Selected tags

Further tags

Έκφραση που υποδηλώνει την ζημιά που υφίστανται τα ηχεία υψηλών συχνοτήτων (πρίμα) όταν αναπαράγουν ήχους σε υπερβολικά μεγάλη ένταση.

- Χθες είχανε έρθει κάτι φίλοι από το χωριό και ακούγαμε στο αμάξι κάτι πανηγυριώτικα. Βιολιά, τσαμπούνες.... άστα χάσιμο, μερακλώνω σε κάποια φάση τσιτώνω το AIWA και καψάλισα τα tweeter.
- Ωχ πάνε τα καινούρια ηχεία. άκλαφτα δηλαδή....
- Χαλάλι !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετρέλαιο το [petréleo]: ορυκτός υδρογονάνθρακας σε υγρή μορφή που αποτελεί μια από τις κυριότερες πηγές ενέργειας. Όπως μας πληροφορεί εδώ (λες και δεν το ξέραμε, θα μου πείτε και με το δίκιο σας) ο Τριανταφυλλίδης.

Στα δικά μας τώρα, ποιος είναι αυτός που δεν έχει επισκεφτεί μπομπάδικο και δεν τον έχουν ποτίσει από λιωσέ κουέρβο μέχρι Θήβας Ρήγκαλ; Μάλλον κανένας.

Μπόμπα από μπόμπα όμως διαφέρει. Υπάρχουν μπόμπες που (αν κάποιος δεν το 'χει το άθλημα) δεν τις παίρνει πρέφα, παρά μόνο το επόμενο πρωί που ξυπνά με τις γνωστές παρενέργειες.

Την μπόμπα όμως που χαρακτηρίζουμε «πετρέλαιο» δεν γίνεται να μην την καταλάβεις, αφού η μυρωδιά της είναι τόσο χαρακτηριστική (σαν πετρέλαιο ένα πράμα), που κάλλιστα μπορεί να σου κάψει τα μυτοτρίχια. Το τι γεύση μπορεί να έχει δεν το ξέρω μιας και δεν ήμουν ποτέ τόσο γενναίος ώστε να δοκιμάσω.

  1. Καλό θα ήταν να κάνουμε και έναν διαχωρισμό αυτών που ονομάζονται Β' ποτά και αυτών που είναι πραγματικά πετρέλαια

Φυσικά τα παραπάνω δεν πιάνουν στο βενζινάδικο της παραλιακής/ αεροδρομίου, αλλά σε πολλά clubs μπορεί να γλιτώσετε το πετρέλαιο. Από εδώ

  1. Αν μυρίζει οινόπνευμα, άστο, πέτα το… Καλά, υπάρχουν και κάποια που βρωμάνε πετρέλαιο, αυτά κρατήστε τα για τον λέβητα! Από εδώ

  2. Απλά ανέφερα ότι καλό είναι να μην το πίνουμε έξω που δεν σέβονται τίποτα και σου σερβίρουνε πετρέλαιο γιατί κάνει περίεργη πρόσμειξη.

Υπάρχει και η άλλη λύση από το να κάθεστε και να γράφετε για τα πετρέλαια που πίνετε (άσε που πλέον το πετρέλαιο είναι πιο ακριβό από την βενζίνη και δε συμφέρει οπότε...) Από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στον ορισμό του Κρεψ που επιμένει στην εμφάνιση να προσθέσουμε το προφανές ότι βιζιτού είναι αυτή που όντως κάνει βίζιτα. Με μια παρατήρηση: Νομίζω ότι βίζιτα είναι πιο τεχνικός προσδιορισμός, ενώ το βιζιτού λέγεται για να στιγματίσει κάποιαν σχετικά ευυπόληπτη μοντέλα, τραγουδιάρα, τηλεπερσόνα, που κάνει βίζιτες ως μέρος μιας υπόγειας διπλής ζωής. Για να κάνω μια παρομοίωση από το Συντακτικό, το βίζιτα είναι σαν επιθετικός προσδιορισμός αποδίδων μόνιμη ιδιότητα (Η βίζιτα Λάουρα έκανε αυτό...), ενώ το βιζιτού σαν κατηγορηματικός προσδιορισμός αποδίδων εμφατικώς παροδική ιδιότητα (βιζιτού η Λάουρα που έκανε αυτό!).

  2. Αυτοαναφορικώς, είναι ο Σλάνγκος, που κάνει βίζιτα στο σάιτ, και καταθέτει σχόλιο ως Επισκέπτης χωρίς προηγουμένως να κάνει login και να χρησιμοποιήσει μια μόνιμη ταυτότητα. Μια από τις λίγες διαφορές που έχει από την ως άνω βιζιτού, είναι ότι αυτός έρχεται απρόσκλητος. Υπάρχουν αρκετά είδη βιζιτούς:

α. Βιζιτού η πρωτάρα:
Δεν έχει ξαναγράψει στο σλανγκρ και ντρέπεται. Ή είναι υδραυλικός/ ηλεκτρολόγος/ βοθρατζής που έχει ψαρώσει από τα ιερά τέρατα του σάιτος και αισθάνεται ότι δεν έχει αρκούσα κουλτούρα για να συμμετάσχει, ή ευυπόληπτος -άρης επιστήμων που θεωρεί ότι η αλητεία του σλανγκρ δεν συνάδει με την ευπρεπή περσόνα του, ή αντιστρόφως νταβατζής/ μαστρωπός/ τραβέλι/ πουτάνα/ καλιαρντόπουστας που βλέπει το σλανγκρ ως ίδιον αργκόσχολων που δεν είναι αρκετά περιθωριακό. Έχει αμφίθυμα αισθήματα, οπότε προτιμά να γράψει τις καμαρωτές παπαριές του ως επισκέπτης. Χαρακτηριστική περίπτωση τοιαύτης βιζιτούς ο Άλλος, που έπρεπε να τον παρακαλέσουμε πολύ για να δημιουργήσει ταυτότητα, ή εν προκειμένω αλλότητα. Τελικά, μια βροχερή νύχτα παρεξηγήθηκε και την έκανε γι' άλλα.

β. Βιζιτού η ευκαιριακή:
Μπαίνει ευκαιριακά για χαβαλέ και κράξιμο. Συχνά με περσόνα πιπινιού/ λολίτας/ πορνιδίου που γράφει με γκρήκλις, ή οπαδού ομάδας/ χουλιγκανίου. Αναγνωρίζονται από το ότι είναι γκρηκλιστές ή φωνακλάδες. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν και οι κολασμένοι της σλανγκ, Βλάχοι, τουρκόσποροι, Αλβανοί, Πόντιοι κ.ο.κ. που μπαίνουν για να διαμαρτυρηθούν.

γ. Βιζιτού η νωχελική:
Επιφανής Σλάνγκος σε προκεχωρημένο στάδιο σλανγκοπάθειας μπαίνει τόσο συχνά στο σάιτ για να δει αναρτημένες τις παπαριές που σκάλωσε με το πληκτρολόγιό του, ώστε μερικές φορές βαριέται να κάνει λογκίν. Πρόκειται για Σλάνγκους που δίνουν έμφαση στα αμπελοφιλοσοφικά σχόλια, και όχι τόσο στα μήδια και την βαθμολογία, που απαιτούν λογκίν. Σ' αυτή την κατηγορία ανήκουμε συχνά εγώ και ο John Black.

δ. Βιζιτού η αντικαθεστωτικιά άκα βιζιτού η κουκουλοφλώρος:
Αυτοπροσδιόριζεται ως το άλας της γης, που ως άλλος μπαχαλάκιας θέλει να φέρει τα πάνω κάτω στο σάιτ, για να δημιουργήσει στιγμή επαναστατικής δυναμικής. Έχει σύνθημά του το ni mod ni maître και θεωρεί ότι οι μόντουλες αποτελούν τάξη που πρέπει να ξεπεραστεί από την επαναστατική διαλεκτική. Ο σλανγκομπαμπάς ξυπνάει μέσα του τον Οιδίποδα, κι η σλανγκομαμά τον Ορέστη. Συχνά εκδραματίζει πάνω στον σλανγκομπαμπά στοιχεία της προηγούμενης σχέσης του με την πατρική φιγούρα συνιστώντας μια ιδιότυπη διαδικασία μεταβίβασης ή και αντιμεταβίβασης μέσα στον ιδιότυπο θεραπευτικό χαρακτήρα που έχει προσλάβει το σλανγκρ για πολλούς από μας. Η τοιαύτη βιζιτού είναι ένα είδος κουκουλοφλώρου: Θεωρεί ως αδιάβλητο δικαίωμά του το να διαφεύγει από το πανοπτικόν του ρουμάνου και των αγγέλων του καταθέτοντας σχόλια χωρίς λογκίν. Αντιμετωπίζει την αιτίαση ότι δεν έχει το θάρρος της γνώμης του, αλλά απαντά ότι η ανωνυμία είναι ένα αναπόδραστο στάδιο της επαναστατικής διαδικασίας. Σημειωτέον ότι με όρους της Judith Butler αναλαμβάνει την τρωτότητα του να μην έχει κανείς (ταυτοτικό) όνομα. Τοιαύτη βιζιτού φέρεται να είναι ο επισκέπτης με το όνομα Αρνητής Σύνδεσης/ Συνδετής Άρνησης.

ε. Βιζιτού η βαμπιρόεσσα: Παλιοί ένδοξοι Σλάνγκοι που σε κάποια στιγμή «σκοτώθηκαν» κι έκτοτε στοιχειώνουν το σάιτ περιφερόμενοι ως εκδικητικά ή και καλόγνωμα φαντάσματα.

στ. Βιζιτού η σχιζοφρενής: Πρόκειται για τον διάδοχο του σπαστήρος. Επειδή από κάποια στιγμή και μέρα προπαγανδίστηκε η δυνατότητα των μοντουλαίων να διαγιγνώσκουν τους σπαστήρες (με τρόπους που παραμένουν κρυφίως αδιάγνωστοι για το σλανγκεπώνυμον πλήρωμα), και, κυρίως, επειδή η σπαστηροσύνη απαξιώθηκε στην συνείδηση του λαού ως αντιδραστική μέθοδος, πολλοί πρώην σπαστήρες εξελίχθηκαν σε βιζιτούδες. Τους καταλαβαίνεις από το γεγονός ότι έχουν υψηλή κουλτούρα και γνώση των τεκταινομένωνε στο σάιτ, λ.χ. της Λιλιάδας ή της ιδιολέκτου της σλανγκικής σέκτας. Έχουν κοινό σύμπτωμα με τους σπαστήρες ότι μπορεί να συγχαρούν ή έστω να συμφωνήσουν επιδοκιμαστικά με τον εαυτό τους, για να κάνουν μπούγιο. Ενίοτε είναι πιο αποθρασυμένοι από τους σπαστήρες.

ζ. Βιζιτού η αρμένισσα:
Ο επισκέπτης που κάνει αρμένικη βίζιτα, που αρχίδει και κουράδει έως το γαμάει και ψοφάει.

Όπως και η ορίτζιναλ βιζιτού, η αυτοαναφορική βιζιτού επισύρει τον ψόγο ότι πρόκειται για άλλοτε γκλαμουράτη περσόνα που έπεσε στην κατρακύλα της βίζιτας σε μια εποχή παρακμής. Αλλά μην βιαστούμε να κρίνουμε: Πολλές βιζιτούδες έπεσαν οι ίδιες θύμα βίζιτας σε ευαίσθητη παιδική ηλικία.

  1. Από το freegossip:

Ασύλληπτο News: Ο πατέρας της Τζούλιας λέει την κόρη του «βιζιτού».
Αυτά τα πράγματα δεν έχον ξανασυμβεί στην Ελλάδα, ζούμε απίστευτες εποχές. Απίστευτο! Για πρώτη φορά στα χρονικά βγαίνει πατέρας και παραδέχεται ότι η κόρη του κάνει σεξ επί πληρωμή με αγνώστους. Ότι συναντιέται με άντρες σε πολυτελή ξενοδοχεία στην Αθήνα και την επαρχία και πληρώνεται για να κάνει σεξ μαζί τους.

Σχόλια:
- ΑΥΤΗ Η ΚΟΠΕΛΑ ΔΕΝ ΘΑ ΕΧΕΙ ΚΑΛΟ ΤΕΛΟΣ ΕΧΕΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΑΥΤΗ Η ΚΟΠΕΛΑ ; ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΓΑΠΗΣΗ ΚΑΙ ΝΑ ΑΓΑΠΗΘΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΟΙΞΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ; ΤΙ ΘΑ ΛΕΕΙ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ;
- Αμάν ρε κομπλεξικοί, σιγά μην είναι η κοπέλα βίζιτα, επειδή γύρισε μία ταινία; Σιγά... Το βγάλαμε το συμπέρασα, βίζιτα. Έλεος, μη δείτε ωραία και πετυχημένη
- 2000-3000 eyrw ti vradia pernei oli i ellada to kserei o pateras tis twrA to katalave ; anergia yparxei tina kanei to koritsi;; - asxeto alla einai panemorfi s auti ti photo! - Kαμια δουλεια δεν ειναι ντροπη

  1. - Φοβερός ο Σλάνγκογλου! Τι λήμματα! Τι ορισμοί!
    - Ποιος; Η βιζιτού; Ο την μέρα ενάρετος Σλάνγκος και τη νύχτα κάνω βίζιτες; Να τον προσέχεις, θα σε παρασύρει κι εσένα στον βούρκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των ηχοληπτών και κατ’ επέκταση και των μουσικών, κιλό είναι η ελληνοποίηση του κιλοβάτ (kilowatt). Με αυτήν μετριέται η ενέργεια το ήχου που βγάζει ένα συγκεκριμένο σύνολο εξοπλισμού (ενισχυτές-ηχεία κλπ).

Είναι αρκετά μεγάλο μέγεθος και γι’ αυτό συνήθως αναφέρεται σε ηχητικές εγκαταστάσεις για συναυλίες. Για να γίνει κατανοητό, η πηγή μου αναφέρει, σαν μέτρο σύγκρισης, ότι για μία μουσική σκηνή για έντεχνα και λαϊκά σε χώρο 350 ατόμων ο ήχος είναι 2,5 - 3 κιλά.

Η λέξη, όπως πληροφορεί ο Τριανταφυλλίδης, είναι αντιδάνειο μέσω της γαλλικής από το πρώτο συνθετικό χιλιο- (π.χ. χιλιόγραμμο, kilogramme).

- Για να καταλάβεις, στα σκυλάδικα δουλεύουν με πολλά κιλά. Για να μην καταλαβαίνει ο κόσμος μουσικές, παιξίματα, φωνές και τέτοια, να ξεσηκώνεται και να πετάει λουλούδια. Μόνο η μπότα σ’ ένα σκυλάδικο που ξέρω και μόνο πάνω στο πατάρι έχει ένα κιλό!
- Νταχάου τελείως για τους μουσικούς ε;
- Κουφοί κατεβαίνουν από κει πάνω. Στις συναυλίες είναι ανάλογα με την μπάντα.
- Δηλαδή;
- Ας πούμε, εντελώς τυχαία τώρα για την Ελλάδα, ο Ιωαννίδης παίζει με λίγα κιλά, κάτι U2, κάτι Scorpions που κλείνουν βέβαια και δεκαπλάσιους χώρους βάζουν τα κιλά με τους τόνους, κυριολεκτικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα της νύχτας, των μπράβων κλπ κλπ δουλεύω απέναντι με κάποιον (και όχι σε κάποιον) σημαίνει ότι δουλεύουμε για αντίπαλα αφεντικά, για αφεντικά που βρίσκονται σε πόλεμο ή που ετοιμάζονται για πόλεμο (η χωροταξική προέλευση του όρου προφανώς έχει να κάνει και με μοιράσματα επικρατειών προστασίας κλπ).

Οι μπράβοι (όχι απαραίτητα φουσκωτοί) λένε ότι «έχουμε πολεμήσει μαζί» για κάποιον που έχουν δουλέψει την ίδιο περίοδο για το ίδιο αφεντικό και έχουν βρεθεί μαζί σε δύσκολες καταστάσεις (πόλεμο συμμοριών) ή σε μπλεξίματα με την αστυνομία κ.λπ., γενικά στα ζόρια, κάτι που δημιουργεί μεταξύ τους δεσμούς ορισμένου είδους. Από την άλλη, όταν δουλεύουν απέναντι με τους μπράβους του άλλου αφεντικού συγκρούονται, σφάζονται και σκοτώνονται. Και αυτό δημιουργεί πολλές φορές και προσωπικές έχθρες που κρατάνε και στον καιρό της ειρήνης ή μάλλον της ανακωχής, όταν και αν αυτή κάπως επέλθει, και σε κάθε περίπτωση ακόμα κι όταν οι δουλειές και τα αφεντικά αλλάζουν.

Σε γενικές γραμμές, το να μην έχεις δουλέψει απέναντι με κάποιον δημιουργεί ευνοϊκό έδαφος για να δουλέψεις μαζί του, στο βαθμό που σημαίνει και ότι δεν έχουν παιχτεί «προδοσίες» (αλλαγές στρατοπέδων, αυτομολήσεις κ.λπ).

Στάθης: Με το Σάκη, που λες, μπορεί να χαθήκαμε και να χαλαστήκαμε...
Λάκης: Γιατί ρε συ Στάθη;
Στάθης: Κουβέντες και λόγια... μαλακίες, τώρα, ακούς μαλακίες και τέλος πάντων, μπορεί αυτό και το άλλο, αλλά ποτέ δε δουλέψαμε απέναντι με το Σάκη....
Σάκης: Ναι ρε, με το Στάθη έχουμε πολεμήσει μαζί ρε φίλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιός στο κουρμπέτι, αυτός που έχει φάει τη πιάτσα με το κουτάλι.

Διακρίνεται για την ανήσυχη φύση του που συχνά τον οδηγεί σε περιπέτειες αλλά λόγω της πολύχρονης εμπειρίας του στη νύχτα ελίσσεται και καταφέρνει πάντα να τη βγάζει λάδι.

Ο Βετεράνος χρειάζεται πάντα εναν παρτενέρ, πλάτη για τα καμώματά του.

— Καλά ο Τέο ξέφυγε χθές πάλι, το έμαθες;
— Τι έκανε πάλι;
— Βγήκαμε σε ένα μπαρ και ήπιε μια κάβα, μετά πλακώθηκε με κάτι τύπους για μια γκόμενα, μετά ήθελε να πάμε σε στριπτιτζάδικο γιατί ήθελε χορό λέει, πήγαμε και εκεί, και γυρίσαμε τελικά 11 η ώρα το πρωί σα τα κουρέλια.
— Βετεράνος...

(από Khan, 16/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο οφθαλμοπόρνος, ο μπανιστηρτζής, είτε μεγάλος είτε μικρός τυμπανιστηρτζής, αυτός που κάνει μάτι, προφάνουσλυ επειδή κοιτάζει μέσα από γρίλιες. Το απαθανάτισε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο Ο Κουραδοκόφτης ως σλανγκ φυλακοβίων στα σέβεντηζ με προέλευση από λαχαναγορά. «Μια ακτίδα φως περνά τις γρίλιες και σβήνει αυτά που γίναν χτες, πώς μπλέκουν έτσι οι ιστορίες, και των ανθρώπων οι ζωές! Μες στο φτηνό ξενοδοχείο και στα σεντόνια των πολλών, μες σε καθρέφτες δίχως μνήμη, θα τελειώσουμε λοιπόν!», όπως τραγουδούσε η όλες οι Μάρθες Βούρτση πάνω μου Λιζέτα Καλημέρη.

  2. Παρ' όλαφ τα, το γριλάκιας απαντάται και ως αργκό κλεφτών για να δηλώσει τον διαρρήκτη που δουλεύει νύχτα και ανοίγει γρίλιες παραθύρων με μικροεργαλεία. (Δες). Πιθανόν και αυτή η σημασία να έχει καταγραφεί από τον Πετρόπουλο στο Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη.

Αφιερούται τω Βικαρίω, τω μεγάλω ακιάκιει.

Δες
Πρίν από μερικά χρόνια όταν η λέξη λαθρομετανάστης ήταν άγνωστη στους περισσότερους Αθηναίους όπως
και οι λαθρομετανάστες επίσης, υπήρχε μια «τάξη»
στην εγκληματικότητα.
Μια συμφωνία Κυρίων και Κυριών.
Οι τραβεστί είχαν πιάτσα στη Συγγρού λίγα αγοράκια
στην Πλατεία Κουμουνδούρου και τα δικά τους μαγαζιά
τόπους συνάντησης και διασκέδασης στου Ψυρρή και μετά
στο Γκάζι.
Οι φτηνοί οίκοι ανοχής με Ελληνίδες πάντα στη Φυλής, στην Ιάσωνος,
στην Κεραμεικού,
οι μεσαίοι στα στενά της Πατησίων και οι πολυτελείας στο Κολωνάκι.
Σωστή χωροθέτηση που εξυπηρετούσε τους πάντες.
Εκδιδόμενες-ους, πελάτες και Αστυνομία.
Τα πάντα με πρόγραμμα όμορφα και ήρεμα.
Προσαγωγές για παραβάσεις ρουτίνας.
Ασφαλώς υπήρχαν και οι ληστές και οι διαρρήκτες στην πλειοψηφία
τους όμως τσακωμένοι με τη βία και με τα όπλα.
Όμορφες δουλειές.
Ο γριλάκιας που έμπαινε στα σπίτια σπάζοντας δύο γρίλιες
στο παράθυρο και ανοίγοντας το τσεμπερέκι (μάνταλο) με το
κατσαβίδι.
Άνοιγε έμπαινε στα νύχια άοπλος ούτε καν με σπρέϋ ύπνου
έπαιρνε κάτι τι και την κοπάναγε.
Την άλλη ημέρα στην Ασφάλεια οι σεσημασμένοι γριλάκηδες
παρόντες για καφέ.
Μετά από κανά δυό ώρες «εντάξει εγώ ήμουνα κυρ αστυνόμε»
και τελείωνε.

Προσοχή στον γριλάκια, Λιζέτα! (από Khan, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη χρησιμοποιείται για να αναφερθεί υποτιμητικά στα απανταχού νυχτερινά κλαμπ. Αποτελεί μία σύνθεση των λέξεων κλαμπ και καγκουριά.

Με αυτόν τον τρόπο υπονοείται ότι στα trendy κλαμπάκια συχνάζουν κατ' αποκλειστικότητα απελπισμένοι κάγκουρες και ξέκωλες χαζογκόμενες, που στόχος τις διασκέδασης τους παραμένει πάντα η αυτοεπιβεβαίωση του: «Κοίτα πως το κουνάω! Μα πόσο γκόμενος/α είμαι τελικά!».

Εντάξει μωρή Λίτσα κανόνισε να βγούμε, αλλά κάπου χαλαρά... ξέρεις ότι δεν τις μπορώ τις κλαμπουριές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αντιστοιχία με τους παλαίμαχους πυγμάχους, που λίγο πριν αποσυρθούν κρεμάνε τα γάντια τους, η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον σκοπό κάποιου να αποσυρθεί από τη νυχτερινές κραιπάλες.

Τονίζεται ότι για να έχει νόημα η έκφραση, πρέπει ο λέγων να είναι παλιός στη νύχτα. Να την έχει φάει με το κουτάλι. Να έχει υπάρξει ντόπερμαν ή καρχαρίας.

Για να μεγιστοποιηθεί το δράμα, η φράση αυτή συχνά συνοδεύεται από ατάκα γνωστής σειράς ταινιών: I'm too old for this shit.

- Τελευταίο μου καλοκαίρι αυτό. Από Σεπτέμβριο κρεμάω τα σφηνάκια μου. I'm too old for this shit.
- Και τι θα κάνεις δηλαδή;
- Λέω να κάνω πρόταση γάμου στη Μαρία... να πάρω κανά σπιτάκι... να κάνουμε κανά κουτσούβελο... να ηρεμήσω.
- Ηρέμησε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπομπάρισμα καλείται η πράξη νόθευσης αλκοολούχων ποτών, κυρίως χυμών Σκωτίας, με σκοπό τη μετατροπή τους σε μπόμπες.

Το μπομπάρισμα ως τακτική αποφέρει μεν βραχυπρόθεσμα κέρδη στον επίδοξο βομβιστή (ή καλύτερα μπομπιστή) μπάρμαν ή ιδιοκτήτη μπαρακίου, αλλά μακροπρόθεσμα θα έχει μάλλον αρνητικά αποτελέσματα στον τζίρο, καθ' ότι οι θαμώνες μία την πατάνε, δύο την πατάνε, την τρίτη δεν ξαναπατάνε. Ή τουλάχιστον δεν θα 'πρεπε να ξαναπατάνε αν ήξεραν τι 'ναι καλό για το συκώτι, το στομάχι και το επόμενο πρωϊνό.

Το μπομπάρισμα συχνά δεν περιορίζεται μόνο στα αποστάγματα βύνης. Ακόμη και οι λεγόμενες βαρελίσιες μπύρες –το κατ'εξοχήν νούμερο ένα καταναλωτικό προϊόν, κατάλληλο για όλα τα γούστα, τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις ηλικίες άνω των 18– μπομπάρονται για λόγους οικονομίας, με αποτέλεσμα, όπως είχε πει κι ένας σοφός άνθρωπος, «τι πράγμα 'ν' αυτό ρε φίλε, μία πίνεις, πέντε κατουράς».

Εννοείται φυσικά πως η τιμή δεν διαφοροποιείται μεταξύ του μπομπαρισμένου και του καθαρού. Αλλά λόγω κάποιου μυστήριου μηχανισμού, ενίοτε ο καταναλωτής καταφέρνει από 'να σημείο και μετά να αναγνωρίζει τη διαφορά στη γεύση και στο πρωϊνό ξύπνημα. Οι χρόνιοι καμένοι και κατεστραμμένοι εξαιρούνται του φαινομένου αυτού.

  1. Ως μπομπάρισμα αποκαλείται γενικά η νόθευση, ή (σε καθαρά ιδεολογικό επίπεδο) η παραπληροφόρηση, η πλύση εγκεφάλου κλπ. (Βλ. παραδείγματα 3 και 4).

Παράγωγα: μπομπαρισμένος, , -ο. Ρήμα: μπομπάρω, ενίοτε δε και μπομπαρίζω.

  1. Το έχεις ψάξει, στην νέα σου δουλειά, αν έχουν όλοι κανονικές άδειες λειτουργίας; και τα ποτά καθαρά ή μπομπαρισμένα; και σε τι τιμές; (Εδώ)

  2. Ο αντίπαλος. Το κόκκινο, το απλό, δεν μπορώ να το πιώ. Μου φαίνεται γρέντζο, νομίζω πως κατεβάζω και καρφιά στο λαιμό. Το μαύρο (12) είναι αξιοπρεπές, αλλά πολύ συνηθισμένο σαν μπομπαρισμένο ειδικά σε τσιφτεντελάδικα (20/30). Το πράσινο (15) δεν το ’χω δοκιμάσει, αλλά το Gold, το 18, είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Μου το κάνει δώρο κάθε χρόνο ο φίλος μου ο ζωγράφος και το απολαμβάνω. Νέκταρ. Συστήνεται ανεπιφύλακτα. (27/30) (αν το βρείτε γύρω στα 52-55 ευρώ είναι μια καλή τιμή, πάρτε το). (Εκεί)

  3. ΔΗΜΗΤΡΗ(ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΕ),ΚΑΙ «ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΕ», ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΑ ΤΟΥΣ ΤΑ ΛΕΤΕ!!!
    ΤΕΤΟΙΟ ΜΠΟΜΠΑΡΙΣΜΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ ΥΙΟ ΜΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΑ ΝΑ ΤΟΥ ΚΑΝΩ.
    ΑΥΤΟΙ ΞΥΠΝΟΥΣΑΝ, ΚΟΙΜΟΝΤΟΥΣΑΝ, ΤΗΝ ING ΕΙΧΑΝ ΣΑ ΘΕΟ ΤΟΥΣ.
    ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΜΠΑΖΑ. ΟΙ ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΜΑΣ ΘΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ, ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΚΑΙ ΤΕΤΟΙΑ.
    ΤΩΡΑ ΠΑΛΗΚΑΡΑΚΙΑ ΤΗΣ «ΦΑΚΗΣ» ΤΙ ΛΕΤΕ;
    ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΣΑΣ ΝΑ ΣΑΣ ΣΩΣΕΙ;
    ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΜΟΥ ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΛΕΝΕ;
    «ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ» (Παρακεί)

  4. Γεροντική τρόμπα και άγιος ο θεός των αφισών υπέρ του χουντόδουλα. Α! Ρε αποτυχημένοι τρόμπες, που θα μιλήσετε για σωστό μπομπάρισμα.
    ΟΥΣΤ. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified