Further tags

Νυχτερινά κέντρα διασκέδασης με έμφαση στη λαϊκή μουσική, των οποίων τα μουσικά σχήματα εκτείνονται από Ελληνική pop έως βαριά λαϊκά.

- Αυτή κάθε μέρα γυρνά στα μπουζουκομάγαζα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πώς μπορείς όσο πιο λακωνικά γίνεται να περιγράψεις τη συμπρωτεύουσα; Αρκεί να αλλάξεις το «θ» με «ξ»... Μια πόλη που έννοιες όπως χαλαρότητα, διασκέδαση, καλοφαγία, ομορφιά (κυρίως γυναικών) κτλ οδηγούν αναπόφευκτα σε αυτό που περιγράφει η παραπάνω λέξη-έννοια: το απόλυτο ξεσάλωμα... Η λέξη χρησιμοποιείται από γηγενείς αλλά κυρίως από όλους εμάς που όταν μπορούμε απολαμβάνουμε τις παραπάνω ομορφιές της Θεσσαλονίκης.

Όσον αφορά την προέλευση της λέξης, πάμε στο 1993 και στο ομώνυμο άλμπουμ (και τραγούδι) των Ξύλινων Σπαθιών «Ξεσσαλονίκη».

- Πού θα πας ρε Ανδρέα πάλι τριήμερο;
- Φίλε ένα έχω να πω στα παιδιά... Ξεσσαλονίκη ...
- Όχι ρε τύπε, κατάλαβα! Πανικός! - Άσ' τα θα γουστάρουμε τρέλα!

(από profhths, 01/08/08)Ξεσσαλοnike - Ξεσσαλadidas - Ξεσσαλοpuma (από Galadriel, 25/02/09)(από Khan, 26/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθίζεται για να περιγράψει κακόφημα μέρη, μέρη όπου συχνάζει ο υπόκοσμος, πορνεία, στριπτιτζάδικα κτλ.

Επίσης για να δηλώσει ότι η ποιότητα ενός κέντρου διασκέδασης είναι πολύ χαμηλή.

  1. - Για πού είσαι σήμερα;
    - Έχει μπάτσελορ ένας φίλος και... καταλαβαίνεις...
    - Κατάλαβα, θα κυλιστείτε στη λάσπη.

  2. - Πάμε Σιρόκο το βράδυ;
    - Όχι ρε, αυτό είναι σκέτη λάσπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νυχτερινό μαγαζί / μπαρ με γυναίκες.

Πήγαμε με τα παιδιά σε ενα κωλόμπαρο χτες βραδυ και ήταν φοβερά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκυλάδικο Ε' κατηγορίας (και βάλε). Εκεί που μπαίνεις, αλλά δεν ξέρεις αν θα ξαναβγείς. Και που όλοι οι πελάτες κουβαλάνε (μ)πιστόλια (Το μ προσθέτει έμφαση).

(Από συνέντευξη του Γιώργου Μαργαρίτη)

Δημοσιογράφος: «Κάποτε τραγουδούσατε σε σκυλάδικα αν δεν κάνω λάθος.»
Γ. Μαργαρίτης: «Όχι σε σκυλάδικα, σε μπιστολάδικα...»

Παρόλο που τα λαϊκά δεν είναι το φόρτε μου, ένας είναι ο Γιώργος... (από Marco De Sade, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προκύπτει εκ των όρων, Φάληρο και Λυρική Σκηνή (Εθνική Λυρική Σκήνη. Δες και εδώ).

Εξετάζουμε δυο βασικές περιπτώσεις:

  1. Σε αυτή την περίπτωση αναφερόμαστε χιουμοριστικά στη Λυρική Σκηνή, έχοντας χιουμοριστικό τόνο στη φωνή μας (βλ. παρ. 1).

  2. Η λέξη, Φάληρο, παραπέμπει στη λέξη φαλιρίζω, που σημαίνει: χρεοκοπώ, πτωχεύω. Η εκφορά του όρου στις ακόλουθες υποπεριπτώσεις εκφέρεται σε συνδυασμό, με κατάλληλο απαξιωτικό μορφασμό, συμβάλλοντας σε κοροϊδευτικό αποτέλεσμα. Διακρίνουμε δυο υποπεριπτώσεις:

α) Μπορούμε να αναφερθούμε κοροϊδευτικά στα μουσικά ακούσματα της Λυρικής Σκηνής (όπερα), στην περίπτωση που δεν τη βρίσκουμε με τη μουσική αυτή (βλ. παρ. 2).

β) Θεωρώντας τη μουσική που παίζεται στη Λυρική σκηνή μουσική υψηλού επιπέδου και, κατ' επέκταση, τους τραγουδιστές που εμφανίζονται εκεί τραγουδιστές κλάσης, η εκφορά του όρου παραπέμπει έμμεσα σε κάποιον υποτιθέμενο τραγουδιστή, που έχει μουσικό ταλέντο gtp προδιαγραφών, αφού τραγουδάει και καλά στη Φαληρική σκηνή (μουσικός χώρος gtp προδιαγραφών).

Πολλές φορές μιλάμε για ψώνια που νομίζουν πως έχουν το... μουσικό ταλέντο.

Βλ. Γαργάρα με ξυλόπροκες, Στη σκάλα του Ωρωπού τραγουδάει;

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 3.

  1. - Πάμε Φαληρική σκηνή το Σάββατο;

  2. - Εγώ έχω γαλουχηθεί από τα μικράτα μου με αργκό και τουμπερλέκι και έπεται πως θεωρώ εντελώς ξενερουά, τη μουσική που παίζεται στη Φαληρική σκηνή.

  3. - O Καρύδης είναι τραγουδιστής της πλάκας.
    - Πού τραγουδάει;
    - Ε που θες μωρέ να τραγουδάει; Σε καμιά Φαληρική σκηνή, θα παίζει ο έρμος.

(από GATZMAN, 03/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εξαιρετικά μεγάλη συγκέντρωση μαύρων ανά τετραγωνικό μέτρο. Λέγεται ιδίως για κυριλάουα νυχτερινά μαγαζιά που οργανώνουν κάθε τόσο «μαύρες» βραδιές με μουσική hip hop, r'n'b και τα σχετικά. Τα μαγαζιά αυτά δεν είναι τα ορίτζιναλ «μαυράδικα» (που βρίσκονται σε ψιλοπαρακμιακές περιοχές και προσελκύουν σχεδόν αποκλειστικά μαύρους).

  2. Το σύνολο των προαναφερθέντων μοντέρνων «μαύρων» ακουσμάτων (τη τζαζ όσο να 'ναι δεν τη λες μαυρίλα).

  3. Γενικά η λεγόμενη «μαύρη» κουλτούρα στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Κατά βάση είναι η αφροαμερικάνικη κουλτούρα, όπως αυτή προσλαμβάνεται και προσαρμόζεται από τα εκατομμύρια των αφρικανών που ζουν στη Γριά Ήπειρο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται και στις 3 περιπτώσεις με ελαφρώς υποτιμητική / σαρκαστική διάθεση, από λευκούς που πιστεύουν πως οι μαύροι (λόγω μεγάλης πούτσας) και οι αλβανοί βεβαίως βεβαίως (που είναι πιο μπρουτάλ ρε πστ μου) μας έχουν φάει όλες τις γκόμενες κι έχουμε μείνει να βροντάμε την ψωλή μας.

  1. - Φίλε, παίζει για καλοκαιράκι να δουλέψω στο Mao. Έχω έναν γνωστό εκεί και μου είπε αν είναι να πάω για πορτιέρης.
    - Τι να πα να κάνεις εκεί στη μαυρίλα ρε αγόρι;

  2. - Θυμάσαι ρε μαλάκα τη Τζέσι, το πορνίδιο που τραβιόμουνα πέρσι; Το γύρισε και από σκυλού ακούει μόνο μαυρίλα πλέον. Σκάει και με κάτι χαμηλοκάβαλα τζιν να φαίνεται κι η κωλοχαράδρα της φάτσα φόρα...
    - Θα ρουφάει καμιά μαύρη ψωλή αγόρι μου και γι' αυτό έχει κολλήσει... Εμ βλέπεις, τι να κλάσει κι η δικιά σου η δεκαπεντάποντη μπροστά στο βόα;

(από johnblack, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτή που διαμένει και εργάζεται σε μπουρδέλο, η πόρνη. Καθώς αυτή που εργάζεται σε σπίτι, είναι από τις σχετικά χειρότερες περιπτώσεις εργατριών του σεχ λέγεται υποτιμητικά. Λ.χ. η μπουρδελιάρα διακρίνεται από την εργαζόμενη σε στούντιο ως σαφώς χειρότερή της, και σίγουρα είναι πολύ χειρότερη από κωλ-γκερλ ή από τουρίστρια. Σε χειρότερη μοίρα από την μπουρδελιάρα (δυστυχώς συχνά θύμα σεξοτράφικινγκ) μπορεί να είναι μόνο περιπτώσεις μουνιών τσοκολάτα ή καλντεριμιτζούδων.

  2. Το χαρακτηριστικό φως των μπουρδέλων, συχνά κόκκινο.

  3. Επίθετο που δηλώνει σχέση με μπουρδέλα, κυρίως μια περιοχή που έχει πολλά μπουρδέλα, ή μεταφορικά μια κατάσταση μπουρδέλο. Είναι το θηλυκό του μπουρδελιάρης, αλλά μάλλον με ευρύτερη σημασία.

  4. Στην στρατιωτική αργκό είναι ό,τι και η πουτανιάρα, δηλαδή «το κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες» (δες). Έτσι για να αισθητοποιείται και επίσημα τι μπουρδέλο που είναι ο ελληνικός στρατός.

  1. Και για Σόνια είχε ακουστεί ότι ήταν πρώην μπουρδελιάρα. Δεν ξέρω σπίτι όμως...ούτε αν είναι αλήθεια! (Κορίτσια που αδικούνται στα ντέλα).

  2. Πω πω τίγκα στις μπουρδελιάρες είναι ο δρόμος με το σπίτι που μας άφησε η μακαρίτισσα η θεία...

  3. α. αγαπιτο μου πορνοιμερολογιο,
    ι μεγαλι μερα ειχε φτασει....ο μεγας μιστις και σκιστις μποτοφιλος ερχοταν παρεα με τισ ατιθασες ορμες του στιν μπουρδελιαρα αθινα... (Ημερολόγιο ανορθογραφιστή μπουρδελιάρη εδώ).

β. Πάντως για κάποιον που ξέρει δυο δράμια ιστορία η γκόμενα που κάνει πίπες συνεχώς είναι η ελλαδίτσα σου κατακαημένε αίολε. Σαν γκομενίτσα την βλέπουν την μπουρδελιάρα χώρα σου καημενούλη και την πασάρει ο ένας στον άλλο. (50 εκατομμύρια ευρώ δώρο στον Γκρουέφσκι από τη Ντόρα).

  1. Έχουμε και την μπουρδελιάρα και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε γαμώ το μπουρδέλο τους, γαμώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανασυλλαβισμός του μαγαζί.

Προφ αποτελεί όρο της μπουρδελοσλάνγκ και αναφέρεται σε μαγαζί τύπου putzinstitut/ ευαγές ίδρυμα, όπου προσφέρεται σεξ μεταξύ των υπηρεσιών των κορασίδων.

Περαιτέρω, υπάρχουν μερικές λεπτές αποχρώσεις:

Το γαμαζί είναι ο γενικός όρος, το generic term. Μπορεί να αναφερθεί σε όλα, σε μπουρδέλα, στούντιο, κωλόμπαρα, στριπτιτζάδικα κ.ά. Ακόμη κι αν δεν προσφέρουν ακριβώς μπριζόλα, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως γαμαζί, ενώ κυρίως λέγεται αν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας τρέντι γκλαμουριάς που το καθιστά μαγαζί κι όχι ντέλο. Δηλαδή πιο πολύ για strip clubs. Τέλος, το γαμαζί δεν είναι και τόσο υποτιμητικός όρος, είναι κάπως ουδέτερος.

Το μπριζολάδικο λέγεται για γαμαζί που πρσφέρει σεξ χωρίς αυτό να είναι απολύτως επίσημο, αλλά ύστερα από κάποιου είδους συνεννόηση, ύστερα από ευνόητα υπονοούμενα.

Το κρεοπωλείο είναι ένα κλικ πιο υποτιμητικό, δηλαδή πουλάει κρέας (μπριζόλα) ως μη ώφειλε. Αφορά σε παρακμή πρώην πτωχού πλην τίμιου φραπενείου, που πλέον δεν είναι τίμιο. Ενώ το κρεαταγορά εστιάζει περισσότερο στην επίδειξη παρά στην πήδηξη. Αμφότερα είναι πιο πολύ ασθενείς μεταφορές και όχι τεχνικοί όροι.

Τέλος, υπάρχουν οι νεόκοποι όροι:

  • κουρτινάδικο: το στριπτιτζάδικο, όπου ο πριβέ χώρος του κλείνει με κουρτίνα, οπότε μπορεί να παίξει και σεξάκι, με την συγκατάθεση της διεύθυνσης του γαμαζιού, πιθανόν λόγω κρίσης. Συναφείς όροι:
  • κουρτινιάζω= γαμώ κεκλεισμένων των κουρτινών, και
  • κουρτινάτο, κατά τα τραπεζάτο, καρεκλάτο κ.τ.ό.: Το κουρτινάτο είναι το λόγω κρίσης ενισ-χυμένο φλοκατσίνο, ένα είδος φραπέ με μουνί (κατά το μπουγάτσα με μουνί) και το σερβίρουν κυρίως οι παρακμιακές αράμπικα του γαμαζιού και όχι οι πρώην ντεφραπεϊνέ νυν δε απλώς ντεμπριζολέ μη μου άπτου ντίβες. Υπάρχει, δηλαδή, συχνά μια απονομή ρόλων στον θίασο του γαμαζιού.

Πάντως, γουγλικώς, δεν δικαιώνεται η ανάρτηση των σχετικών με την κουρτίνα όρων, καθώς δεν φαίνονται αρκούδως παγιωμένα.

Τέλος, δευτερευόντως, ο όρος γαμαζί μπορεί και να αποτελέσει απλώς βρισιά για οποιοδήποτε μαγαζί.

- απο γνοστους στο γαμαζι σκεπτοντε οι γινεκες να την κανουν.
- χριαζετε ποιοτικι ανανεοσι το γαμαζι
- τα αλλλα θελουν κλισιμο.
(Εδώ).

(από Khan, 22/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified