Further tags

Ο αφελής, ο κοροϊδίσιος.

- Στην αρχή τα χρειάστηκα, αλλά μόλις κατάλαβα πως είναι λάγιος, τού 'σκασα ένα παραμύθι και μάσησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ευκολόπιστος, ο συνήθως αφελής.

- Πολύ ψάρι αυτός ο Γιάννης, του είπα ότι έχω γαμήσει την Παπαρίζου και με πίστεψε.

Δες και ψάριν στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανόητος, ο αφελής.

- Έλα 'δω ρε ματζαφλάρα, να σου πω εγώ τι να κάνεις ...γιατί εσύ όλα θάλασσα τα κάνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εύπιστη κοπέλα.

  1. – Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
    – Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...

  2. Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζός, ο αφελής, ο ελαφρύς.

Ανέκδοτο:

Ήταν ένας Γερμανός, ένας Αμερικάνος και ένας Μπάμπης...

Δες και τάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοβαροφανές αλλά γελοίο άτομο, φλώρος που το παίζει ξύπνιος.

— Ε τώρα χωρίς πλάκα, πώς θα σ' το γλείψει αν δεν του βάλεις πρώτα αποσμητικό;...
— Άκου ρε τον τάκη ρε τι λέει ρε, να ψεκάζουμε το πουλί μας άξ! Φύγι' απο δώ ρε άπλυτε...

Συνώνυμα: εξυπνίδης. Δες και μπάμπης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δε καταλαβαίνει, δεν αισθάνεται πως να συμπεριφερθεί σε διάφορες καταστάσεις. Ο αναίσθητος, ο χαζός.

- Τι έγινε και είσαι τσατισμένος πάλι;
- Τι να γίνει ρε Γιάννη; Μαλακίζεται ο συγκάτοικος... Με βλέπει χθες βράδυ με την γκόμενα σπίτι και αντί να πάρει δρόμο για δυο ώριτσες, φώναξε κάτι φίλους του σπίτι να πιούνε και μας κάνανε χαλάστρα...
- Έλα ρε! Άνιωθος εντελώς ε!;

Βλ. και νιώθω, ανιωθίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανόητο και αφελές παιδί...

Βρε κουτάβι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς και χάφτας, είναι ο τύπος που τον σέρνει η γκόμενα όπου αυτή θέλει και γενικότερα τον κάνει ό,τι θέλει.

Κοίτα ρε τον χάφτα πώς τον σέρνει απ' τη μύτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που έχει χαζέψει από κάποια γκόμενα, η οποία τον κάνει ό,τι θέλει.

  2. Αυτός που χαζεύει βλέποντας γκόμενες στην τηλεόραση, στον δρόμο, στα μαγαζιά κτλ.

  1. - Πάλι μας έφτυσε για να βγει με την γκόμενά του ο χαζομούνης ο Νίκος!

  2. - Ξεκόλλα ρε χαζομούνη από το πιπινάκι και πάμε να φύγουμε!

Ένα τραγούδι αφιερωμένο στον χαζομούνη του πρώτου παραδείγματος! © Cunning Linguist ;)  (από Cunning Linguist, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified