλ. Κατ' εξαίρεση εις Μύκονο το τριπάρτουζο συνομολογείται ως τρίκαβλο ή ιντερσίτι. Εις την μορφή αυτή ευνοημένος είναι πάντα ο δεύτερος του χορού ο οποίος, έχων το γενικό πρόσταγμα, παίρνει, δίνει και παίζει την τουλούμπα στον πρώτο.

(μονόλογος φίλου προς συνομώτη-συνένοχο) :
- Θυμάσαι την Νίκη την αδερφή της Κλάρας της αλληθωροβύζας που την είχαμε τρελάνει στο τριπάρτουζο ένα φεγγάρι στην Ρόδο; Ε, την είδα προχτές και συγκινήθηκα... Τί γούστα είχαμε βγάλει ρε φίλε...

(από GATZMAN, 02/03/11)Τζερονύμο Γιάνκα ->τραινάκι.... intercity, Εναλλακτικοί όροι για το τριπάρτουζο (από GATZMAN, 02/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ελληνιστικού «καρά» και του αγγλικανικού «like».

Nεόκοπος ιντερνετικός όρος που προήλθε από το φατσοβιβλίο.

Συμπληρώνει το like σε ένα post του f/b όταν του σχολιαστή δεν του φτάνει ένα απλό like, καραγουστάρει αλλά και έμμεσα θέλει να δείξει και την καταγωγή του.

Πέρασε και στον μιλητό λόγο σε νέους και νέες κάθε ηλικίας και μαλακίας, ως καραλάικ.

  1. - Wow! Καραlike φίλος! Και γαμώ τα βίντεα ανέβασες! Ι χα!

  2. - Tι λέει το βρώμικο; Καλό;
    - Καραlike σε λέω!

(από Khan, 24/12/13)(από Khan, 28/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ακούγεται από τα μεγάφωνα του συρμού του μετρό όταν αναχωρεί από το Σύνταγμα.

Ο Ευαγγελισμός είναι νοσοκομείο στην εν λόγω περιοχή. Στην σλανγκική χρησιμοποιείται όταν αυτός που την εκφέρει, αν και υγιής, νιώθει ότι έχει φτάσει στα όριά του από διάφορους παράγοντες κι από στιγμή σε στιγμή θα καταλήξει εκεί.

- Καλά ρε φίλε, πώς την παλεύεις κάνοντας τρεις δουλειές, πηγαίνοντας στο γυμναστήριο και με την Μαιρούλα να σε πρήζει;
- Δεν είμαι σίγουρος ότι την παλεύω. Επόμενη στάση: Ευαγγελισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συνήθως άνευ ουσίας και γεμάτο σεξουαλικά υπονοούμενα φλιρτ.

Ως έκφραση για να δηλώσει ότι κάτι γίνεται χωρίς προφανή λόγο, έτσι, για την καβλάντα.

- Τι έγινε ρε Μήτσο χθες με το γκομενάκι, έφαγες τπτ;
- Όχι μωρέ, με την μαλακισμένη, έγινε καλή καβλάντα αλλά στο τέλος με το πουλί στο χέρι με άφησε.

- Και τι να πάμε να κάνουμε ρε συ τέτοια ώρα σπίτι του Τάσου, αυτός μπορεί και να κοιμάται.
- Έλα μωρέ, μην είσαι μαλάκας, πάμε έτσι, για την καβλάντα!!

(από jesus, 25/02/11)τσεκάρετε στο 00:42... (από Τσακ εις την μέσην, 26/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ανθρώπου που βάζει like σε κάθε post στο facebook, από διαφήμιση ψαροταβέρνας μέχρι site υπέρ της ευθανασίας, ενίοτε με απώτερους σκοπούς, αν γίνεται στο προφίλ γκόμενας. Κάνει like σε κάθε τραγούδι που ποστάρει, από Ημισκούμπρια μέχρι Κάρμινα Μπουράνα και από Τερλέγκα έως στρουμφάκια.

Το παρωχημένο μοντέλο λαϊκισμού της «Αυριανής» των 80's συναντάται σήμερα ως like-ισμός με ακραία μορφή του τον επονείδιστο εις εμέ αυτο-like-ισμό, ο οποίος είναι η υπέρτατη μορφή βλακείας. Για να ποστάρεις κάτι ρε μάστορα σημαίνει ότι σου αρέσει. Τί το βάζεις το like; Είναι σαν αυτοϊκανοποίηση σε ντο ματζόρε συνοδεία κουαρτέτου από τρόμπες ποδηλάτου.

Ρε συ ο Μάκης γουστάρει την Ντιάνα!
— Έλα ρε, πού το ξέρεις;
— Όλη μέρα κάνει like στα ποσταρίσματά της! Έκανε μέχρι και σε γκρουπ απολέπισης δέρματος με σαγόνια καρχαρία!
— Like-ιστής παιδί μου... τί περιμένεις;

(από σφυρίζων, 01/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο μιας κάποιας ηλικίας με καράφλα αλλά και κοτσίδα ή υπόλοιπο κόμης και μακρύ μαλλί, ή τύπος που ξεχάστηκε στη δεκαετία του '70 και απλά ο χρόνος έδειξε τα σημάδια του. Σιτεμένος κατά κανόνα λάτρης της εποχής των χίπηδων που τώρα τους ανακάλυψε, ή τώρα τόλμησε, αλλά το αποτέλεσμα του ντυσίματος / εμφάνισης είναι ολίγον αστείο ή και θλιβερό.

  1. - Πω,πω μηχανάρα πού' φτιαξε ο τυπάς! Χάρλευ δεν είναι ρε συ;
    - Ναι μωρέ,την έχει ένας καραφλόχιπας 55άρης γείτονας που την είδε born to be wild κι έτσι...

  2. - Άτσα εμφάνιση ο σιτεμένος...καπελάκι μαλλούρα και το πιπινάκι δίπλα! Μια χαρά τον κόβω...
    - Έλα καημένε ξεκόλλα με τον καραφλόχιπα!

  3. - Μιμίκα τι λέει με τον μεγαλωμένο; Πολύ παρέα σε βλέπω τελευταία...
    - Όχι μωρέ, τίποτα σοβαρό..
    - Καλά ντάξ...σιτεμένος ο καραφλόχιπας αλλά μην τον υποτιμάς...

για του λόγου το αληθές... (από Τσακ εις την μέσην, 24/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπερδεύομαι.

Got a better definition? Add it!

Published

Το ακόμα πιο μπάχαλο.

Φοβάμαι ότι ο Καντάφης θα μας ανοίξει μεγάλες δουλειές και θα γίνει μέγα χάμπαλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Μειωτικά το περιστέρι, κυρίως το περιστέρι της πόλης (columba livia). Η παρομοίωση του με το ποντίκι υπογραμμίζει τα πλέον δυσάρεστα χαρακτηριστικά του, όπως την τάση του προς ρύπανση, το ρόλο τον οποίο παίζει στη διάδοση διαφόρων νοσημάτων, τον ανεξέλεγκτο ρυθμό αναπαραγωγής του και την ασχήμια του.

Ο όρος χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τα περιστέρια των πόλεων, διότι εκεί η παρουσία τους είναι περισσότερο ενοχλητική, καθώς οι απεκκρίσεις τους έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να λερώσουν ανθρώπινες κατασκευές, όπως αυτοκίνητα, βεράντες, ταράτσες, ή ακόμα και τους ίδιους τους ανθρώπους.

- Ένας κύριος στη στάση του λεωφορείου είχε την ατυχία να δεχθεί μία κουτσουλιά από ένα ποντίκι του ουρανού στο κεφάλι του.

- Κατάρα να' χουν τα ποντίκια του ουρανού. Μωρέ ας είναι καλά το δηλητηριασμένο σουσάμι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified