Χρησιμοποιείται και ευρύτερα από τον έτερο ορισμό που θίγει την εμφάνιση μύγα.

Το λέμε ως βρισιά για άνθρωπο που είναι τιποτένιος, ανάξιος λόγου, ουτιδανός, όπως και τα μυγοκούραδο, μυγόχεσμα και το μυγόφτυσμα, από το οποίο είναι μάλλον «σωστότερος» και συνηθέστερος τύπος.

Επίσης, θίγει και εμφανισιακά χαρακτηριστικά. Λ.χ. μικρόσωμο ή νεαρό άτομο. Η κοπέλα που είναι μικροκαμωμένη και ωσεκτουτού δεν προκαλεί εμπιστοσύνη ότι θα είναι σεξουάλα στο κρεβάτι (ενίοτε όμως εκπλήσσει). Ή γυναίκα μοντελέ ανορεξικιά.

  1. Κανει και γουαιλντ σεξ το κινεζικο μυγοφτυμα. Σε λιγο θα μας πεσει ο τοιχος-γυψοσανιδα στο κεφαλι. (εδώ).

  2. Ενιωσα αηδια και αποστροφη οταν ειδα την Γκαγκα να χρησημοποιει το πιανο του τεραστιου John Lennon ή οταν αυτο το μυγοφτυμα ο Bieber ειπε οτι δε θα δεχοταν να συνεργαστει με καλλιτεχνες οπως π.χ. η Mariah Carey (σαφως πιο καταξιωμενη και επι πολλα χρονια επιτυχημενη τραγουδιστρια). (εδώ).

  3. για αυτο ειχα κανει το ερωτημα. πως μια πραγματικα ωραια γυναικα οπως η καρυδη λογω μη στυλ δεν βγαζει την σεξουαλικοτητα που θα επρεπε σε σχεση με την ομορφια της και την βγαζει το μυγοφτυμα η ηλιακη. (εδώ).

Μυδασίστ: Βράσταμαν. (από Khan, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παντελώς ασήμαντος και τιποτένιος άνθρωπος, αυτός που είναι ακόμη πιο ουτιδανός κι από ένα μυγοκούραδο ή ένα μυγόχεσμα.

  1. Τα μυγοφτύσματα ΔΕΝ είναι σημεία στίξης. (από Facebook).

  2. Μαλακιασμενη, παλιοχαμουρα, μυγοφτυσμα, μπαζοθυελλα, κολομπαμπουρα! Που θα με πεις εμένα παιδαρέλι μωρή! (εδώ)

  3. εχουμε τοσες γυναικαρες στην ελλαδα και μοντελα και παρουσιαστριες είναι δυνατον να ασχολουμαστε με το μυγοφτυσμα (εδώ).

(από Vrastaman, 09/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

και μουνόψειρας.

Κατ' επέκταση των δύο άλλων ορισμών, είναι ο μιζερομίζερος, ο πρωκτικάντζας, ο διυλίζων τον κώνωπα, ο δούλος της ασημαντότητας και της τιποτένιας ανάγκης.

Είναι δηλαδή ο ασήμαντος (ορισμός β' oneiros) που, όσο μέγεθος -κυριολεκτικά και μεταφορικά- του λείπει (ορισμός α' oneiros), τόσο φορτικός γίνεται (ορισμός hank), επιμένοντας με μικροπρέπεια και μιζέρια για τις μικρότητες και τις μιζέριες του.

Να πούμε ότι δε ρήαλ θινγκ, η αληθινή δηλαδή μουνόψειρα, είναι κάτι λίαν υπαρκτό και υποτίθεται σχετικά εύκολο να το κολλήσεις, μπελαλίδικο να το διώξεις.

Διαβάζουμε στο νέτι: «Η μουνόψειρα μεταδίδεται κύρια με την σεξουαλική επαφή. Θεραπεύεται με ειδικά φάρμακα με κύριο χαρακτηριστικό την επανάληψη της θεραπείας μετά μια βδομάδα για την πιθανότητα υποτροπής. Τα αυγά αποκολλούνται με ξύδι, πετρέλαιο και ειδική κτένα. Εχει χρώμα σκούρο καφέ, σχήμα στρογγυλό και κολλάει με μεγάλη δύναμη πάνω στο δέρμα και στις τρίχες του εφηβαίου με ειδικά άγκιστρα που εχει στα πόδια της. Τα αυγά της είναι σκούρου χρώματος, γερά κολλημένα πάνω στις τρίχες. Η τρίχα του εφηβαίου μπορεί να προχωρήσει και σε άλλα σημεία του σώματος. Δημιουργεί σκούρες μπλε κυλίδες στην κοιλιά του παθόντος με το σάλιο που εκκρίνει και παρουσιάζει έντονο κνησμό.»

  1. ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ-ΜΟΥΝΟΨΕΙΡΑ ΚΑΤΣΙΚΩΜΕΝΗ ΣΤΟ ΑΙΔΙΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

  2. Ο μουνόψειρας
    Στίχοι: Σπύρος Γραμμένος
    Μουσική: Σπύρος Γραμμένος
    Πρώτη εκτέλεση: Μάγια Μελάγια
    δες εδώ

αμφοτέρατα από το δίχτυ

(από joe909, 08/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τιποτένιος, μηδαμινός, ασήμαντος, ευτελής, ανάξιος λόγου ή προσοχής.

Το μικρό μέγεθος και η σχετικά χαμηλή τιμή των οσπρίων, παρά την σημαντική διατροφική τους αξία, τους προσέδωσαν αυτή την δευτερεύουσα απαξιωτική εννοιολογική σημασία.

- Ασταδιάλα ρε. Όσπριο !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ασήμαντος, χαζός ή τιποτένιος.

Εκ του αρχαίου κνώδαλον (άγριο πλάσμα, κτήνος].

  1. - Άντε να μου χαθείς ρε κνώδαλο. Ούτε μια σωστή δουλειά δεν μπορείς να κάνεις ντιπ άχρηστος είσαι!

  2. Ο Π. Ζερβός αποκαλεί κνώδαλο τον Ν. Ηλιόπουλο στην ταινία «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες». Στο έργο επίσης εξαπολύονται τα εξής κοσμητικά επίθετα:

  • Όρνιο
  • Ρεντίκολο της κοινωνίας
  • Κνώδαλο
  • Μούλωξες ρε κοπρόσκυλο
  • Αίσχος του Κουτσόπυργου
  • Ρεζίλ μπασή
  • Ανάπηρο κορμί
  • Άχρηστο τομάρι
  • Τρεμουλιασμένο ψωρόγιδο
  • Ψοφίμι
  • Ψοφάλογο
  • Ζοντόβολο
  • Καρνάβαλε
  • Αρχιρεζίλι του Κουτσόπυργου και αίσχος των Κοντογιώργηδων
  • Τρεμολέων
  • Αίσχος της φαμίλιας μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς το μυγοκούραδο. Δηλαδή ο τιποτένιος, ο ουτιδανός άνθρωπος αξιολογικά, ή ο πολύ μικρόσωμος, ή ο αντιπαθητικός.

(Από το τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά: «Η υβρεοπομπή»):

Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΑΣΜΑ

Φοίβος Δεληβοριάς. «Η Υβρεοπομπή».

Ανήκω κι εγώ στη σωρεία των ανθρώπων
Που βλέπουν το στρατό σαν κάτι άχρηστο εντελώς
Μα ωστόσο διδάχτηκα και επηρεάστηκα
Απ΄ το τάγμα το ανέστιο των υβριστών. Λέω

Υπάρχει μία σκοτεινή κοιτίδα στο Έθνος
Που δύναται λεοντόκαρδα ν΄ αντιπαρατεθεί
Στους έξωθεν κίνδυνους
Σε Φράγκους κι Αγαρηνούς
Και αυτή είναι η Ελληνική υβρεοποιία.

Φαντάσου μια στιγμή μιαν ολονύχτια παρέλαση
Να σχίζει όλη την Εγνατία οδό
Και αντί για ονόματα
Διαιρέσεις σε σώματα
Να ΄ναι συντεταγμένη με αυτό τον τρόπο:

Τα μουνιά καπέλα, οι πάρε τ' αρχίδια μου
Οι την Παναχαϊκή μου και τα χεζοβολιά
Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα
Του κώλου τα εννιάμερα κι οι γάμησέ τα

Ακόμα πιο μπροστά να είναι οι μαλακοκάβληδες
Οι φτωχομπινέδες κι οι πουτάνας γιοι
Με τύμπανα πιο κει οι ηρωικοί κλαπαρχίδηδες
Τα μαλακιστήρια κι οι κλασομπανιέρες.

Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα

Να υπάρχει ένα μεσαίο μέρος με ύβρεις κοινότοπες
Οι άντε και γαμήσου οι παλιοπούστη και λοιπά
Και αντί για ιερατείο να προπορεύονται οι βλάσφημοι
Που αυτά που λεν΄ δεν είναι για να τ΄ αναφέρω.
Τέλος μπροστά μπροστά κι εν είδει παραστάτη
Αγκαλιά η πουτάνα και το γαμώ τα παιδιά
Και μελαγχολικός κρατώντας τίμιο λάβαρο
Ν΄ ανοίγει την πομπή ο εθνικός μαλάκας.

Απόψε που σου γράφω μπαίνω στον μήνα τον ένατο
Στο θάλαμο το ημίφως μου σκεπάζει την ψυχή
Σε θέλω, σε σκέφτομαι κι απλώς ονειρεύομαι
Σε σένα να τελειώνει αυτός ο κάτω κόσμος.

Εγώ που δε βρίζω, που αυτοπεριορίζομαι
Που ψάχνω μες τη γλώσσα μιαν αρχαία πηγή
Δυο χρόνια απ' το χρόνο μου αφήνω τον κόσμο μου
Και ζω στο πίσω μέρος της δημιουργίας

Πληγές, βωμολοχίες κι αλλήλοταπεινώσεις
Κάτω απ΄ τη μπότα ενός επινοημένου διοικητή
Κι εγώ ο αόρατος στη βάση του δόρατος
να κλαίω και να γελάω με την πομπή της ύβρης.

Υβρεοπομπή Φοίβου Δεληβοριά (από Hank, 13/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με χαμηλό ανάστημα, κυρίως ηθικό. Η πατρότητα της λέξης μάλλον ανήκει στον Νίκο Καζαντζάκη.

Ο «υπεράνθρωπος» είναι στο βάθος ένα δειλό ανθρωπάκι, ένα χαμαντράκι. Αυτό είναι συνήθως και το κοινό χαρακτηριστικό όλων των «υπεράνθρωπων». Κι ευτυχώς! Διαφορετικά η γη θα γέμιζε με «Χίτλερ» ή τα φρενοκομεία με παλαβούς! (Γαλάτεια Καζαντζάκη)

Ως την τελευταία στιγμή, παρακαλώντας τον πατέρα της Aγαμέμνονα να μην τη σφάξει, λέει «καλύτερα κακή ζωή παρά ωραίος θάνατος». Mόνο όταν διαπιστώνει πως είναι αμετάκλητα καταδικασμένη, όταν βλέπει ανάλγητο τον ίδιο τον πατέρα της, όταν βλέπει τον Aχιλλέα, το μέλλοντα σύζυγό της, που της υπόσχεται ότι θα τη σώσει, να τα στρίβει και να φέρεται σαν χαμαντράκι, τότε δέχεται να πεθάνει. («H Iφιγένεια πεθαίνει από αηδία...», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21-07-02)

Ναι ρε μακάκα. Αν δεν έρθουμε στο Παγκρήτιο δεν μπορούμε να διαδηλώσουμε ή να την πούμε στα αφεντικά σου. Φοβάσαι ρε τσουτσέκα μη σε κάνουν νταντά οι προϊστάμενοί σου και βάζεις τους ασφαλίτες να μας... τρομοκρατούν μια πάρτη; Είσαι κωλόφαρδος ρε χαμαντράκι επειδή μας πέτυχες πάνω στο «άι σιχτίρι μας» και στην κούραση. Αλλά όλα τελειώνουν σύντομα και να δω μετά (αν πάρεις διαχειριστική παράταση και δε σου δώσουν το σουτ και σένα) πόσο μάγκας είσαι, κλανιάρη. (Από διαδικτυακό φλογοπόλεμο)

Δε βγάνω έξω κανένα - ίδια και χειρότερα είναι τα χαζοπούτανα που χορεύουν πάνω στα τραπέζια τις κοντυλιές σε ρυθμική αγωγή τσιφτετελιού στα κρητικοσκυλάδικα των Αθηνών και τα χαμαντράκια που παριστάνουν τους καπετάνιους με τις κούπες και το μεθύσι, ίδια (μα πιο επικίνδυνοι) οι πλαδαροί πρώην ρηγάδες φτιαγμένοι-μα-κοντά-στην-παράδοση μεσοκαιρήτες που μαζεύονται σε γελοιότητες τηλεοπτικού συναγελασμού και χαζοτραγουδούν ριζίτικα μέσα στο φώ κέφι του στούντιο. (Από διαδικτυακό παραλήρημα)

...το επαίσχυντο ξεπούλημα του ΟΤΕ είναι ένα μεγάλο οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και εθνικό έγκλημα,που θα καταδιώκει στο διηνεκές τους θλιβερούς πρωτεργάτες και τα χαμαντράκια που το εμπνεύστηκαν και από την ιστορική κρίση τουλάχιστον δεν θα μείνει ατιμώρητο! (Από βλόγγο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τελειωμένος, ο τιποτένιος, ο εντελείως άχρηστος, ο βρωμερός (μεταφορικά).

  2. Ο οκνηρός, αυτός που μέχρι να σηκώσει το ένα πόδι έχει βρομίσει το άλλο, που λέγανε κάποτε.

  1. - Άειστοδιέεαολο, πρετεντέρηδες του κερατά, χαφιέδες, που μου ποζάρετε για δημοσιογράφοι και παίρνετε εκπομπές με μισθάρες και κοροϊδεύετε τον κόσμο! - Ηρέμησε αγάπημου, κάθε φορά που ανοίγεις το κουτί θα λες το ίδιο πράμα; Σκέψου και μένα λιγάκι!
    - Δεμπα να μου γαμηθούν, τα ψοφίμια...

  2. Καλό παιδί ο Αντωνάκης αλλά πολύ ψοφίμι ρε πούστη μου... Του είπα να πεταχτεί να μου πάρει τσιγάρα γιατί δεν προλάβαινα και ετοιμαζόταν ένα τέταρτο για να βγει έξω, ώσπου δεν άντεξα και στο τέλος πήγα εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O πιο μικρός, ο πιο ασήμαντος, η τελευταία τρύπα του ζουρνά. Ο οποίος, παρόλαυτα, επιμένει να έχει άποψη και επιμένει να τη λέει, συνήθως σε ακατάλληλες στιγμές. Αν το μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι κώλοι είναι μια φορά απαξιωτικό, το να σε πούνε πορδή του κάβουρα είναι δέκα και βάλε. Διότι, τι κώλο έχει ο κάβουρας; Ή αλλιώς, τι είν' ο κάβουρας, τι ειν' η πορδή του;

Λέγεται και χαϊδευτικά σε πιτσιρίκια - ας πούμε, αν έχουμε να κάνουμε με καμμιά Σουρπουήτσα που είναι μικρομέγαλη.

- Εγώ, θείε, είμαι της γνώμης ότι αυτά τα χαρτιά πρέπει να τα δώσετε. Η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ ...
- Άιντε, βρε κι εσύ, πορδή του κάβουρα ... πετάγεσαι ... ακόμα δε βγήκες απ' το αυγό κι έμαθες κι από χρηματιστήρια ... Ο θείος ξέρει τι πρέπει να κάνει ...
- Ναι, βέβαια, ξέρει ... (την τύφλα του ξέρει ... ο εγκλωβισμένος ... ο καταστρεμμενίδης ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ασήμαντος, αυτός που δεν μετράει.

  2. Ο υπερβολικά κοντός.

  1. - Σκάσε ρε πορδοβούλωμα!

  2. - Με αυτό το πορδοβούλωμα θα βγεις; Αυτός είναι ένα κι ένα μίλκο (ήτοι κάτω του 1, 20 μ.).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified