Πακιστανός, Μπαγκλαντεσιανός, Ινδός και λοιποί.

Το επίθετο «πράσινος» προέρχεται από το γεγονός ότι οι παραπάνω φαίνονται φαιοπράσινοι υπό υπεριώδες φως (black light) σε νυχτερινά κέντρα.

Ο χαρακτηρισμός πιθανολογείται να προέρχεται από Έλληνες που ζουν / σπουδάζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο.

- Κώστα, έχεις πάει στο νεό κλαμπάκι που άνοιξε στη George str; - Άσε φίλε, και μη μπεις στον κόπο, παίζει πολύ πρασινιά μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναφορά είναι στην πάστα σοκολατίνα. Ο όρος χαρακτηρίζει Αφρογενές καυλάκι ως γλυκό αντικείμενο του πόθου τ. παστάκι ένα πράμα. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι η Αφρογενής κορασίς, είτε τ. μουνί τσοκολάτα σε πουτανόπιατσες και ντέλα, είτε τ. αράμπικα σε φραπενεία. Ο έχων ένα θεματάκι με τις τοιαύτες κορασίδες αποκαλείται λάτρης της σοκολατίνας, και συνήθως είτε ποιεί την ανάγκην φιλοτιμίαν, καθώς οι σοκολατίνες έρχονται σε πιο οικονομικό πακέτο, είτε πρόκειται για άποψη, αφού αποτελούν μια πιο σοκολάτα επιλογή σε σχέση με τις βανίλια ξεπλένες του Βορρά.

Επίσης, είναι το πρωκτικό σεξ εν γένει, ή ειδικότερα η πισωκολάτα, άκα μερέντα, που τους λάτρεις της σοκολατίνας δεν τους χάλασε καθόλου, πιστέψτε με. Το ιδεώδες βέβαια είναι ο συνδυασμός των δύο σημασιών.

(Από μπουρδελοσάη):

  1. α. ...το Τζενάκι όμως στήν τρίτη βάρδια,αν και σοκολατίνα τρώγεται πολύ ευχάριστα!!!Φοβερό κωλαράκι έχει η κοπέλα!!... Στανταράκι με λίγα λόγια...

β. Σοκολατινα δεν ειχα δοκιμασει ποτε στη ζωη μου, αλλα η συγκεκριμενη (της οποιας δε θυμαμαι ουτε το ονομα), λογω εμφανισης, μου εκανε ενα κλικ. Πολυ κακως, γιατι οι μετριες υπηρεσιες παραλιγο να μου κοστισουν σε στυση. Αφου καταφερα και αδειασα το φορτιο, παλι καλα... Ποτε πια σοκολατινες. μονο γαλακτομπουρεκα....

  1. α. απλά έχει κωλοτρυπίδα πολύ πρόστυχη , πολύ ευχαρίστως θα της έδινα παραπάνω για ένα καλώ milfanal (σοκολατίνα).

β. Το αρνητικό της βραδιάς ήταν η σοκολατίνα στο τέλος.

(από Vrastaman, 13/08/12)(από Khan, 13/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αράμπικα ή Coffea arabica είναι ποικιλία καφέ από την αραβική χερσόνησο και την απέναντι Αιθιοπία και Σουδάν. Στην μπουρδελιάρικη ιδιόλεκτο είναι, όπως μας πληροφόρησε Επισκέπτης εδώ, το φραπέ, δηλαδή η εταιρική χειρομαλακία, που προσφέρεται από αφρογενή κορασίδα σε στιπτιτζάδικο φραπενείο.

Μπορούμε να πούμε ότι ως αράμπικα μπορεί να εννοήθει γενικά μια αφρογενής εργάτρια του σεχ, ιδίως όμως μία που προσφέρει φραπέ λ.χ. σε στριπτιτζάδικα ή μασατζίδικα, καθώς και η ίδια η πράξη του φραπέ από Αφρογενή φραπεδιάρα.

Λίγο πιο φλώρικα λέγεται και Μοκατσίνο.

Το λήμμα αποτελεί ταπεινή απότιση τιμής στην Παγκόσμιο Ημέρα Frappernité, δηλαδή την 27η Φεβρουαρίου.

  1. Εφτασα 03:00 και το μαγαζί ήταν α΄δειο από πελάτες... μόνο 6-7 κοπέλλες είχε (2 αράμπικα), δυνατή μουσική και στο video wall πορνόταινία !!! (Εδώ).

  2. Το ουκρανάιζερ ήταν ντεφραπεϊνέ, κι έτσι αναγκάστηκα να πάρω πριβεδιά μια νόστιμη μαυρούλα για αράμπικα στον χιλιοχυμένο καναπέ του παταριού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός ρέιβερ (raver στα αγγλικά) που χορεύει σαν τρελός, χοροπηδάει και κουνάει χέρια-πόδια σαν το κατσίκι.

... θα τον βρείτε σε όλα τα μεγάλα club που παίζει mainstream & dance μουσική.

(από jesus, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλβανός + τζούρα.

Αυτός ο οποίος καπνίζει αμφιβόλου ποιότητας/φθηνότερη κάνναβη. Φτηνιάρης, φτωχός, λιτός.

  1. -Σας μυρίζει κάτι;
    -Εκείνοι οι αλβανίτζουρες ντουμάνιασαν μέχρι εδώ.

  2. Μου θέλει και γκόμενα ο αλβανίτζουρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ρωσίδα χορεύτρια σε σκυλάδικο (και δευτερευόντως σε στριπτιζάδικο)

Μπαλαλάικα = παραδοσιακό έγχορδο μουσικό όργανο

Η λέξη επεκράτησε λόγω της μουσικής χρήσης της, της εθνικότητας του οργάνου και την κατάληξης λάικα (που σχετίζεται με τα λαϊκά μαγαζιά αλλά και με την σκυλίτσα Λάικα από την Ρωσία.

- Πως θα γίνει να γνωρίσουμε καμιά μπαλαλάικα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Υποτιμητικός όρος για την γυναίκα που επιβλέπει την καθαριότητα στις τουαλέτες δημοσίων χώρων, νυχτερινών κέντρων, κλπ.

  2. Γενικά, η γυναίκα που υποτιμούμε.

  1. Ήθελα να πάω στην τουαλέτα, αλλά με σταμάτησε η σκατού λέγοντάς μου να περιμένω λίγο να τελειώσει το σφουγγάρισμα.

  2. -Είδες τι του έκανε, η σκατού, του ανθρώπου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified