Από το ρωσικό «νιετ»= όχι, και το ετς, δηλώνει το αντίθετο του «ετς».
Πηγή (τα παράπονά σας στον): GATZMAN.
Σλάνγκος: Αχ, και νά 'χαμε τώρα καμιά σλανγκοφραποχταπολιμπιδιάρα να μας ανάψει!
Συσσλάνγκος: Ετς!
Σλανγκοφοριάζουσα: Νιετς!
Από το ρωσικό «νιετ»= όχι, και το ετς, δηλώνει το αντίθετο του «ετς».
Πηγή (τα παράπονά σας στον): GATZMAN.
Σλάνγκος: Αχ, και νά 'χαμε τώρα καμιά σλανγκοφραποχταπολιμπιδιάρα να μας ανάψει!
Συσσλάνγκος: Ετς!
Σλανγκοφοριάζουσα: Νιετς!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
-Ρε, ο Τάκης έπιασε γκόμενα;
-Τι λε ρε;
-Ναι ρε. Τον είδα στα Γκούντις με ένα νιμού όλα τα λεφτά.
-Unpisteftable. Βρήκε γκόμενα ο Τάκης. Κι εμείς πάλι μπουκάλα...
Και στα Ελληνικά: απιστεύταμπολ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παραφθορά εκ του αγγλικού post-op, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από σύντμηση του post-operation, δηλαδή μετά την εχγείρηση. Όπου βέβαια «εγχείρηση» δεν είναι ούτε σκωληκοειδής απόφυση, ούτε αμυγδαλές, αλλά η αφαίρεση του κάτω συστήματος, της οικογένειας ολόκληρης, μπαργαλάτσου και αρχιδόμπαλων συμπεριλαμβανομένων. Στην θέση τους προφανώς προστίθεται ψωλότσεπη, η επονομαζόμενη και χοάνη, για τους μη μυημένους μουνί.
Το τραβέλι που έχει κάνει το μεγάλο βήμα είναι πλέον ποστόπι, ενώ οι άλλες οι κραγμένες είναι απλά pre-op και άρα έχουν ακόμη ένα στάδιο μέχρι να χαρακτηρισθούν εντελώς τελειωμένες.
Η έκφραση χρησιμοποιείται τόσο για να περιγράψει κυριολεκτικά άτομο της κατηγορίας Αναΐς από το Παναής, όσο και για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά κάποιον που είναι εντελώς φλωρόκουπας και συμπεριφέρεται σαν να μην έχει αρχίδια και τσαγανό.
Το ποστόπι μόνο καταχρηστικά μπορεί πλέον να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως ζμπούτσαμ, στον πούτσο μου λουλούδια και θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, μπορεί όμως θαυμάσια να λέει στο μουνί μου το ιδιότροπο και, αν είναι της περιοχής, μουνί απ' τα Καλάβρυτα.
Απαντάται ενίοτε και στην εισέτι υποτιμητικότερη εκδοχή η ποστόπα, οπότε και συντάσσεται αποκλειστικά με το «ου μωρή».
Προσοχή: Να μη συγχέεται με το τυφλοκόπι. Καμμία σχέση...
- Τι θεόμουνο είναι αυτή η Τζίλντα ρε μεγάλε...
- Νννναι... Τώρα που είναι ποστόπι εννοείς, διότι πριν από λίγο καιρό ήταν ψωλαρέος με βυζιά.
- Τι λες τώρα;!!
- Και πώς να της το πω δηλαδή; Θα πάω έτσι εκεί και θα της το ξεφουρνίσω; Θα με πάρει με τις πέτρες. Πώς να το κάνω; Φοβάμαι...
- Πω πω ρ' αδερφάκι μου, τι ποστόπι είσαι 'συ; Grow some balls ρε μαλάκα! Κι άμα σου πει και τίποτα, ρίξε και κανά δυό ψιλές να κουλάρει το μουνί της λάσπης και του αγρού...
- Σιγά μην πάω να του κάνω θέμα του κυρίου Σκορδοπούτσογλου. Δεκαπέντε τοις εκατό μείωση μισθού δεν είναι και τόσο άσχημα υπό αυτές τις συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης και...
- Ου μωρή ποστόπα! Ου ρε! Χεζμεντέν έτσι; Νταξ ρε μαλάκα, θα πάω μόνος μου να καθαρίσω.
Got a better definition? Add it!
Ο όρος προκύπτει από εκ της αγγλικής λέξης fuck (φακ) που σημαίνει συνουσιάζομαι και της επίσης αγγλικής λέξης backup (μπακάπ), που σημαίνει εφεδρικός, λέξης που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην ορολογία των Η/Υ, με την έννοια του αντιγράφου ασφαλείας των δεδομένων (π.χ. μεταφορά των αρχείων του σκληρού δίσκου σε DVDs, σε άλλον σκληρό δίσκο, στο σκληρό δίσκο ενός άλλου Η/Υ ενός δικτύου Η/Υ, κλπ).
Όταν λοιπόν οι δυο παραπάνω λέξεις (φακ και μπακάπ), παντρεύονται (εκκλησιαστί έσονται εις σάρκα μία), προκύπτει ο όρος φακ απ. Τι θέλει να πει ο Δροσίνης εδώ πέρα;
Όταν εκφέρουμε τον όρο, αναφερόμαστε στο γεγονός πως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας bakup είναι: γάμησε τα στην κασέτα.
Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, π.χ: όταν συμβεί διακοπή ρεύματος, ή πτώση τάσης κατά τη διαδικασία (μ' αποτέλεσμα να διακοπεί η ροή των δεδομένων, ή ακόμα χειρότερα, θα μπορούσε και να καταστραφεί κι ο σκληρός δίσκος που περιέχει τα πρωτότυπα αρχεία), όταν γίνεται η μεταφορά των αρχείων στο δίσκο προορισμού χωρίς να υπάρχει εκεί ο απαιτούμενος χώρος, όταν το σετ των πρωτότυπων αρχείων είναι μολυσμένο από ιό κλπ.
– Που λές χθες πήγα να γράψω τα αρχεία του σκληρού μου δίσκου σε ένα DVD και τσουπ στην τηλεόραση εμφανίζεται ο Μητσοτάκουλας κάνοντας δηλώσεις για την οικονομική στύση και τσουπ πέφτει το ρεύμα, και τσουπ έρχεται το ρεύμα, και τσουπ, το back up είχε γίνει φακ απ, ενώ... ο εθνικός γκαντέμης συνέχιζε απτόητος να κάνει δηλώσεις.
– Καλά άσ' τα αυτά. Τι είπε ο Μητσοτάκης; Αυτό μας καίει!
– Ε... είσαι και ο... μαλάκας.
– Εντάξει μωρέ. Μια τουκανιά έκανα για να γελάσουμε.
– Βάλε τη γαργαλιέρα στο maximum.
Πέρι: Που λές Μιστόκλα, χθες πήγα να πάρω backup τα αρχεία του Η/Υ μου, σε ένα δίσκο, στο τοπικό μου δίκτυο. Βάζω να γίνει κόπι το πίτα, λέω στον αδελφό μου να προσέχει τη διαδικασία και φεύγω για να πάω σε ένα μπαράκι για να συναντήσω το Λίλιαν. Και αυτός μου τα 'κανε μούτι.
Μιστόκλας: Γιατί;
Πέρι: Παρακολουθούσε βλέπεις παράλληλα και Star channel. Κι όταν βγήκε η Πετρούλα να πει τον καιρό, αποσβολώθηκε. Κι όταν την άκουσε να λέει: «μόλις τελείωσα», ενστικτωδώς σταμάτησε κι αυτός το backup. Οπότε το βράδυ που γύρισα, δε βρήκα backup, φακ απ βρήκα. Ευτυχώς αυτό διορθώνεται.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού cockblocker. Δηλαδή, ο αδυσώπητος εχθρός του πέφτουλα.
Ο cockblocker είναι ο τύπος που έρχεται εκεί που μιλάς με μια γκόμενα και στο χαλάει. Με όποιον τρόπο μπορεί. Μιλάει σε σένα, μιλάει στην γκόμενα, ή, το πιο συνηθισμένο, της την πέφτει κι αυτός, χαλώντας ό,τι έχεις χτίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή και κλέβοντας σου πολύτιμο χρόνο. Γιατί τι είναι το φλερτ: η δημιουργία θετικών για σένα εντυπώσεων σε περιορισμένο χρόνο. Πρόκειται λοιπόν για κατάφωρη παραβίαση του αντρικού νόμου που λέει ότι όταν ο άλλος φλερτάρει με μια γυναίκα και το πράγμα πάει καλά, δεν ενοχλούμε. Περιμένουμε τη σειρά μας, ή ψάχνουμε κάτι άλλο.
