Οφθαλμολογική πάθηση που πήρε το όνομά της από το εξωτικό πτηνό τουκάν (βλ. και μήντιο). Για πρώτη φορά τουκανισμός διαγνώστηκε σε Βέλγο φυσιοδίφη, ο οποίος περιέγραψε το εξωτικό αυτό πουλί ως «το πτηνό με το χαρακτηριστικό μαύρο φτέρωμα», αγνοώντας πλήρως τη μύτη του.

Στη σημερινή εκδοχή της η πάθηση προσβάλλει χρήστες του internet που αφήνουν σχόλια σε οπτικό υλικό (φωτογραφίες, βίντεο youtube κυρίως, κλπ). Κατά κύριο λόγο ευάλωτοι είναι αστειάτορες χρήστες, αλλά όχι μόνο. Το βασικό σύμπτωμα της πάθησης είναι το εξής: σε μια συγκεκριμένη φωτογραφία ή βίντεο που κυριαρχεί ολοφάνερα ένα δυνατό οπτικό ερέθισμα (κυρίως γκόμενες-τούμπανα, αλλά όχι μόνο, σε κάθε περίπτωση 99% σεξ και βία) κάποιος προσέχει και σχολιάζει ασήμαντες λεπτομέρειες, του φόντου και γενικότερα (λ.χ. σε βίντεο όπου τρελό μωρό webcam γδύνεται στο you tube, κάποιος σχολιάζει το φωτιστικό δαπέδου στην άκρη του πλάνου).

Για να δείτε αν πάσχετε από τουκανισμό κάντε το εξής τεστ: τι βλέπετε στη φωτό 1;

Για την ιστορία, τουκανισμό εκδήλωσε ο χρήστης του slang.gr Βράσταμαν στη συγκεκριμένη φωτό που αναρτήθηκε συνοδευτικά στη φωτό του λήμματος μύτινγκ.

Ο τουκανισμός είναι ένας δύσκολος ομολογουμένως όρος που έψαχνα για να περιγράψω το φαινόμενο αυτό της εποχής του διαδικτύου των σχολιαστών.

— Έλα να δεις ρε μαλάκα ένα βιντεάκι... καύλα ε;
— Πωπω ρε συ... κι εγώ ένα τέτοιο κλανί θέλω να βάψω τον τοίχο μου...
— Καλά ρε, τουκανισμό έχεις να 'ούμε;... Άπαπαπα, τι κωλαράκι είναι αυτό ρε συ...
— Είναι πολύ ακατάστατο το δωμάτιο... ειδικά αυτό καλάθι με τα άπλυτα στη μέση...
Μάστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από μια διαφήμιση της Ηλεκτρονικής Αθηνών, όπου ο Αλέκος ήταν το κορόιδο που είχε πληρώσει ακριβότερα και τον κορόιδευαν οι φίλοι του, έχει μείνει να το λέμε όταν κάποιος πιάνεται κότσος. Αλλά και πιο πριν από την διαφήμιση υπήρχε η έκφραση «κάνω τον αλέκο», που σημαίνει «κάνω την πάπια», (κάνω τον κινέζο, κάνω την κυρία), δηλαδή κάνω επίτηδες τον χαζό. Οπότε ο αλέκος γενικά σημαίνει το χαζούλη, είτε πραγματικό, είτε επίτηδες.

  1. - Έλα Αλέκο, πόσες μέρες είπαμε θα δουλεύεις την εβδομάδα; Πόοοσεεες;;;;

  2. - Έλα Αλέκο, πότε είπαμε θα βγεις στη σύνταξη; Πόοοοοοτε;;;

  3. Επί χρόνια έκανε τον αλέκο και έπαιρνε ως άγαμη κόρη τη σύνταξη του μακαρίτη, ενώ δούλευε κιόλας μαύρα, και τώρα μας κάνει την επαναστάτρια.

(από Khan, 03/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέλεχος είναι ο χαρακτηρισμός ενός εργαζομένου, τον οποίο η εταιρεία στην οποία εργάζεται τον έχει πιάσει κορόιδο ή κότσο.

Ως στέλεχος χαρακτηρίζει μια εταιρεία έναν εργαζόμενο όταν:

  1. Του δίνει ένα τίτλο τύπου manager και άλλες τέτοιες παπαριές,
  2. Τον αμοίβει με κατιτίς παραπάνω από το κανονικό της σύμβασης αλλά
  3. Τον φορτώνει με περισσότερες ευθύνες,
  4. Τον βάζει να δουλεύει 12ωρα και 15ωρα ή Σαββατοκύριακα και
  5. Δεν του πληρώνει τις υπερωρίες που δικαιούται.

Ο εργαζόμενος νιώθει μεγάλο στέλεχος = κορόιδο όταν διαπιστώσει ότι αν δούλευε σαν ένας απλός εργαζόμενος και πληρωνόταν τις υπερωρίες του και πιο πολλά θα έβγαζε και δεν θα τον πρήζανε τόσο και θα ήταν καλύτερα στην προσωπική του ζωή.

- Γιώργο , πήγα τώρα στον διευθυντή μου και του είπα ότι δεν μπορώ να έρθω και το άλλο σαββατοκύριακο στην δουλειά γιατί έχω κάποιες σημαντικές κοινωνικές υποχρεώσεις. Και ξέρεις τι μου απάντησε; Ότι δεν γίνεται να λείψω γιατί είμαι σημαντικό κομμάτι στην εταιρεία, ότι η εταιρεία έχει επενδύσει πολλά πάνω μου και άλλα τέτοια...
- Σε βλέπω και σε θαυμάζω. Μπράβο σου Γιάννη! Είσαι μεγάλο στέλεχος!
- Ρε σύ Γιώργο δεν κόβεις το δούλεμα που τα έχω πάρει στο κρανίο! Άντε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Εννοείται είμαι στον κόσμο μου) Είμαι αφηρημένος, έχω προβλήματα επικοινωνίας και εκτίμησης, έχω ψευδείς ή αφελείς (κοινωνικές ή άλλες) αντιλήψεις.

Επιτατικά: στην (καρα)κοσμάρα μου. Συνώνυμα: (είμαι) αλλού, δέν επικοινωνώ.

  1. Από τότε που μπήκαμε τον έχει φάει με τα μάτια της κι αυτός στον κόσμο του.

  2. Σε δύο μήνες δίνει πανελλήνιες και τώρα τού 'ρθε να ξεκινήσει μαθήματα πιάνου. Στον κόσμο του, κανονικά.

  3. Καλά, πού ζεις; Νομίζεις ότι με το που τέλειωσες τη σχολή και βρήκες δουλειά θα βγάζεις αρκετά να πιάσεις σπίτι μόνος; Στο κόσμο σου είσαι μου φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εν αρχή ην το ανέκδοτο:
Ένας Χριστιανός, ένας Μουσουλμάνος κι ένας Εβραίος προσπαθούν να πείσουν ότι ο Θεός που πιστεύει ο καθένας είναι ο καλύτερος.
Λέει ο πρώτος: "Ξεκίνησα να πάω κάπου με την βαρκούλα μου και με έπιασε μια καταιγίδα, έπεσα με την μία, έκανα προσευχή και έγινε θαύμα, γύρω-γύρω φουρτούνα, στη μέση που ήμουν εγώ η θάλασσα ήρεμη και ωραία.
"Ε, εντάξει" λένε οι άλλοι.
Πάει ο δεύτερος και λέει: "Εγώ ήμουν στην έρημο, το μεσημέρι με πιάνει μια αμμοθύελλα, πέφτω λέω Αλλάχ, Αλλάχ, Αλλάχ. Στο τρίτο Αλλάχ έγινε θαύμα, γύρω-γύρω αμμοθύελλα, στη μέση που ήμουν εγώ μόνο άσφαλτο που δεν μας έστρωσε".
"Ε, εντάξει" λένε οι άλλοι.
Πάει ο τρίτος και λέει: "Σάββατο πήγαινα στην συναγωγή, όπως πάω να κάτσω να πάρω μια ανάσα σε ένα παγκάκι, έρχεται μια γκομενάρα δίπλα μου και θέλει να την πηδήξω, σκέφτομαι είναι Σάββατο, αχ Σάββατο δεν επιτρέπεται να κάνω ούτε σεξ, ε πέφτω κάνω μια προσευχή και γίνεται θαύμα, γύρω-γύρω Σάββατο και στη μέση, που πήδαγα εγώ, Κυριακή". (α χα καλό, ε;)

Το εν λόγω ανέκδοτο, δραματοποιημένο εντέχνως.


Γύρω γύρω Σάββατο (και στη μέση Κυριακή). Χρησιμοποιείται για να εκφράσει:

  • Την ελπίδα: Όταν όλα γύρω φαίνονται μαύρα, δυσάρεστα, αδιέξοδα, τα σκιάζει η φοβέρα και τα πλακώνει η σκλαβιά, υπάρχει τόπος φωτεινός, αισιόδοξος κι ελπιδοφόρος, δε χάθηκαν όλα, γίνονται και θαύματα, το καλό θα νικήσει.
    Γύρω γύρω Σάββατο, στη μέση Κυριακή - ο τίτλος στην ανάρτηση του φωτογράφου
  • Την πουστιά: Κατάσταση κατά την οποία σε αντίξοο περιβάλλον δημιουργείται βολικός και προστατευμένος θύλακας εξυπηρέτησης συμφερόντων, με στρέβλωση των κανόνων που θα έπρεπε να ισχύουν για όλους, χρησιμοποιώντας μια αληθοφανή έως εξωφρενική δικαιολογία.

  • Την κοσμάρα: Ενίοτε, δημιουργία μιας νέας πλαστής πραγματικότητας ινσέψιο, ώστε να μπορούμε να χτενιζόμαστε με την ησυχία μας, ενώ γύρω γύρω ο κόσμος καίγεται.

Μετά την καθιέρωση του λήμματος, χρησιμοποιείται και στο πιο χαλαρό, "γύρω γύρω" (ο χαμός) "και στη μέση" (ό,τι να 'ναι).

Σχετικά: θαύμα-θαύμα!

Γύρω γύρω Σάββατο αλλά για μας είναι Κυριακή. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κατακλυστεί από την πρόσκληση για μεγάλα συλλαλητήρια σε όλες τις πλατείες της χώρας [...] Εν τούτοις, η ΠΟΣΠΕΡΤ [...] ανακοίνωσε στην Αθήνα, άλλη συγκέντρωση, την ίδια σχεδόν ώρα (στις 5.30) στο Ραδιομέγαρο της Αγίας Παρασκευής [...] (σχόλιο εδώ)

ΔΝΤ: Γύρω-γύρω Σάββατο και στη μέση Κυριακή. (τίτλος εφημερίδος, εδώ) [...] η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται διπλάσια από αυτήν της Γερμανίας, ενώ για την Γαλλία αναμένεται ανάπτυξη 1% και για την Ιταλία παραμονή σε ύφεση.

Θαύμα!!!! Γύρω – γύρω Σάββατο και στη μέση Κυριακή!!! Πλειστηριασμοί παντού… εκτός από το Mega (κι άλλο πολιτικό σχόλιο εδώ)

Γύρω γύρω το αλαλούμ με τις μετεγγραφές και τα κενά στα σχολεία …και στη μέση οι παιδόφιλοι! (σε πιο ελεύθερη χρήση - εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified