Τουρμπάτο μωρό με κώλο που τραγουδάει και κουνιέται σε σκυλάδικο επαγγελματικά. Θα την πετύχεις να μαλώνει στο τηλέφωνο για το ποια θα βγεί πρώτη να κουνηθεί ή και να κοιμάται μεσημεριάτικα.
Τουρμπάτο μωρό με κώλο που τραγουδάει και κουνιέται σε σκυλάδικο επαγγελματικά. Θα την πετύχεις να μαλώνει στο τηλέφωνο για το ποια θα βγεί πρώτη να κουνηθεί ή και να κοιμάται μεσημεριάτικα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γυναίκα που δουλεύει στον πάγκο του μαγαζιού, η μπαργούμαν.
Δες και -μούνα.
Got a better definition? Add it!
Nτιτζέι (DJ), ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, που παίζει υπερβολικά πολλές φορές το «I Will Survive». Mία φορά είναι ήδη υπερβολικά πολλές.
Μωρέ καλό μπαράκι, καλή ατμόσφαιρα... αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά... πολλοί άντρες, καθόλου γυναίκες. Άσε που είχε και ντιγκέι...
Πηγή: Πλαθολόγιο - H απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Οξεία Μπουρναζίτιδα (Bournazitis Tsiftetelius)
Περιγραφή: Ασθένεια ευρέως διαδεδομένη. Μεταδίδεται ταχύτατα, κυρίως από θηλυκούς φορείς σε αρσενικούς. Προκαλεί εξάρτηση σε κιθαρισμούς χαμηλής αισθητικής στάθμης και στίχους ανύπαρκτου περιεχομένου.
Συμπτώματα: Στα αρσενικά, κύριο σύμπτωμα αποτελούν τα κολλητά μπλουζάκια και οι συνεχόμενες, κυκλικές περιστροφές γύρω από μία πλατεία με το ηχοσύστημα στην «τσίτα». Οι θηλυκοί ασθενείς αναγνωρίζονται από τον ανύπαρκτο ρουχισμό, το bleach μαλλί και τις τριώροφες γόβες.
Επιπτώσεις: Αιμορροΐδες και φλεβίτιδα από την ορθοστασία στις εισόδους των κλαμπ. Στομαχικές διαταραχές από την υπερκατανάλωση σκευασμάτων κηροζίνης (μπόμπες - σφηνάκια), καταστροφή εγκεφαλικών κυττάρων από τα ντεκαπάζ. Στις γυναίκες ίσως παρατηρηθούν και μητρικά λόγω της έλλειψης ένδυσης στα κάτω άκρα.
Θεραπεία: Ο ασθενής κλείνεται σε ένα ηχομονωμένο δωμάτιο για ένα μήνα και δένεται σε μία καρέκλα. Γύρω του, βρίσκονται τοποθετημένα 8 ηχεία, 4 μόνιτορ, 3 δορυφόροι και 6 sub-woofer από τα οποία και ακούγεται επί 18 ώρες το 24ώρο deathmetal, grindcore, punk, ska, και νορβηγικό black. Τις υπόλοιπες 6 ώρες της ημέρας επαναλαμβάνονται συνεχώς τα 3 πρώτα τραγούδια από το «Τhe Wall» των Pink Floyd.
Ορισμός σαφής.
Got a better definition? Add it!
Δεινός DJ με έφεση στο styling. Σε απευθείας σύνδεση μέσω τερματικού στη Ν.Μάκρη, παραμένει στα decks ενώ άλλοι φεύγουν.
- Πητ Βοδινός στα decks.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υποτιμητικός όρος για την γυναίκα που επιβλέπει την καθαριότητα στις τουαλέτες δημοσίων χώρων, νυχτερινών κέντρων, κλπ.
Γενικά, η γυναίκα που υποτιμούμε.
Ήθελα να πάω στην τουαλέτα, αλλά με σταμάτησε η σκατού λέγοντάς μου να περιμένω λίγο να τελειώσει το σφουγγάρισμα.
-Είδες τι του έκανε, η σκατού, του ανθρώπου...
Got a better definition? Add it!
Φοιτητική μπουάτ με ροκ κι έντεχνη μουσική.
Συνήθως ο κιθαρωδός (είτε ελπιδοφόρος εικοσάχρονος είτε αποτυχημένος τριάντα-και-κάτι), υποχρεούται απ' τους θαμώνες να παίξει το «Να μ' αγαπάς» του Παύλου Σιδηρόπουλου κατά ν φορές ανά βραδιά, όπου ν ο εκάστοτε μέσος όρος ηλικίας στο κοινό. Συνήθεις τιμές ν: 17≤ν≤23.
(ροκ πρωτοετής και κιθαρωδός)
- Φίλε θα παίξεις άλλη μια φορά το «Να μ' αγαπάς»;
- (Μέσα απ' τα δόντια του) ...Να σας γαμήσω κωλόπαιδα... (Φωναχτά) Έγινε φιλαράκι!
- Πάμε στο ναμαγαπάδικο ν' ακούσουμε τον Τέλη και την κιθάρα του;
- Και να φάμε και κανένα πρωτοετάκι; Γαμώ... Βάζω τη μπαντάνα μου και φύγαμε.
Got a better definition? Add it!
Γκομενάκι που, στη σχετική κλίμακα, κυμαίνεται από θεόμουνο έως γαμήσιμο με εμφάνιση που αντιστοιχεί σε εργαζόμενη ή θαμώνα νυχτερινών κέντρων διασκέδασης της κατηγορίας: μπουζούκια.
Βασικά γνωρίσματα:
Ένα μέρος όπου απαντάται συχνά:
Σε μεγάλες οδικές αρτηρίες, ενώ περιμένει ταξί τουρτουρίζοντας με τα χέρια σταυρωμένα, αφού το ζακετάκι (ή το μπολερό) που πήγαινε με το φόρεμα και τα παπούτσια δεν πήγαινε καθόλου με τον καιρό.
Δες και μπουζουκογκόμενα, καθώς και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως από θαμώνες νυχτερινών μαγαζιών και αναφέρεται στα άνθη που εκτοξεύονται προς το μέρος του καλλιτέχνη σε στιγμές έκστασης των ιδίων κατά τη διάρκεια γνωστών λαικών ασμάτων. Συσκευάζονται σε μικρά χάρτινα πιατάκια που κατά τη λαϊκή διάλεκτο καλούνται πανεράκια. Τα τελευταία συνήθως εκτοξεύονται ολόκληρα σε κατάσταση παραληρήματος των θαμώνων.
- Δώσε ρε Νότη...
- Άντε Νίκο, πάρε κανά λελουδικό ακόμα. Θα καεί το πελεκούδι.
- Φέρε εδώ να ρίξω κανά πανεράκι στο θεό.
Got a better definition? Add it!