Ως γνωστόν, υπάρχει πάντα κάποιος λόγος που μια γκόμενα μιλάει σε αυτόν που μιλάει, και ένας άντρας με αξιοπρέπεια οφείλει να αναγνωρίζει αυτές τις περιπτώσεις όταν τις βλέπει. Ο cockblocker προφανώς δεν έχει ιδιαίτερη αξιοπρέπεια, και τα κίνητρά του είναι ένα μείγμα βλακείας και ζήλειας. Είναι βλάκας γιατί δεν μπορεί κάποιος έξυπνος άνθρωπος να πιστεύει ότι μπορεί να ρίξει μια γκόμενα με αυτόν τον τρόπο. Το μόνο που θα καταφέρει είναι να την τρομάξει ώστε είτε να εξαφανιστεί, είτε να σε κοιτάει με ύφος απόγνωσης, του στυλ «τι είναι αυτός, κάποιος να με σώσει από το λιγούρι». Και είναι κομπλεξικός γιατί ουσιαστικά θέλει να το χαλάσει για όλους. Του αρκεί να σε φέρει στο ίδιο επίπεδο με αυτόν, να μηδενίσει και τις δικές σου πιθανότητες. Μεγάλος μαλάκας.
Πεφτομαλάκας, ας πούμε.
Πηγή: yupi.gr.
Ασίστ: knasos.
Μεγάλος πεφτοχαλάστρας ο Επαμεινώνδας! Πάνω που έψηνε ο Αρίστος το Λίλιαν, μπήκε αυτός στην μέση κι άρχισε να λέει τις παπαριές του.
Βλ. και: κοκομπλόκο, χαλάστρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προκύπτει με παράφραση της αγγλικής λέξης user (γιούζερ), που σημαίνει: χρήστης.
Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον ουζοπότη (που χρησιμοποιεί ούζο, ως υγρό καύσιμο, βλ. παρ. 1).
Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιον κατ' επίφαση χρήστη (γιούζερ) μηχανήματος, εφαρμογής κ.λπ., που απαξιωτικά ή χιουμοριστικά μπορεί, να αποκαλεστεί ή να αυτo-αποκαλεστεί ούζερ (λόγω παραπομπής της λέξης ούζερ, στη λέξη ούζο και στις αρνητικές συνδηλώσεις της αρχικής συλλαβής της, ου).
Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης του όρου, παρουσιάζονται παρακάτω. Θα μπορούσαμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιον:
- Kαθ' όλα εντάξει χρήστη, στα πλαίσια τριγκαρίσματος (βλ. παρ. 2).
- Tζακντανιελίστα χρήστη, που δεν έχει καμιά συναίσθηση του καθήκοντος κατά την επιτέλεση μιας εργασίας, π.χ.: λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω ταπηροκρανίασης με τον προϊστάμενο του, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)..
- Aνεπίδεκτο μαθήσεως με μυαλό αϊκιού ραδικιού, ή για κάποιον κακό εφαρμοστή των όσων έμαθε. (βλ. παρ. 4).
- Που του ανατίθεται στο εταιρικό περιβάλλον, ένα σύνθετο έργο, άνευ: εκπαιδεύσεως, παροχής του κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού, λοιπής υποστήριξης, κλπ. Έτσι ο όρος θα μπορούσε να λεχθεί, π.χ: στα πλαίσια αυτοσαρκασμού κάποιου για τον εταιρικό ρόλο του. (βλ. παρ. 5).
.
- Ωχ πάλι, ο κ. Ουζούνογλου πίνει τα ουζάκια του σήμερα. Χάλια θα γίνει πάλι.
- Ούζερ, όνομα και πράγμα ο τύπος. Σαν το ούζο 12 πίνει!
- Γεια σου ρε ούζερ!
- Ούζερ;
- Έλα ρε σε πειράζω. Αφού είναι γνωστόν πώς είσαι ο μόνος στην εταιρεία, που ξέρεις την εφαρμογή απέξω κι ανακατωτά, γι’ αυτό και δεν παίρνεις κι ανάσα.
- Ούτε γιούζερ, ούτε ούζερ. Λούζερ είμαι φίλε.
- Σ' αυτόν θέλεις να αναθέσεις τη δουλειά; Σώθηκες. Μη βασιστείς σ' αυτόν.
- Μα ξέρω πως είναι εύκαιρος τώρα και ξέρω επίσης πως ξέρει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μηχάνημα.
- Κοίτα γιούζερ του μηχανήματος δεν τον λες, ούζερ σίγουρα, γιατί τη δουλειά που θέλεις να σου παραδώσει μέχρι αύριο, θα στη δώσει την επόμενη βδομάδα. Ο άνθρωπος, παίρνει τις...δόσεις γραψαρχιδίνης.
- Τον έχω εκπαιδεύσει όσο δεν πάει. Το....ντουβάρι! Σιγά μη γίνει γιούζερ αυτός! Ούζερ μπορεί!
- Άσε, μου 'χουν, αναθέσει μια πολυσύνθετη εργασία. Αλλά ούτε εκπαίδευση μου 'χουν κάνει, ούτε άλλη βοήθεια έχω, ενώ παράλληλα με έχουν βαφτίσει και εξπέρ γιούζερ της εφαρμογής, για να μου φορτώσουν την ευθύνη σε περίπτωση μαλακίας. Ούτε καν γιούζερ, δεν μπορείς να με πεις. Ούζερ είμαι o μαλάκας, αφού παρά τις ελλείψεις συνεχίζω να την παλεύω. Θα πρέπει να 'μαι και το... ψώνιο αν κάποιες στιγμές καυλώνω στη σκέψη, πως είμαι εξπέρ γιούζερ.
Βλ. και luser
Got a better definition? Add it!
Όταν δεν κλάνεις.
-
Got a better definition? Add it!
Εκ του αγγλικού edit (έντιτ).
Σημαίνει την μικροαλλαγή, το μερεμέτι, την ψιλο- ανακαίνιση, τη μικροπαρέμβαση.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πράγματα, σπίτια, ρούχα, τροχοφόρα οχήματα, κείμενα, τραγούδια, προγράμματα υπολογιστή, ακόμα και για τη μάπα, βυζιά κ.λπ. (μέσω πλαστικής).
Τέλος, χρήσιμο είναι και στα φόρουμ, όταν δεν επιτρέπεται να κάνουμε edit το κείμενο που έχουμε ήδη postάρει: Αν θέλουμε να δώσουμε έμφαση στο ότι ξαναποστάρουμε διότι θα θέλαμε να είχαμε κάνει edit στο αρχικό μας κείμενο, ξεκινάμε με τη λέξη «εντιτιά», πατάμε enter, και γράφουμε.
Έκανα 2-3 εντιτιές στο παπάκι και έχει να μου μείνει μια βδομάδα!!!
Η Σούλα έκανε κάτι εντιτιές στα χείλη της (υπονοεί με πλαστική) και τώρα παίρνει κάτι πίπες...
Καλό το σεναριάκι σου, αλλά με 2-3 εντιτιές θα γίνει πιο πιασάρικο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απόπειρα μετακένωσης στην ελληνική σλανγκ του αγγλικού gay pride. Δηλώνει τον ομοφυλόφιλο, που είναι gay and proud of it, έχει βγει απ' τη ντουλάπα προ πολλού, είναι συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και το πανηγυρίζει. Η διαφορά από τον πουσταλαζόνα είναι ότι ο όρος «ψωλοπερήφανος» έχει μια έντονη μειωτική χροιά και την χρησιμοποιούν οι ομοφοβικοί για να χλευάσουν την gay pride, ενώ ο όρος «πουσταλαζών» διαθέτει μια μεγαλύτερη ανατρεπτική δυναμική. Η λεξιπλασία σχηματίζεται προφάνουσλυ κατά το «ψωροπερήφανος». Άλλωστε το λάμδα είναι, όπως και το ρο, υγρό σύμφωνο pun intended).
Αυτί της γης: Τελικά, ο Πέρι μας έγινε ψωλοπερήφανος. Λέει ότι έχει συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, είναι περήφανος για τις επιλογές του, κι αρχίζει μια νέα φάση στην σχέση του με το Λίλιαν και την Λάουρα. Τώρα πάνε όλες μαζί για χοντοθεραπεία, αλλά περήφανα πλέον!
Got a better definition? Add it!
Η λέξη δεν αναφέρεται στο γνωστό ταχίνι, που τώρα τη Σαρακοστή έχει την τιμητική του (ταχινόσουπα, ταχινένιος χαλβάς, κ.λπ.). Κάτι άλλο θέλει να πει ο Σεφέρης εδώ πέρα.
Ο όρος αναφέρεται, στα ρούχα, παπούτσια, γυαλιά και άλλα προϊόντα του οίκου Sergio Tacchini («Τακίνι», που μέσω παραφράσεως, μπορεί, να λεχθεί, ταχίνι, παραπέμποντας χιουμοριστικά στη φράση: «τα χύνει»).
Η Λίλιαν βλέπει τον Πέρι να φοράει ένα μπλουζάκι Tacchini.
Λίλιαν: Πέρι, τι βλέπω πως φοράμε σήμερα; Ταχίνι, ταχίνι;
Πέρι: Αχ το μυαλό σου, δεν ξεκολλάει με τίποτα απ' το φίκι φίκι.
Λέει και την προσπερνάει ταχύνοντας το βήμα του.
Λίλιαν: Πότε θα τα πούμε;
Πέρι (από απόσταση): Ταχιά!


Got a better definition? Add it!