πολυδοντιά (η)
Στα Χιώτικα σημαίνει την (αναλογικά) μεγάλη παρουσία ατόμων με συνέπεια την μεγαλύτερη ή/και ταχύτερη κατανάλωση τροφίμων.
Η ετυμολογία προφανής.
- Καλά, ψουνίζεις ξυλάγγουρα; Τι εγίναν(ε) τα δικά σου; Οι ποντικοί στα φάανε;
- Ήπεσε πολυδοντιά. Ήρτενε η κόρη με το γαμπρο και τα εγγόνια...
- Καλως τα δέχτηκες κι έ (μ)πειράζει...